Ο προαναγγελθείς από αρκετούς εφιάλτης είναι πλέον πραγματικότητα.
Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
|
Οι αρχές της ΠΓΔΜ αφήνουν να περνάνε μόνο πρόσφυγες από τη Συρία και το Ιράκ και μάλιστα με το σταγονόμετρο. Σε εφαρμογή των αποφάσεων της συνόδου που συγκάλεσε η Αυστρία με τις χώρες των δυτικών Βαλκανίων (ΠΓΔΜ, Αλβανία, Κοσσυφοπέδιο, Σερβία, Μαυροβούνιο και Βοσνία-Ερζεγοβίνη), την Παρασκευή αποφασίσθηκε ότι από τον βαλκανικό διάδρομο δεν θα περνούν περισσότεροι από 580 πρόσφυγες ημερησίως.
Η κίνηση της Αυστρίας να παραβιάσει την απόφαση που είχε ληφθεί πριν λίγες ημέρες από τη σύνοδο κορυφής και να συγκαλέσει τη σύνοδο, αποκλείοντας την Ελλάδα προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Αθήνας. Ανακλήθηκε η Ελληνίδα πρέσβειρα στη Βιέννη και όταν η Αυστριακή υπουργός Εσωτερικών ζήτησε να επισκεφθεί τη χώρα μας εισέπραξε άρνηση, λόγω και των επιθετικών δηλώσεών της.
Υπενθυμίζουμε ότι προ καιρού η Αθήνα είχε ανακαλέσει τον Έλληνα πρέσβη στην Πράγα, όταν ο Τσέχος πρόεδρος είχε προβεί σε προσβλητική δήλωση εναντίον της χώρας μας. Τότε, η τσεχική κυβέρνηση είχε ζητήσει συγγνώμη, γεγονός που οπωσδήποτε έπαιξε ρόλο στο να επαναληφθεί η ίδια αντίδραση προς τη Βιέννη.
Είναι αξιοσημείωτο ότι κριτική στη αυστριακή κυβέρνηση δεν κάνει μόνο η Αθήνα. Ο Γιούνκερ δήλωσε ότι η Κομισιόν βρίσκεται σε διαμάχη με τη Βιέννη για τις μονομερείς ενέργειές της, ενώ αρνητική ήταν και η αντίδραση του Βερολίνου. Στη χορεία των επικριτών προστέθηκε και ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ.
Στην πραγματικότητα, η ολοένα και μεγαλύτερη τάση για εθνικές κινήσεις που παρακάμπτουν τα συμφωνηθέντα σε ευρωπαϊκό επίπεδο απειλούν με αποδόμηση όχι μόνο τη συνθήκη Σένγκεν, αλλά ολόκληρο το ενοποιητικό εγχείρημα. Η πρωτοβουλία του Ορμπάν να προκηρύξει δημοψήφισμα στην Ουγγαρία είναι μία κίνηση που εξ αντικειμένου ωθεί προς αυτή την κατεύθυνση.
Είναι ακριβώς αυτός ο κίνδυνος που –σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες– ωθεί το ευρωιερατείο να χειρισθεί εφεξής την προσφυγική-μεταναστευτική κρίση με πολιτικούς όρους και όχι με όρους ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ταυτοχρόνως, δια της διολισθήσεως θα αφεθεί στις κυβερνήσεις των χωρών-μελών η πρωτοβουλία χειρισμού του προβλήματος, ώστε να αποτρέψουν την ενίσχυση των ξενοφοβικών κομμάτων. Αυτό τουλάχιστον ήταν το πνεύμα διαβουλεύσεων σε άτυπη κλειστή σύσκεψη κορυφαίων Ευρωπαίων αξιωματούχων.
Στο πλαίσιο αυτό εγκαταλείπεται σιωπηρά η απαίτηση για την κατανομή προσφύγων σε χώρες-μέλη και κερδίζει έδαφος η πρόταση να δοθούν κίνητρα προς τις χώρες-μέλη που θα υποδεχθούν πρόσφυγες. Τέτοια κίνητρα θα είναι ενισχύσεις από τα κοινοτικά ταμεία για τις τρέχουσες δαπάνες υποδοχής και φιλοξενίας των προσφύγων και εξαίρεση από τον υπολογισμό του ελλείμματος αποδεδειγμένων δαπανών από τους κρατικούς προϋπολογισμούς.
Στην ίδια σύσκεψη κρίθηκε αναγκαία μία επικοινωνιακή εκστρατεία στις χώρες-μέλη με στόχο να αμβλυνθεί το κλίμα ξενοφοβίας. Επίσης, θεωρήθηκε χρήσιμο να ζητηθεί και η εμπλοκή του ΟΗΕ στις χώρες της βαλκανικής διαδρομής, επειδή έχει τεχνογνωσία στην αντιμετώπιση ανθρωπιστικών κρίσεων.
Από την πλευρά της, η κυβέρνηση Τσίπρα διαμαρτύρεται για την παραβίαση των συμφωνηθέντων στην τελευταία σύνοδο κορυφής και απειλεί με άσκηση βέτο, επιδίδεται σε ανθρωπιστικές κορώνες και ευχολόγια, αλλά δεν έχει επεξεργασμένη πολιτική. Είναι ενδεικτική η απόφαση να συγκρατήσει το ρυθμό μεταφοράς προσφύγων-μεταναστών από τα νησιά στον Πειραιά για να προετοιμάσει πρόσθετα κέντρα φιλοξενίας.
Με τον ρυθμό που εισέρχονται στην Ελλάδα πρόσφυγες-μετανάστες και με δεδομένο ότι ελάχιστοι απ’ αυτούς εξέρχονται, όσα κέντρα και αν φτιαχτούν δεν θα είναι αρκετά. Όσοι εισέρχονται, όμως, δεν θέλουν να μείνουν σε κέντρα. Επιδιώκουν με κάθε τρόπο να μεταβούν στην Ειδομένη, ελπίζοντας ότι από εκεί θα βρουν τρόπο να περάσουν τα σύνορα.
Η απόφαση για επιβράδυνση του ρυθμού μεταφοράς από τα νησιά στον Πειραιά δημιουργεί προβλήματα στα νησιά παρά λύνει. Στο σημείο που έχουν φθάσει τα πράγματα, η Αθήνα δεν έχει πολύ χρόνο στη διάθεσή της. Η επικείμενη σύνοδος κορυφής, άλλωστε, θα δείξει εάν μπορεί να υπάρξει ενιαία ευρωπαϊκή λύση στο πρόβλημα.
Η πραγματοποίηση σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο Δημοκρατίας θα είναι θετική πρωτοβουλία, εάν καταλήξει σε κοινή γραμμή πλεύσης. Πρέπει, ωστόσο, να υπογραμμισθεί ότι ακόμα και εάν η Ελλάδα είναι ενωμένη σαν μία γροθιά αυτό δεν θα της λύσει το πρόβλημα.
Όσοι προσπαθούν για μία ευρωπαϊκή λύση ουσιαστικά είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους στην υλοποίηση της συμφωνίας με την Τουρκία. Η Άγκυρα, όμως, τουλάχιστον μέχρι τώρα, δεν έχει κάνει τίποτα αξιόλογο για να εμποδίσει το κύμα. Αντιθέτως, όπως αποκαλύπτεται και από τις συνομιλίες του Ερντογάν με τους Γιούνκερ και Τουσκ τον περασμένο Νοέμβριο, χρησιμοποιεί το προσφυγικό-μεταναστευτικό κύμα για να εκβιάσει ωμά την ΕΕ. Αυτός είναι ο λόγος που στο ευρωιερατείο έχουν πάψει πια να έχουν μεγάλες προσδοκίες παρότι θα συνεχίσουν να πιέζουν την Άγκυρα.
Ας σημειωθεί ότι η Άγκυρα χρησιμοποιεί το προσφυγικό-μεταναστευτικό ρεύμα και για να προωθήσει τις επεκτατικές βλέψεις της προς την Ελλάδα. Η διοχέτευση εκατοντάδων προσφύγων-μεταναστών στο Καστελόριζο είναι σαφής ένδειξη πως οι διακινητές λειτουργούν όχι μόνο με την ανοχή, αλλά και με εντολές των τουρκικών υπηρεσιών ασφαλείας.
Από τη βούληση των Τούρκων εξαρτάται και η αποτελεσματικότητα της επιχείρησης του ΝΑΤΟ, η οποία άρχισε την Παρασκευή και αναμένεται να αναπτυχθεί πλήρως το επόμενο διάστημα. Θα χρησιμοποιήσουν, όμως, οι τουρκικές αρχές τις πληροφορίες που θα τους δίνει σε πραγματικό χρόνο η Συμμαχία για να εμποδίζουν τον απόπλου πλοιαρίων με πρόσφυγες-μετανάστες από τα μικρασιατικά παράλια ή για να τα υποχρεώνουν να επιστρέψουν πίσω;
Τόσο η στάση της Άγκυρας και στις διαπραγματεύσεις για τον σχεδιασμό της ΝΑΤΟϊκής επιχείρησης όσο και η απροθυμία της να δέχεται πίσω όσους ξεκινούν από τα μικρασιατικά παράλια δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Η Τουρκία θα εκτεθεί πολιτικά εάν συνεχώς αδρανεί, αλλά ο Ερντογάν έχει δείξει πως δεν του αρέσει η τακτική του καλού παιδιού.
Εάν η Άγκυρα ήθελε να ανακόψει το προσφυγικό-μεταναστευτικό ρεύμα προς την Ελλάδα θα το είχε κάνει, εμποδίζοντας το απόπλου των πλοιαρίων. Οι ελληνικές και ευρωπαϊκές υπηρεσίες γνωρίζουν επακριβώς και τα στέκια των διακινητών και τα σημεία συγκέντρωσης των προσφύγων-μεταναστών και τα λιμανάκια από τα οποία ξεκινούν τα πλοιάρια. Προφανώς, οι τουρκικές αρχές γνωρίζουν πολλά περισσότερα. Δεν έχουν, όμως, την πολιτική βούληση να ανακόψουν το ρεύμα.
Στο σημείο που έχουν φθάσει τα πράγματα, ο μόνος τρόπος της ΕΕ για να λύσει το πρόβλημα είναι να εξαντλήσει κάθε διαθέσιμο πολιτικό, διπλωματικό και οικονομικό μέσο για να πειθαναγκάσει την Άγκυρα. Να την πειθαναγκάσει να αποδεχθεί κοινή χερσαία και ναυτική επιτήρηση των μικρασιατικών παραλίων από την τουρκική ακτοφυλακή, την FRONTEX (με κατάλληλη αλλαγή του κανονισμού λειτουργίας της) και ίσως το ΝΑΤΟ. Όσο η Κομισιόν και η Μέρκελ επιλέγουν να τάζουν και να εκλιπαρούν τον Ερντογάν τόσο θα προσκρούουν στον συνδυασμό υπέρμετρων απαιτήσεων για ανταλλάγματα και πενιχρών αποτελεσμάτων.
Είναι αληθές ότι η Τουρκία σηκώνει μεγάλο βάρος. Στο έδαφός της βρίσκονται περίπου δύο εκατομμύρια κυρίως πρόσφυγες από τη Συρία. Άλλοι τόσοι βρίσκονται στον Λίβανο και στην Ιορδανία. Οι περισσότεροι εξ αυτών ανέμεναν υπομονετικά τις σκληρές συνθήκες των πρόχειρων καταυλισμών, ελπίζοντας ότι ο πόλεμος θα τελείωνε γρήγορα και θα επέστρεφαν στις εστίες τους.
Ο πόλεμος, όμως, συνεχίζεται αμείωτος, γεγονός που εξωθεί ολοένα και περισσότερους πρόσφυγες να πάρουν τον επικίνδυνο δρόμο προς την Ευρώπη. Ενώ δεν κινδυνεύουν στην Τουρκία, στην Ιορδανία και στον Λίβανο, όπου έχουν καταφύγει, τελικώς φεύγουν από εκεί με την προσδοκία μίας καλύτερης ζωής. Σ’ αυτό συντελούν και οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης στους καταυλισμούς.
Σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, η οικονομική βοήθεια της Ευρώπης προς την Ιορδανία και τον Λίβανο είναι πολύ μικρότερη από όσα πληρώνουν αυτές οι χώρες για τη φιλοξενία τόσο πολλών προσφύγων. Το ίδιο ίσχυε και για την Τουρκία μέχρι την παροχή των τριών δισ ευρώ από την ΕΕ.
Η Ελλάδα των Μνημονίων δαπάνησε το 2015 ένα δισ σύμφωνα με κυβερνητικούς υπολογισμούς για να αντιμετωπίσει την προσφυγική-μεταναστευτική κρίση. Η Τράπεζα Ελλάδος υπολογίζει το κόστος σε 600 εκατ. Σ’ αυτά δεν υπολογίζονται οι ήδη ορατές αρνητικές επιπτώσεις στον τουρισμό, από τον οποίο η ελληνική οικονομία περίμενε φέτος μία γερή ένεση. Ας σημειωθεί ότι το ΔΝΤ αυθαιρέτως εκτίμησε το κόστος σε 0,17% του ΑΕΠ (300 εκατ), ενώ το αντίστοιχο κόστος της Δανίας 0,45%!
Σε κάθε περίπτωση το κόστος είναι δυσβάσταχτο για μία οικονομικά γονατισμένη χώρα. Ας σημειωθεί ότι η ΕΕ έχει εγκρίνει κονδύλια συνολικού ύψους 440 εκατ μέχρι και το 2020. Είναι ενδεικτικό ότι τα ίδια τα ευρωπαϊκά όργανα κάνουν λόγο για εκδήλωση ανθρωπιστικής κρίσης στην Ελλάδα.
Εάν αποτύχει κι αυτή η ύστατη προσπάθεια της ΕΕ να συρρικνωθεί το κύμα εισόδου στα ελληνικά νησιά, τότε ακόμα και όσοι τώρα διαφωνούν με τη μετατροπή της Ελλάδας σε αποθήκη ψυχών, πιθανότατα θα διολισθήσουν. Θα αποδεχθούν στην πράξη το κλείσιμο των βόρειων συνόρων και ευρύτερα την πολιτική που εγκαινίασε ο Ορμπάν και εφαρμόζει σήμερα η Βιέννη.
Αρμόδιος Έλληνας υπηρεσιακός παράγοντας είπε στο “Θέμα” πως στην πολύ πιθανή περίπτωση που τα πράγματα κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση, η Αθήνα θα βρεθεί με την πλάτη στον τοίχο. Δεν θα έχει κανέναν άλλο τρόπο να εκτονώσει την πίεση από το να κάνει τα στραβά μάτια και να αφήσει τα εγχώρια κυκλώματα διακινητών, που ήδη δημιουργούνται, να διοχετεύουν πρόσφυγες και μετανάστες προς τα βόρεια από αφύλακτες συνοριακές διαβάσεις και το καλοκαίρι προς την Ιταλία δια θαλάσσης μέσω Κέρκυρας ή Αλβανίας.
Αφενός εγκλωβισμένη στις ιδεοληψίες της, αφετέρου αντιμέτωπη με ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα που την υπερβαίνει, η κυβέρνηση Τσίπρα δείχνει να έχει πελαγώσει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην εκμεταλλεύεται και υπαρκτές δυνατότητες για να αποσυμφορηθεί η Ελλάδα τουλάχιστον από τους οικονομικούς μετανάστες που εγκλωβίζονται εδώ.
Όπως είναι γνωστό, από την Τουρκία εισέρχονται παράνομα στην Ελλάδα πολίτες του Μαρόκου, της Αλγερίας, του Πακιστάν, του Μπαγκλαντές, του Ιράν κλπ. Δεν θα έπρεπε η Αθήνα να έχει απαιτήσει από την ΕΕ να οργανώσει με κοινοτικούς πόρους μία επιχείρηση μαζικού επαναπατρισμού με συνεχείς πτήσεις τσάρτερ;
Η αρμόδια για την εξωτερική πολιτική της ΕΕ Μογκερίνι υπέβαλε προ ημερών αίτημα σε Μαρόκο, Αλγερία, Πακιστάν και Μπαγκλαντές να δέχονται πίσω τους πολίτες τους, αλλά δεν βρήκε ανταπόκριση. Η αρνητική απάντηση ήταν αναμενόμενη, δεδομένου ότι αυτές οι χώρες ευνοούν την παράνομη μετανάστευση πολιτών τους, προσδοκώντας οικονομικά οφέλη από τα μελλοντικά εμβάσματά τους.
Η ΕΕ, όμως, διαθέτει πολιτικά, διπλωματικά και οικονομικά εργαλεία για να τις πειθαναγκάσει. Όταν επιβάλλει οικονομικές κυρώσεις στη Ρωσία για το Ουκρανικό, είναι έλλειμμα πολιτικής βούλησης και όχι αδυναμία η μη άσκηση έμπρακτων πιέσεων, συμπεριλαμβανομένης και της απειλής κυρώσεων, σε πολύ πιο αδύναμες χώρες.
Ο συστηματικός επαναπατρισμός παράνομων μεταναστών έχει δύο θετικά:
Πρώτον αποσυμφορεί τη ζώνη Σένγκεν.
Δεύτερον, λειτουργεί αποτρεπτικά. Κάθε παράνομος μετανάστης δαπανά κάποιες χιλιάδες ευρώ για να φθάσει στην ΕΕ. Πρόκειται για επένδυση μίας ολόκληρης παραδοσιακής οικογένειας, η οποία προσδοκά πως όταν το μέλος της εγκατασταθεί και αρχίσει να εργάζεται στον ευρωπαϊκό “παράδεισο” θα στείλει πίσω πολλαπλάσια. Ο υποχρεωτικός επαναπατρισμός θα διαψεύσει αυτή την προσδοκία και θα αποτρέψει όσους ετοιμάζονται να κάνουν το άλμα προς μία νέα ζωή.
Η Ελλάδα έπρεπε να πρωτοστατεί στην εφαρμογή ενός προγράμματος μαζικού επαναπατρισμού οικονομικών μεταναστών. Θα έβρισκε πολλούς συμμάχους, επειδή οικονομικοί μετανάστες έχουν ήδη μεταβεί στη Γερμανία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες μαζί με το κύμα των προσφύγων.
Η ΕΕ είναι βαθιά διχασμένη όχι μόνο στο επίπεδο των κυβερνήσεων, αλλά και στο επίπεδο της κοινής γνώμης των χωρών-μελών. Υπενθυμίζουμε ότι πριν λίγους μήνες ο Ούγγρος πρωθυπουργός Ορμπάν ήταν το μαύρο πρόβατο. Σήμερα, ολοένα και περισσότερες κυβερνήσεις υιοθετούν την πολιτική του.
Δεν είναι μόνο οι υπόλοιπες χώρες της ομάδας Βίζεγκραντ (Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία και Ουγγαρία), κάποιες χώρες της Βαλκανικής και της Σκανδιναβίας. Πιο εντυπωσιακή, όμως, είναι η στροφή της Αυστρίας. Ο άλλοτε λαλίστατος ανθρωπιστής σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Φάιμαν έχει σιωπήσει και το παιχνίδι το κάνουν οι συντηρητικοί εταίροι του στην κυβέρνηση, κυρίως οι υπουργοί Εξωτερικών και Εσωτερικών.
Η σταδιακή στροφή που παρατηρείται στο επίπεδο των πολιτικών ηγεσιών της ΕΕ δεν οφείλεται πρωτίστως στην επικράτηση ξενοφοβικών κομμάτων. Οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μεταστροφή της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, λόγω των κοινωνικών παρενεργειών που προκαλεί η μαζική εισροή προσφύγων-μεταναστών.
Τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι οι ρητορικές κορώνες περί αλληλεγγύης ήταν αβαθείς όσον αφορά το πραγματικό αντίκρισμά τους και η συγκίνηση από τους δραματικούς θανάτους προσφύγων-μεταναστών (ειδικά παιδιών) περιστασιακή. Τα γεγονότα αποδεικνύουν πως οι ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν είναι διατεθειμένες να σηκώσουν το βάρος της υποδοχής-φιλοξενίας μεγάλου αριθμού ακόμα και εάν πρόκειται για αποδεδειγμένα πρόσφυγες.
Δεν είναι τυχαίο ότι μετά την παρέλευση μηνών από τη συμφωνία για την αναλογική κατανομή μόλις 160.000 προσφύγων στις χώρες-μέλη ούτε 600 απ’ αυτούς δεν έχουν γίνει δεκτοί! Ο Γερμανός σοσιαλδημοκράτης αντικαγκελάριος Γκάμπριελ στηλίτευσε το γεγονός ότι από τις 28 χώρες-μέλη οι 23 δεν δέχονται πρόσφυγες.
Ο όγκος του κύματος ανέδειξε την αντίφαση ανάμεσα στις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει οι χώρες-μέλη από τη Σύμβαση της Γενεύης για προστασία των προσφύγων και στην απροθυμία των ευρωπαϊκών κοινωνιών να ανταποκριθούν στη νομική αυτή υποχρέωση, υποδεχόμενες εκατομμύρια μουσουλμάνους πρόσφυγες-μετανάστες. Πρόκειται για πραγματικό και δυσεπίλυτο πρόβλημα. Όποιοι οχυρώνονται αποκλειστικά και μόνο πίσω από τη νομική υποχρέωση, το μόνο που τελικώς καταφέρνουν είναι να οξύνουν την αρνητική στάση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Κατ’ αυτό τον τρόπο φέρνουν το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: ρίχνουν νερό στον μύλο των ξενοφοβικών κομμάτων.
Η διάκριση, άλλωστε, μεταξύ πρόσφυγα και οικονομικού μετανάστη είναι συχνά δυσχερής. Σε χώρες όπως π.χ. η Συρία, το Αφγανιστάν, το Ιράκ, η Λιβύη, η Σομαλία και η Νιγηρία λαμβάνουν χώρα αιματηρές συγκρούσεις που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια ενός μεγαλύτερου ή μικρότερου αριθμού κατοίκων. Πώς μπορεί, όμως, να πει κανείς με βεβαιότητα ότι ένας Σύρος, ένας Αφγανός, ένας Ιρακινός, ένας Λίβυος, ένας Σομαλός ή ένας Νιγηριανός που εισέρχεται παράνομα στην ΕΕ είναι πρόσφυγας ή μετανάστης; Και εάν οι Σύριοι είναι πράγματι πρόσφυγες, δεν ισχύει το ίδιο για τους υπόλοιπους. Στις άλλες χώρες υπάρχουν και ασφαλείς περιοχές.
Δεν πρόκειται απλώς και μόνο για ζήτημα νομικού ορισμού. Πρόκειται για κρίσιμο πολιτικό ζήτημα. Εάν όποιος προέρχεται από χώρα, στην οποία λαμβάνουν χώρα πολεμικές συγκρούσεις, χαρακτηρίζεται αυτοδικαίως πρόσφυγας, τότε η Ευρώπη πρέπει να είναι έτοιμη να προσφέρει προστασία σε εκατομμύρια.
Προφανώς, η παροχή ασύλου με βάση το παραπάνω κριτήριο θα λειτουργήσει ως κίνητρο να διογκωθεί το ρεύμα τουλάχιστον από τέτοιες χώρες. Και όπως προαναφέραμε, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι κατά πλειοψηφία αρνητικές στο να δεχθούν ένα τέτοιο ρεύμα μουσουλμάνων, θεωρώντας ότι θα αλλοιωθεί η πολιτισμική ταυτότητα τους.
Είναι ένα επιχείρημα που βρίσκει ολοένα και μεγαλύτερη απήχηση στους πολίτες, γεγονός που διευρύνει τα ακροατήρια των ξενοφοβικών κομμάτων σ’ όλη τη Γηραιά Ήπειρο. Σύμφωνα με δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε το περασμένο φθινόπωρο, μόνο το 19% των Γερμανών συμφωνούν η χώρα τους να δεχθεί πρόσθετους πρόσφυγες. Ένα μήνα πριν το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 28%. Σήμερα, το ποσοστό θα είναι πιθανότατα πολύ-πολύ μικρότερο του 19%.
Δημοσιεύτηκε στο ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ την Κυριακή 28 Φεβρουαρίου
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια