Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
|
Κοινοτικός παράγοντας είπε στο “Θέμα” ότι η εντολή που έχει δοθεί στους Ευρωπαίους αξιολογητές είναι να αποφύγουν τις καθυστερήσεις και να επιδείξουν ευελιξία στις διαπραγματεύσεις.
Ο ίδιος παράγοντας, ωστόσο, μας υπογραμμίζει πως η πολιτική βούληση για την επίτευξη συμφωνίας και η επίδειξη ευελιξίας δεν σημαίνουν ποιοτικές εκπτώσεις όσον αφορά τις απαιτήσεις. Διευκρινίζει, μάλιστα, ότι για να έλθει η Βελκουλέσκου στην Αθήνα, το ΔΝΤ έθεσε όρους στους Ευρωπαίους.
Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, ζήτησε και απέσπασε εγγυήσεις από τους Ευρωπαίους ότι θα καλυφθούν τα δημοσιονομικά κενά μέχρι το 2018, τα οποία το Ταμείο υπολογίζει ότι θα φθάσουν στο ύψος των 8-9 δισ ευρώ. Επίσης, ζήτησε από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (ESM) να εκτιμήσει τις επιπτώσεις που θα έχουν εναλλακτικά σενάρια για τη μείωση του ελληνικού χρέους στο δημοσιονομικό επίπεδο μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2020.
Τέλος, συμφωνήθηκε πως το κόστος που θα πληρώσει η Ελλάδα μέχρι το 2018 για να αντιμετωπίσει το προσφυγικό-μεταναστευτικό πρόβλημα θα υπολογισθεί όχι από την Αθήνα, αλλά από το Eurogroup. Αυτό έχει σημασία, επειδή υπάρχει συζήτηση στους κόλπους της ΕΕ για την εξαίρεση αυτών των δαπανών από το πλαίσιο της δημοσιονομικής πειθαρχίας, πράγμα που σημαίνει ότι θα χρειασθούν προσαρμογές στους μνημονιακούς στόχους.
Παρά το γεγονός ότι οι θεσμοί κατάφεραν να βρουν ένα συμβιβασμό και το Κουαρτέτο να έλθει στην Αθήνα, πηγή στις Βρυξέλλες αναγνωρίζει ότι η απόκλιση στον τρόπο που Ευρωπαίοι και ΔΝΤ αντιμετωπίζουν το ελληνικό πρόβλημα έχει φθάσει σε οριακό σημείο. Το ρήγμα γεφυρώθηκε προσωρινά, προκειμένου να προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις για την ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης, αλλά δεν έχει κλείσει. Ο φόβος της ελληνικής πλευράς είναι μήπως αυτό το ρήγμα εμποδίσει την έγκαιρη ολοκλήρωση της αξιολόγησης με την προβολή μαξιμαλιστικών απαιτήσεων.
Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, το ΔΝΤ θεωρεί πως οι Ευρωπαίοι έχουν την τάση να υποβαθμίζουν τη μεταξύ τους διαφωνία, αλλά το ίδιο είναι αποφασισμένο να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Στο Ταμείο πιστεύουν πως η διαφωνία δεν έγκειται απλώς σε διαφορετικό υπολογισμό του προβλεπόμενου δημοσιονομικού κενού.
Μπορεί το ΔΝΤ να είναι σημαιοφόρος της πιο ακραίας λιτότητας, αλλά, ως επαγγελματίας “διασώστης”, γνωρίζει πως καμία υπερχρεωμένη χώρα δεν θα μπορέσει να ξανασταθεί στα πόδια της εάν δεν μεσολαβήσει γενναίο κούρεμα του χρέους της. Το 2010, το Ταμείο είχε υποκύψει στις σκοπιμότητες των Ευρωπαίων και είχε βάλει το κούρεμα στο ράφι.
Τον τελευταίο χρόνο, όμως, αφενός λόγω του γεγονότος ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει να είναι στα γόνατα, αφετέρου λόγω της αμερικανικής πίεσης, θέτει το ζήτημα της μείωσης του χρέους. Θα προτιμούσε ένα κούρεμα της ονομαστικής αξίας του χρέους, αλλά αυτό το αποκλείουν οι Ευρωπαίοι δανειστές. Γι’ αυτό και στο τραπέζι βρίσκεται η αναδιάρθρωση, χωρίς ακόμα να έχουν καθορισθεί οι όροι της.
Τόσο ο Τόμσεν όσο και η Λαγκάρντ έχουν ξεκαθαρίσει στο ευρωιερατείο πως για να καταστεί το ελληνικό χρέος βιώσιμο υπάρχουν δύο τρόποι: Ο πρώτος είναι να επιβληθούν στην Ελλάδα νέες περικοπές συντάξεων και πρόσθετα επώδυνα μέτρα 8-9 δισ, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι θα προκύψει το προβλεπόμενο πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ. Σ’ αυτή την περίπτωση η μείωση του ελληνικού χρέους θα είναι ήπια που σημαίνει ότι οι απώλειες για τους Ευρωπαίους δανειστές θα είναι σχετικά μικρές. Ο δεύτερος τρόπος είναι τα μέτρα που θα επιβληθούν στην Ελλάδα να είναι λιγότερο επώδυνα, αλλά η μείωση του ελληνικού χρέους να είναι μεγάλη.
Η θέση των σκληροπυρηνικών του ευρωιερατείου ότι χρειάζονται “βαθιές μεταρρυθμίσεις”, για την ακρίβεια σκληρή λιτότητα, είναι στην πραγματικότητα η άλλη όψη της απροθυμίας τους να αποδεχθούν τις απώλειες από τη μεγάλη ελάφρυνση του ελληνικού χρέους που είναι αναγκαία για να καταστεί βιώσιμο. Με άλλα λόγια, χωρίς συνήθως να το ομολογούν δημοσίως, ο Σόιμπλε και οι ακόλουθοί του στο Eurogroup προτιμούν την πρώτη λύση στο δίλημμα που θέτει το ΔΝΤ. Και μάλιστα βολεύονται πολιτικά με το γεγονός ότι το Ταμείο παίζει τον ρόλο του “κακού”.
Όσο καθυστερεί η έναρξη της συζήτησης για την αναδιάρθρωση, η δεδηλωμένη διαφωνία του ΔΝΤ με το Βερολίνο αναφορικά με την ανάγκη ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους παραμένει θεωρητική. Αντιθέτως, πολύ πρακτική είναι η τωρινή συμφωνία τους για την επιβολή πρόσθετων επώδυνων μέτρων. Η προβολή μαξιμαλιστικών απαιτήσεων, όμως, εκ των πραγμάτων απειλεί να αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση Τσίπρα και να προκαλέσει πολιτική αβεβαιότητα.
Προς το παρόν, η υπό τον Τσίπρα ηγετική ομάδα έχει πείσει την Κοινοβουλευτική Ομάδα ότι πρέπει να υπερψηφίσει όσα είναι αναγκαία για να ολοκληρωθεί εγκαίρως η 1η αξιολόγηση. Κι αυτό, επειδή μόνο έτσι θα διαλυθεί η αβεβαιότητα, θα δρομολογηθεί η ελάφρυνση του χρέους και η οικονομία θα εισέλθει σε τροχιά ανάπτυξης. Υπάρχει, ωστόσο, ένα όριο στο τι αντέχουν να ψηφίσουν οι 153 βουλευτές της πλειοψηφίας. Και το όριο αυτό είναι το όριο στο τι μπορεί να δεχθεί η κυβέρνηση στις διαπραγματεύσεις με το Κουαρτέτο.
Αν οι δανειστές υπερβούν αυτό το όριο ο κόμπος θα φθάσει στο χτένι, γεγονός που αναπόφευκτα θα πυροδοτήσει πολιτικές εξελίξεις. Έχοντας διδαχθεί από το 2015, στο Μαξίμου δεν θα αφήσουν τις διαπραγματεύσεις για την αξιολόγηση να τραβήξουν σε μάκρος και οι ίδιοι να βρεθούν με τη θηλιά στον λαιμό. Συμμερίζονται τη φράση του Τσακαλώτου πως εάν η αξιολόγηση καθυστερήσει και πάμε για Μάιο-Ιούνιο τότε «καήκαμε». Καλά ενημερωμένες πηγές μας λένε πως ο πρωθυπουργός θα προτιμήσει να προκηρύξει εκλογές, έχοντας επίγνωση ότι μάλλον θα τις χάσει. Τουλάχιστον, όμως, θα βρεθεί στην αντιπολίτευση με σημαντικές δυνάμεις.
Το σενάριο της συγκρότησης μίας κυβέρνησης ευρείας αποδοχής συγκεντρώνει αμελητέες πιθανότητες. Ο Τσίπρας ίσως να το συζητούσε εάν η ΝΔ δεχόταν να παραμείνει πρωθυπουργός. Ο Μητσοτάκης, όμως, όχι μόνο δεν το δέχεται, αλλά και απορρίπτει τη συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, όμως, είναι μάλλον απίθανο να δρομολογηθούν τέτοιου τύπου εξελίξεις. Το κλίμα είναι αρκετά πιο ευνοϊκό για την Αθήνα σε σύγκριση με ένα χρόνο πριν. Ο Τσίπρας συνεργάσθηκε στο προσφυγικό-μεταναστευτικό με τη Μέρκελ και τον Γιούνκερ και σήμερα η Ελλάδα αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα με τον εγκλωβισμό ενός πλήθους προσφύγων και μεταναστών.
Αν και επισήμως κανείς δεν συνδέει την προσφυγική-μεταναστευτική κρίση με την αξιολόγηση, είναι κοινό μυστικό ότι συνδέονται. Ακόμα και ο Σόιμπλε αναγκάσθηκε να ομολογήσει ότι η Ευρώπη δεν αντέχει να χειρισθεί δύο κρίσεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα στο ευρωιερατείο να κυριαρχεί πλέον η άποψη ότι ναι μεν πρέπει να πιεσθεί η κυβέρνηση Τσίπρα για να εφαρμόσει τις μνημονιακές δεσμεύσεις, αλλά όχι να της τραβήξουν το χαλί.
Κοινοτική πηγή είπε στο “Θέμα” ότι η οδηγία που έχει λάβει το Κουαρτέτο είναι να απαιτήσει τη μεγαλύτερη δυνατή λιτότητα που μπορεί να αντέξει η ελληνική κοινωνία και το πολιτικό σύστημα. Τόση, δηλαδή, που να μην πυροδοτήσει ούτε κοινωνική κατάρρευση, ούτε πολιτική αστάθεια.
Επειδή, όμως, η αναζήτηση αυτού του οριακού σημείου είναι μία σχοινοβασία που εμπεριέχει κινδύνους, είναι πολύ πιθανόν τελικώς να εφαρμοσθεί το συζητούμενο σενάριο σπασίματος της 1ης αξιολόγησης σε δύο φάσεις και της αντίστοιχης δόσης σε δύο υποδόσεις. Μία τέτοια εξέλιξη, ωστόσο, μπορεί να είναι μία προσωρινή λύση για την υπέρβαση των αντιθέσεων μεταξύ της Ευρωζώνης και του ΔΝΤ, μπορεί να διευκολύνει τον Σόιμπλε, επειδή απομακρύνει χρονικά τη συζήτηση για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, αλλά παρατείνει την εκκρεμότητα και διατηρεί την ελληνική οικονομία σε ομηρία.
Αυτός είναι ο λόγος που στην κυβέρνηση προτιμούν να τελειώνουν με την αξιολόγηση. Ούτε οι ίδιοι, όμως, έχουν καθορίσει μέχρι που είναι διατεθειμένοι να φθάσουν για να τελειώνουν. Δεδομένου ότι έχουν όρια στο τι μπορούν να δεχθούν, το Κουαρτέτο έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει αδιέξοδο και τότε να ρίξει στο τραπέζι σαν λύση την πρόταση για σπάσιμο της αξιολόγησης σε δύο φάσεις.
Αναμφίβολα, η Αθήνα είναι σε μειονεκτική θέση, αλλά και η διαπραγματευτική ισχύς του ευρωιερατείου έχει σχετικά μειωθεί, επειδή η ΕΕ βρίσκεται αντιμέτωπη με πολλά ανοικτά μέτωπα. Οι εκλογές στην Πορτογαλία και στην Ισπανία εκ των πραγμάτων διαφοροποιούν τους μέχρι προσφάτως υφιστάμενους πολιτικούς συσχετισμούς. Για την ακρίβεια στέλνουν το μήνυμα ότι η Ευρωζώνη δεν μπορεί να συνεχίσει όπως μέχρι τώρα. Μπορεί η νέα αριστερόστροφη πορτογαλική κυβέρνηση να διαπερνάται από έντονες αντιφάσεις, αλλά ο σχηματισμός της εκ των πραγμάτων αποτελεί έμπρακτη αμφισβήτηση του κυρίαρχου δόγματος της λιτότητας.
Το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ισπανία ήρθε να επικυρώσει και να ενισχύσει πολιτικά το κύμα αμφισβήτησης, έστω και αν δημιουργεί πρόβλημα στον σχηματισμό κυβέρνησης. Τα δύο αυτά βαρυσήμαντα γεγονότα στον ευρωπαϊκό Νότο δίνουν το πολιτικό περιθώριο στον Ιταλό πρωθυπουργό Ρέντσι να κάνει ένα βήμα παραπέρα. Από τη θεωρητική κριτική στο δόγμα της λιτότητας να θέσει θέμα τουλάχιστον χαλάρωσής του. Οι εξελίξεις στην Ιβηρική δημιουργούν εκ των πραγμάτων μία ισχυρή βάση στήριξης για μία τέτοια πολιτική πρωτοβουλία.
Εάν το Βερολίνο επιχειρήσει να καταστείλει τις διογκούμενες τάσεις αμφισβήτησης που εκδηλώνονται στον ευρωπαϊκό Νότο, αυτή τη φορά απέναντι δεν θα έχει την απομονωμένη, άπειρη και γεμάτη ιδεοληψίες και αυταπάτες κυβέρνηση Τσίπρα, όπως συνέβαινε το πρώτο εξάμηνο του 2015. Δυνητικά θα έχει απέναντί της ένα άτυπο μέτωπο, το οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπίσει με τους εκβιασμούς που αντιμετώπισε την Αθήνα.
Το γενικότερο κλίμα, άλλωστε, είναι πολύ διαφορετικό απ’ ότι ήταν πριν ένα χρόνο. Σήμερα, η ΕΕ έχει να διαχειρισθεί και άλλα ανοικτά μέτωπα. Πέρα από το προσφυγικό-μεταναστευτικό, υπάρχει η αβεβαιότητα για το δημοψήφισμα που θα κρίνει την παραμονή ή όχι της Βρετανίας στην ΕΕ. Επίσης, μπορεί να έχει καλυφθεί, αλλά δεν έχει επουλωθεί η πληγή στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, με αιχμή τις ισχυρές πιέσεις που δέχθηκε η Deutsche Bank. Και βεβαίως, ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Ντράγκι αναζητάει εναγωνίως τρόπους να σπάσει τον φαύλο κύκλο της στασιμότητας και του αποπληθωρισμού.
Όπως προαναφέραμε, η κυβέρνηση Τσίπρα είναι διατεθειμένη να κάνει σοβαρές υποχωρήσεις, προκειμένου να ολοκληρωθεί όσον το δυνατόν συντομότερα η 1η αξιολόγηση. Το κεντρικό επιχείρημά της και προς τους βουλευτές, που θα κληθούν να ψηφίσουν επώδυνα νομοσχέδια, και προς τους πολίτες, που θα υποστούν τις συνέπειες, είναι ότι έτσι θα ανοίξει ο δρόμος για την ελάφρυνση του χρέους. Με άλλα λόγια, ο πρωθυπουργός έχει καταστήσει βασικό πολιτικό εργαλείο την προσδοκία της ελάφρυνσης του χρέους.
Η συμφωνία με τους δανειστές είναι ότι η διαπραγμάτευση θα αρχίσει μετά την ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης. Ας σημειωθεί ότι ο Σόιμπλε επιχειρεί να υπεκφύγει από αυτή τη δέσμευση, θέτοντας ως προϋπόθεση γενικά την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων. Τις προηγούμενες ημέρες, όμως, το ζήτημα επανήλθε. Στην τελευταία σύνοδο του Eurogroup, ο Ντάισελμπλουμ προειδοποίησε τους ομολόγους του ότι επίκειται η συζήτηση για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Η πληροφορία διέρρευσε και δεν διαψεύσθηκε.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ορισμένοι θεωρούν ότι η δήλωση Ντάισελμπλουμ έγινε για να πεισθεί το ΔΝΤ να στείλει την εκπρόσωπό του στην Αθήνα. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται από την κατ’ ιδίαν συνομιλία του Ντάισελμπλουμ με τον Μοσχοβισί που κατέγραψε εν αγνοία τους ανοικτό μικρόφωνο. Όταν ο Γάλλος επίτροπος του επισήμανε πως τα όσα είπε θα προκαλέσουν συζητήσεις, ο πρόεδρος του Eurogroup του απάντησε πως το έκανε επίτηδες.
Ακόμα και εάν υφίσταται η ανωτέρω σκοπιμότητα, είναι αρκετές οι ενδείξεις ότι στο ευρωιερατείο κερδίζει έδαφος η θέση πως το ελληνικό πρόγραμμα δεν θα ξαναστήσει την ελληνική οικονομία στα πόδια της, χωρίς να συνδυασθεί με ελάφρυνση του χρέους. Χρειάσθηκε να περάσει πολύς καιρός για να ομολογηθεί το προφανές, πως το μη βιώσιμο χρέος συντηρεί την αβεβαιότητα και αποθαρρύνει τους υποψήφιους επενδυτές.
Εκτός αυτού, είναι αδύνατον να γίνουν ακριβείς δημοσιονομικοί υπολογισμοί, χωρίς να είναι ξεκάθαρα τα ποσά που θα χρειάζονται τα επόμενα χρόνια για την εξυπηρέτηση του χρέους. Και για να είναι ξεκάθαρα τα ποσά πρέπει να έχουν συμφωνηθεί οι όροι της αναδιάρθρωσης.
Είναι ενδεικτικό του κλίματος ότι ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Σαπέν δήλωσε για τη σύνοδο του Eurogroup: «Δεν είχα δει ποτέ τόση συναίνεση στην ανάγκη να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα του ελληνικού χρέους… Το ζήτημα αυτό βρίσκεται τώρα στο τραπέζι. Δεν πρέπει να έχουμε την Ελλάδα σε κατάσταση πίεσης για πάντα». Προσέθεσε, όμως, με σημασία: «Πρέπει και μπορούμε να το κάνουμε με τέτοιον τρόπο που να μην γίνει κούρεμα. Αυτό είναι κόκκινη γραμμή για εμάς».
Το γεγονός ότι η αναδιάρθρωση του χρέους δείχνει να μπαίνει ως άμεση προοπτική στο τραπέζι δεν εμπόδισε τον Σόιμπλε να κάνει παιχνίδι καθυστερήσεων. Δήλωσε ότι «δεν υπάρχει επιχείρημα για τους Γερμανούς για να προχωρήσουμε τώρα σε συζητήσεις για ελάφρυνση του χρέους». Προσέθεσε, μάλιστα, ότι η συζήτηση για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είναι ζήτημα εντυπώσεων και όχι ουσίας.
Η τελευταία αυτή δήλωσή του έρχεται εμμέσως να επιβεβαιώσει πληροφορίες ότι το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών έχει ετοιμάσει ένα σχέδιο, με σκοπό να εκμηδενίσει τις απώλειες. Το σχέδιο προβλέπει επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και διευκόλυνση όσον αφορά τα επιτόκια, αλλά όχι έστω και έμμεση μείωση. Επίσης, προβλέπει ότι η Ελλάδα θα παραμείνει υπό δημοσιονομική κηδεμονία για όσα χρόνια θα χρωστάει στα κράτη-μέλη και στον ESM, δηλαδή για τις επόμενες αρκετές δεκαετίες! Το επιχείρημα του Βερολίνου είναι ότι μόνο έτσι θα διασφαλισθεί η αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων.
Πρόθεση του Σόιμπλε είναι το σχέδιο αυτό να εφαρμοσθεί στην ελληνική περίπτωση, αλλά ταυτοχρόνως να αποτελέσει το πλαίσιο για την αντιμετώπιση κρίσης χρέους και σε άλλες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης. Πιστός στον οικονομικό εθνικισμό του, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών προσπαθεί με τον χειρισμό της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους να δημιουργήσει προηγούμενο στο επίπεδο των ευρωπαϊκών θεσμών, το οποίο να προκαθορίσει τον χειρισμό κάθε επόμενης περίπτωσης.
Όχι μόνο δεν κάνει βήματα προς την κατεύθυνση μίας συλλογικής ευρωπαϊκής αντιμετώπισης της κρίσης χρέους με γνώμονα την εμβάθυνση του ενοποιητικού εγχειρήματος, αλλά και επιδιώκει να παγιώσει την απόλυτη εθνική ευθύνη όσον αφορά το χρέος. Ο πυρήνας του σχεδίου του είναι ότι όποια χώρα-μέλος αντιμετωπίσει κρίση χρέους θα χάνει την κυριαρχία της.
Προφανώς, όλα αυτά δεν είναι υποχρεωτικό να υιοθετηθούν από το σύνολο των εταίρων. Η πείρα, ωστόσο, μας διδάσκει ότι κατά κανόνα η εκάστοτε τελική απόφαση της Ευρωζώνης κινείται κοντά στις αντίστοιχες γερμανικές προτάσεις. Με αυτή την έννοια, το σχέδιο Σόιμπλε προδιαγράφει τουλάχιστον τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει η Αθήνα όταν επιτέλους θα αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις για την πολυπόθητη ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, η θέση του Σόιμπλε έρχεται σε μετωπική αντίθεση με τη θέση του ΔΝΤ. Λόγω και της διεθνούς οικονομικής κρίσης, η οποία οξύνει τα προβλήματα σε χώρες του Τρίτου Κόσμου, είναι εξαιρετικά δύσκολο για το Ταμείο να συμμετάσχει στη χρηματοδότηση του 3ου Μνημονίου, εάν δεν έχει προηγηθεί σαφής γενναία μείωση του ελληνικού χρέους. Από την άλλη πλευρά, για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους το Βερολίνο θεωρεί απαραίτητη τη συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αργά ή γρήγορα ο Σόιμπλε θα πρέπει να λύσει την αντίφασή του.
Δημοσιεύτηκε στο ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ το Σάββατο 12 Μαρτίου 2016
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια