Γράφει ο Γιώργος Κουτρουμάνης, πρώην υπουργός Εργασίας
Εάν επιχειρήσουμε έναν πρώτο απολογισμό στο ασφαλιστικό μετά και την ψήφιση του νέου νόμου, μπορούμε να καταλήξουμε σε χρήσιμα συμπεράσματα για την πορεία των διαπραγματεύσεων και τα αποτελέσματά τους.
Η εμπειρία των τελευταίων χρόνων σε αυτή τη χώρα, της περιόδου της κρίσης, των μνημονίων και της συνεργασίας μας με τους Ευρωπαίους εταίρους, έδειξε πρώτα και κύρια ότι δεν υπάρχει εύκολος δρόμος για την έξοδο από την κρίση.
Μπορεί σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις που είχαμε από το 2012 μέχρι σήμερα να κυριάρχησαν οι υποσχέσεις και να δημιουργήθηκαν ελπίδες ότι υπάρχει άλλος δρόμος. Εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι δεν υπήρχε αυτός ο άλλος εύκολος δρόμος που πολλοί υποσχέθηκαν.
Εκ του αποτελέσματος επίσης φάνηκε, με αφορμή όσα συνέβησαν και με τη σημερινή κυβέρνηση, ότι όσο καθυστερούμε τις αλλαγές και αντιστεκόμαστε σε όσα πρέπει να γίνουν, τόσο ανεβαίνει ο λογαριασμός. Και τα επώδυνα μέτρα δεν φαίνεται να έχουν τελειωμό. Στις αρχές του 2015 η νέα τότε κυβέρνηση εμφανίστηκε με ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο πρόγραμμα σε σχέση με το ασφαλιστικό και τις συντάξεις και συνολικά βέβαια για την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, για την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, για αφορολόγητο στα 12.000 ευρώ κ.ο.κ. Όλα αυτά βέβαια στην πορεία απεδείχθησαν ανέφικτα και εκ των πραγμάτων εγκαταλείφθηκαν.
Η μεγάλη αυτή στροφή της κυβέρνησης ήταν αναμενόμενη, όποια και αν είναι η δικαιολογημένη κριτική που ασκείται.
Εκείνο όμως για το οποίο η κριτική έχει μεγαλύτερη και πιο ουσιαστική βάση, δεν είναι γιατί η κυβέρνηση δεν κατάφερε να βελτιώσει την κατάσταση. Είναι γιατί οδήγησε στα χειρότερα σε σχέση με όσα παρέλαβε από τους προηγούμενους.
Εντάξει, δεν μπορούσε να δώσει την 13η σύνταξη, παρά το γεγονός ότι το υποσχέθηκε.
Δεν μπόρεσε να μειώσει τους φόρους και να βελτιώσει τις συνθήκες στην αγορά εργασίας, όπως επίσης υποσχέθηκε και πολλά άλλα.
Κατήγγειλε με πολύ φανατισμό τις αλλαγές που είχαν πραγματοποιηθεί στο ασφαλιστικό από το 2010 με τον νόμο 3863/2010, με τη ρήτρα μηδενικού ελλείμματος στη συνέχεια που θεσμοθετήθηκε για τα επικουρικά ταμεία, με τη δημιουργία του ΕΟΠΥΥ κ.λπ.
Αρνήθηκε να εφαρμόσει όσα θα έπρεπε να εφαρμοστούν από τις αρχές του 2015, με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε στο άνοιγμα του ασφαλιστικού από μηδενική βάση και να φθάσουμε στο αποτέλεσμα, όπως αυτό αποτυπώθηκε στον νόμο που ψηφίστηκε την περασμένη Κυριακή στη Βουλή.
Δικαίωμα είναι της κάθε κυβέρνησης να ακολουθήσει την πολιτική της. Όταν όμως 400.000 χαμηλοσυνταξιούχοι, από σήμερα και μέχρι το 2019, θα έχουν μια δραματική μείωση των εισοδημάτων τους, μέσα από την κατάργηση του ΕΚΑΣ και των κατωτάτων ορίων συντάξεων, όταν 250.000 συνταξιούχοι που συμβαίνει να έχουν άθροισμα κύριας και επικουρικής σύνταξης άνω των 1.300 ευρώ, θα υποστούν μείωση κατά μέσο όρο 150 ευρώ τον μήνα στο εισόδημά τους, όταν 350.000 τουλάχιστον νέοι συνταξιούχοι από σήμερα και μόλις για τα πέντε επόμενα χρόνια, θα δουν τις συντάξεις τους να είναι μειωμένες από 10% μέχρι και 30%, όταν 80.000 συνταξιούχοι των τελευταίων τριών ετών και άλλοι 150.000 τα επόμενα 4-5 χρόνια θα πάρουν το εφάπαξ μειωμένο κατά 15%, όταν περίπου 280.000 συνταξιούχοι του Δημοσίου θα πάρουν μειωμένο κατά 30% το μέρισμά τους από το Μετοχικό τους Ταμείο, όταν η αύξηση στους έμμεσους κυρίως, αλλά και στους άμεσους φόρους και η μείωση του αφορολογήτου, οδηγούν σε νέα υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου, ιδιαίτερα για τους οικονομικά ασθενέστερους, όταν οι μεγάλες αυξήσεις αθροιστικά σε φόρους και εισφορές οδηγούν σε απόγνωση επαγγελματίες και επιχειρήσεις, όταν τα νοσοκομεία δεν έχουν υλικά για να λειτουργήσουν και η κατάσταση γίνεται όλο και χειρότερη, όταν τελικά συμβαίνουν όλα αυτά σε μια χώρα, είναι δυνατόν να πανηγυρίζουμε; Όσοι πανηγυρίζουν.
Αντί να κλείσουμε τον κύκλο των ψευδαισθήσεων και της αυταπάτης, είναι δυνατόν να ανοίγουμε νέο κύκλο με τα ίδια χαρακτηριστικά;
Γιατί βεβαίως άλλος δρόμος υπάρχει, αλλά δεν είναι ο δρόμος αυτός που οδηγεί στη δημιουργία ψεύτικης ελπίδας και μιας συνεχούς απογοήτευσης που την διαδέχεται κάθε φορά.Ο άλλος δρόμος είναι εκείνος της συνεννόησης και της προώθησης των μεγάλων αλλαγών που χρειάζεται η χώρα.
Όσο δεν κατανοούμε αυτή την αναγκαιότητα θα υπογράφουμε μνημόνια και η κριτική θα γίνεται για το πια κυβέρνηση υπέγραψε το καλύτερο ή το χειρότερο.
Θα συζητάμε, σε μια χώρα που η ανασφάλεια και η απογοήτευση έχει αναστείλει κάθε παραγωγική δραστηριότητα, για το εάν η τρόικα είναι καλύτερη ή χειρότερη από το κουαρτέτο και ποιος είναι ο καλύτερος διαπραγματευτής, με την έννοια του τσαμπουκά βέβαια, για την εσωτερική κατανάλωση. Όλα αυτά δείχνουν ότι δυστυχώς δεν είμαστε κοντά στην έξοδο από την κρίση, γιατί απλούστατα η κρίση είναι πολύπλευρη και όχι μόνο οικονομική.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Εάν επιχειρήσουμε έναν πρώτο απολογισμό στο ασφαλιστικό μετά και την ψήφιση του νέου νόμου, μπορούμε να καταλήξουμε σε χρήσιμα συμπεράσματα για την πορεία των διαπραγματεύσεων και τα αποτελέσματά τους.
Η εμπειρία των τελευταίων χρόνων σε αυτή τη χώρα, της περιόδου της κρίσης, των μνημονίων και της συνεργασίας μας με τους Ευρωπαίους εταίρους, έδειξε πρώτα και κύρια ότι δεν υπάρχει εύκολος δρόμος για την έξοδο από την κρίση.
Μπορεί σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις που είχαμε από το 2012 μέχρι σήμερα να κυριάρχησαν οι υποσχέσεις και να δημιουργήθηκαν ελπίδες ότι υπάρχει άλλος δρόμος. Εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι δεν υπήρχε αυτός ο άλλος εύκολος δρόμος που πολλοί υποσχέθηκαν.
Εκ του αποτελέσματος επίσης φάνηκε, με αφορμή όσα συνέβησαν και με τη σημερινή κυβέρνηση, ότι όσο καθυστερούμε τις αλλαγές και αντιστεκόμαστε σε όσα πρέπει να γίνουν, τόσο ανεβαίνει ο λογαριασμός. Και τα επώδυνα μέτρα δεν φαίνεται να έχουν τελειωμό. Στις αρχές του 2015 η νέα τότε κυβέρνηση εμφανίστηκε με ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο πρόγραμμα σε σχέση με το ασφαλιστικό και τις συντάξεις και συνολικά βέβαια για την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, για την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, για αφορολόγητο στα 12.000 ευρώ κ.ο.κ. Όλα αυτά βέβαια στην πορεία απεδείχθησαν ανέφικτα και εκ των πραγμάτων εγκαταλείφθηκαν.
Η μεγάλη αυτή στροφή της κυβέρνησης ήταν αναμενόμενη, όποια και αν είναι η δικαιολογημένη κριτική που ασκείται.
Εκείνο όμως για το οποίο η κριτική έχει μεγαλύτερη και πιο ουσιαστική βάση, δεν είναι γιατί η κυβέρνηση δεν κατάφερε να βελτιώσει την κατάσταση. Είναι γιατί οδήγησε στα χειρότερα σε σχέση με όσα παρέλαβε από τους προηγούμενους.
Εντάξει, δεν μπορούσε να δώσει την 13η σύνταξη, παρά το γεγονός ότι το υποσχέθηκε.
Δεν μπόρεσε να μειώσει τους φόρους και να βελτιώσει τις συνθήκες στην αγορά εργασίας, όπως επίσης υποσχέθηκε και πολλά άλλα.
Κατήγγειλε με πολύ φανατισμό τις αλλαγές που είχαν πραγματοποιηθεί στο ασφαλιστικό από το 2010 με τον νόμο 3863/2010, με τη ρήτρα μηδενικού ελλείμματος στη συνέχεια που θεσμοθετήθηκε για τα επικουρικά ταμεία, με τη δημιουργία του ΕΟΠΥΥ κ.λπ.
Αρνήθηκε να εφαρμόσει όσα θα έπρεπε να εφαρμοστούν από τις αρχές του 2015, με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε στο άνοιγμα του ασφαλιστικού από μηδενική βάση και να φθάσουμε στο αποτέλεσμα, όπως αυτό αποτυπώθηκε στον νόμο που ψηφίστηκε την περασμένη Κυριακή στη Βουλή.
Δικαίωμα είναι της κάθε κυβέρνησης να ακολουθήσει την πολιτική της. Όταν όμως 400.000 χαμηλοσυνταξιούχοι, από σήμερα και μέχρι το 2019, θα έχουν μια δραματική μείωση των εισοδημάτων τους, μέσα από την κατάργηση του ΕΚΑΣ και των κατωτάτων ορίων συντάξεων, όταν 250.000 συνταξιούχοι που συμβαίνει να έχουν άθροισμα κύριας και επικουρικής σύνταξης άνω των 1.300 ευρώ, θα υποστούν μείωση κατά μέσο όρο 150 ευρώ τον μήνα στο εισόδημά τους, όταν 350.000 τουλάχιστον νέοι συνταξιούχοι από σήμερα και μόλις για τα πέντε επόμενα χρόνια, θα δουν τις συντάξεις τους να είναι μειωμένες από 10% μέχρι και 30%, όταν 80.000 συνταξιούχοι των τελευταίων τριών ετών και άλλοι 150.000 τα επόμενα 4-5 χρόνια θα πάρουν το εφάπαξ μειωμένο κατά 15%, όταν περίπου 280.000 συνταξιούχοι του Δημοσίου θα πάρουν μειωμένο κατά 30% το μέρισμά τους από το Μετοχικό τους Ταμείο, όταν η αύξηση στους έμμεσους κυρίως, αλλά και στους άμεσους φόρους και η μείωση του αφορολογήτου, οδηγούν σε νέα υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου, ιδιαίτερα για τους οικονομικά ασθενέστερους, όταν οι μεγάλες αυξήσεις αθροιστικά σε φόρους και εισφορές οδηγούν σε απόγνωση επαγγελματίες και επιχειρήσεις, όταν τα νοσοκομεία δεν έχουν υλικά για να λειτουργήσουν και η κατάσταση γίνεται όλο και χειρότερη, όταν τελικά συμβαίνουν όλα αυτά σε μια χώρα, είναι δυνατόν να πανηγυρίζουμε; Όσοι πανηγυρίζουν.
Αντί να κλείσουμε τον κύκλο των ψευδαισθήσεων και της αυταπάτης, είναι δυνατόν να ανοίγουμε νέο κύκλο με τα ίδια χαρακτηριστικά;
Γιατί βεβαίως άλλος δρόμος υπάρχει, αλλά δεν είναι ο δρόμος αυτός που οδηγεί στη δημιουργία ψεύτικης ελπίδας και μιας συνεχούς απογοήτευσης που την διαδέχεται κάθε φορά.Ο άλλος δρόμος είναι εκείνος της συνεννόησης και της προώθησης των μεγάλων αλλαγών που χρειάζεται η χώρα.
Όσο δεν κατανοούμε αυτή την αναγκαιότητα θα υπογράφουμε μνημόνια και η κριτική θα γίνεται για το πια κυβέρνηση υπέγραψε το καλύτερο ή το χειρότερο.
Θα συζητάμε, σε μια χώρα που η ανασφάλεια και η απογοήτευση έχει αναστείλει κάθε παραγωγική δραστηριότητα, για το εάν η τρόικα είναι καλύτερη ή χειρότερη από το κουαρτέτο και ποιος είναι ο καλύτερος διαπραγματευτής, με την έννοια του τσαμπουκά βέβαια, για την εσωτερική κατανάλωση. Όλα αυτά δείχνουν ότι δυστυχώς δεν είμαστε κοντά στην έξοδο από την κρίση, γιατί απλούστατα η κρίση είναι πολύπλευρη και όχι μόνο οικονομική.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια