Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
|
Η κρίσιμη αναμέτρηση έχει μετατεθεί για τον Ιανουάριο, αλλά η αγορά χρόνου δεν αναμένεται να διευκολύνει την επίτευξη συμβιβασμού.
Ο πρωθυπουργός, άλλωστε, έχει επανειλημμένως και με κατηγορηματικό τρόπο δεσμευθεί ότι δεν πρόκειται να γίνουν πρόσθετες περικοπές στις κύριες συντάξεις. Η κυβέρνηση αντιπροτείνει την αύξηση των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών. Προσκρούει, όμως, στην αντίθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), το οποίο όλο αυτό το διάστημα παίζει (για λογαριασμό και των Ευρωπαίων δανειστών) τον ρόλο του πολιορκητικού κριού για την επιβολή των πιο ακραίων νεοφιλελεύθερων μέτρων.
Αν και κάθε πρόβλεψη είναι παρακινδυνευμένη, η πείρα μας διδάσκει πως όποτε η Αθήνα συγκρούσθηκε με τους δανειστές για κάποιο ζήτημα, είναι αυτή που τελικώς υποχώρησε. Αυτό ισχύει για όλες τις κυβερνήσεις, μη εξαιρουμένης της κυβέρνησης Τσίπρα.
Διαπιστώνοντας ότι το κλίμα στην Κοινοβουλευτική Ομάδα και του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ είναι πολύ βαρύ, ο πρωθυπουργός νοιώθει πολιτικά στριμωγμένος. Ζητώντας την έξοδο του ΔΝΤ από το μνημονιακό πρόγραμμα, ουσιαστικά άνοιξε ένα μέτωπο, το οποίο ήταν εκ των προτέρων δεδομένο πως δεν μπορούσε να το διαχειρισθεί αποτελεσματικά. Πολύ περισσότερο δεν μπορούσε αυτή η θέση του να λειτουργήσει σαν φυγή προς τα εμπρός.
Παρόλα όσα έχουν συμβεί από τον περασμένο Ιανουάριο, ο Τσίπρας και το επιτελείο του δεν έχουν απαλλαγεί από την αυταπάτη ότι η “καλή Ευρώπη” (Σοσιαλδημοκράτες, Μέρκελ και Γιούνκερ) θα βοηθήσει την Αθήνα να αντιμετωπίσει την “κακή Ευρώπη” (σύστημα Σόιμπλε) και το ΔΝΤ. Προφανώς, το ευρωιερατείο δεν είναι μονολιθικό. Προφανώς, το διαπερνούν πολιτικές αντιθέσεις. Η πείρα, όμως, έχει διδάξει ότι όταν ο κόμπος φθάνει στο χτένι και πρέπει να ληφθεί απόφαση, τα αφεντικά της Ευρωζώνης βρίσκουν ένα συμβιβασμό στη βάση των δικών τους συμφερόντων και όχι λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες της Ελλάδας.
Αν και είναι λάθος να υποτιμάται η επιρροή που μπορεί να ασκήσει ένας παρηγορητικός μύθος στη στριμωγμένη ελληνική κυβέρνηση, το πιθανότερο είναι ότι το μέγαρο Μαξίμου χρησιμοποιεί τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών σαν εχθρό με ονοματεπώνυμο για να συσπειρώσει τους βουλευτές της πλειοψηφίας. Ο πρωθυπουργός, άλλωστε, τους έχει επανειλημμένως πει πως όποιος διαφοροποιείται αντικειμενικά παίζει το παιχνίδι του Σόιμπλε.
Η απάντηση στον Τσίπρα για το ζήτημα της συμμετοχής του ΔΝΤ στο Μνημόνιο ήλθε αμέσως από τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών, ο οποίος απειλητικά επικαλέστηκε την παροιμία για τη στάμνα που μπορεί να σπάσει. Η ελληνική κυβέρνηση κατηγόρησε τον Σόιμπλε ότι δεν έχει εγκαταλείψει το σχέδιό του για Grexit και ότι το επαναφέρει από το παράθυρο.
Μπορεί σ’ αυτό το σημείο να μην έχει άδικο, αλλά υπάρχει το δημόσιο μήνυμα που έσπευσε να της στείλει ο Μοσχοβισί. Αν και ο αρμόδιος επίτροπος ανήκει στους υποτιθέμενους συμμάχους, ανακάλεσε την Αθήνα στην τάξη: Ήταν κατηγορηματικός και σ’ ότι αφορά τη συμμετοχή του ΔΝΤ και σ’ ότι αφορά την προσδοκία ότι λόγω της προσφυγικής κρίσης το ευρωιερατείο θα χαλαρώσει τις μνημονιακές υποχρεώσεις της Αθήνας.
Όπως είναι γνωστό, η συμφωνία του ΔΝΤ με την Ελλάδα λήγει τον ερχόμενο Μάρτιο. Το εάν θα συμμετάσχει και στο 3ο Μνημόνιο δεν έχει ακόμα αποφασισθεί. Το ευρωιερατείο την επιθυμεί. Όταν το 2010 είχαν προβληθεί αντιρρήσεις για την ανάμιξη του ΔΝΤ στα εσωτερικά της Ευρωζώνης, η Μέρκελ είχε προβάλει το επιχείρημα ότι η συμμετοχή του Ταμείου είναι αναγκαία για να μην θεωρήσουν οι Αγορές ότι τα μέτρα για τη διάσωση της Ελλάδας θα ήταν αποτέλεσμα ενδοευρωπαϊκών πολιτικών συμβιβασμών.
Από τότε, η θέση αυτή έχει εδραιωθεί. Η σκληροπυρηνική πτέρυγα του ευρωιερατείου, μάλιστα, βολεύεται πολιτικά με το γεγονός ότι το ΔΝΤ παίζει τον ρόλο του πολιορκητικού κριού για την επιβολή στην Ελλάδα ακραίων νεοφιλελεύθερων μέτρων που δεν ισχύουν σε άλλες χώρες-μέλη.
Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να κάνουμε μία διευκρίνιση. Οι αναγνώστες ίσως θυμούνται ότι με εκθέσεις του το Ταμείο είχε προβεί σε αυτοκριτική για το ελληνικό πρόγραμμα (λανθασμένος πολλαπλασιαστής κλπ). Πώς γίνεται, λοιπόν, να συνεχίζει στην ίδια ακραία νεοφιλελεύθερη γραμμή πλεύσης; Η απάντηση είναι ότι την αυτοκριτική είχε κάνει το Τμήμα Μελετών, αρχίζοντας από τον προηγούμενο επικεφαλής οικονομολόγο Μπλανσάρ. Τις διαπραγματεύσεις, όμως, τις διεξαγάγουν επιχειρησιακά στελέχη, όπως ο Τόμσεν και η Βελκουλέσκου, τα οποία συνεχίζουν να εφαρμόζουν τα υφιστάμενα πρωτόκολλα του ΔΝΤ.
Αυτή, ωστόσο, είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη όψη είναι ότι το Ταμείο πιέζει το ευρωιερατείο για γενναία ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Μπορεί να είναι σημαιοφόρος της νεοφιλελεύθερης συνταγής, αλλά, ως επαγγελματίας “διασώστης”, γνωρίζει πως καμία υπερχρεωμένη χώρα δεν θα μπορέσει να ξανασταθεί στα πόδια της εάν δεν μεσολαβήσει γενναίο κούρεμα του χρέους της.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, το ΔΝΤ αρχικά υπέκυψε στις σκοπιμότητες των Ευρωπαίων και έβαλε σε δεύτερη μοίρα το κούρεμα. Τον τελευταίο χρόνο, όμως, αφενός λόγω του αδιεξόδου, αφετέρου λόγω της καθοριστικής αμερικανικής πίεσης, το Ταμείο έχει προτάξει το ζήτημα της μείωσης του ελληνικού χρέους. Θα προτιμούσε ένα κούρεμα, αλλά αυτό το αποκλείουν οι Ευρωπαίοι δανειστές. Γι’ αυτό και στο τραπέζι βρίσκεται μία αναδιάρθρωση, η οποία εμμέσως θα οδηγήσει στην επιδιωκόμενη ελάφρυνση.
Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, μάλιστα, το ΔΝΤ έχει ξεκαθαρίσει στους Ευρωπαίους αφενός ότι η μείωση του ελληνικού χρέους δεν πρέπει επουδενί να είναι μικρότερη των 100 δισ, αφετέρου ότι η αναδιάρθρωση θα πρέπει να γίνει κατά τρόπο που θα επιτρέψει στην ελληνική οικονομία να ανασάνει. Κατά τις ίδιες πληροφορίες, οι όροι της αναδιάρθρωσης θα είναι ένα από τα κριτήρια, με τα οποία θα αποφασισθεί η συμμετοχή ή όχι του Ταμείου στο 3ο Μνημόνιο. Το άλλο είναι οι εσωτερικές διαφωνίες για τη σκοπιμότητα ανάμιξης στο εσωτερικό της Ευρωζώνης.
Ας σημειωθεί ότι σύμφωνα με πληροφορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) έχει εκπονήσει ένα αρχικό σχέδιο για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Αυτό προβλέπει χαμηλό επιτόκιο, επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και αύξηση της περιόδου χάριτος. Προβλέπει, όμως, ότι η εξυπηρέτηση του χρέους δεν θα μπορεί να υπερβαίνει το (υπερβολικό) πλαφόν του 15% του ΑΕΠ.
Οι άτυπες προτάσεις του ESM έχουν προκαλέσει παρασκηνιακές αντιδράσεις και εκ μέρους της Κομισιόν και εκ μέρους του Σόιμπλε, ο οποίος είναι απρόθυμος να συμφωνήσει σε επαρκή μείωση του ελληνικού χρέους. Το σημαντικό είναι ότι η συζήτηση για την αναδιάρθρωση αρχίζει, έστω και ατύπως, έστω και χωρίς τη συμμετοχή της Αθήνας.
Σ’ αυτή τη διελκυστίνδα των ζυμώσεων, ο ρόλος του ΔΝΤ είναι σημαντικός. Υιοθετώντας απαισιόδοξες προβλέψεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, το Ταμείο ζητάει πρόσθετα επώδυνα δημοσιονομικά μέτρα, αλλά και πολύ πιο γενναία αναδιάρθρωση του χρέους. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η παρουσία του ΔΝΤ έχει αντιφατική επίδραση στις σχέσεις της Ελλάδας με τους Ευρωπαίους δανειστές: Από τη μία πλευρά, τους αρέσει και τους βολεύει (ειδικά τους σκληροπυρηνικούς του συστήματος Σόιμπλε) το γεγονός ότι το Ταμείο προωθεί τα πιο ακραία νεοφιλελεύθερα μέτρα. Από την άλλη, όμως, δεν τους αρέσει που πιέζει για μεγάλη μείωση του χρέους. Το ακριβώς αντίστροφο ισχύει για την Αθήνα.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, αν και το ΔΝΤ είναι σύμμαχος της Ελλάδας στο ζήτημα της αναδιάρθρωσης του χρέους, ο Τσίπρας ζήτησε την έξοδό του από το ελληνικό πρόγραμμα λόγω της ασφυκτικής πίεσης που δέχεται κυρίως στο μέτωπο του Ασφαλιστικού. Προφανώς, είχε την αυταπάτη ότι θα μπορούσε να βρει ερείσματα στην Ευρώπη και με την έξοδο του ΔΝΤ να επιτύχει τη χαλάρωση των μνημονιακών υποχρεώσεων της Αθήνας. Με την ίδια λανθασμένη προσδοκία, άλλωστε, είχε προβεί και σε παραχωρήσεις στο μέτωπο της προσφυγικής-μεταναστευτικής κρίσης.
Ακόμα και εάν το ΔΝΤ φύγει από το ελληνικό πρόγραμμα είναι απίθανο να προκύψει χαλάρωση. Μπορεί να παίζει τον ρόλο του “κακού μπάτσου”, αλλά τα επώδυνα μέτρα τα απαιτούν και οι Ευρωπαίοι δανειστές, έστω και αν συχνά κρύβονται πίσω από το Ταμείο. Ακόμα, άλλωστε, και εάν δεν συμμετάσχει στο 3ο Μνημόνιο, θα παραμείνει ως τεχνικός σύμβουλος.
Η κίνηση Τσίπρα ήταν πολιτικά λανθασμένη:
Πρώτον, επειδή ήταν εξαρχής καταδικασμένη να μη βρει ανταπόκριση εκ μέρους των Ευρωπαίων, οι οποίοι και επικαλούνται νομικές δεσμεύσεις της Αθήνας. Με άλλα λόγια, δεν ανοίγεις ένα θέμα όταν εκ των προτέρων ξέρεις ότι θα προσκρούσεις σε κατηγορηματική άρνηση.
Δεύτερον, επειδή στον βωμό της πίεσης στο μέτωπο του Ασφαλιστικού και της αβάσιμης προσδοκίας για χαλάρωση, μπήκε στην άκρη το γεγονός ότι η συμμετοχή του ΔΝΤ συνεπάγεται μία ισχυρή πίεση προς τους Ευρωπαίους για γενναία μείωση του ελληνικού χρέους την περίοδο ακριβώς που θα λάβουν χώρα οι σχετικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των δανειστών.
Στην Αθήνα ποντάρουν ότι η πίεση για γενναία μείωση του χρέους θα ασκηθεί έτσι κι αλλιώς από την Ουάσιγκτον. Οι Αμερικανοί κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά είναι διαφορετικό να πιέζουν αυτοί απέξω από το να πιέζει το ΔΝΤ από μέσα. Ούτε, άλλωστε, η παραμονή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα είναι διαζευκτική με την επιδιωκόμενη συμμετοχή του Ευρωκοινοβουλίου στον μηχανισμό της εποπτείας, όπως έχει συχνά παρουσιασθεί.
Όπως οι τρεις (Κομισιόν, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ΔΝΤ) έγιναν τέσσερις (προστέθηκε ο ESM), μπορούν οι τέσσερις να γίνουν πέντε (να προστεθεί το Ευρωκοινοβούλιο). Στην πραγματικότητα, όμως, δεν τίθεται ζήτημα συμμετοχής του Ευρωκοινοβουλίου στις διαπραγματεύσεις. Η διάσκεψη των προέδρων του αποφάσισε ένα είδος πολιτικής εποπτείας. Είναι αληθές ότι η ανάμιξη του Ευρωκοινοβουλίου στο ελληνικό πρόγραμμα ενόχλησε τον Σόιμπλε και προκάλεσε τη δημόσια αντιπαράθεσή του με τον Σουλτς. Δεν είναι, ωστόσο, αυτό το κρίσιμο ζήτημα στο ελληνικό πρόβλημα.
Το μέγαρο Μαξίμου προκάλεσε το επεισόδιο για το ΔΝΤ, αλλά δεν φαίνεται διατεθειμένο να πάει σε σύγκρουση. Αυτό προκύπτει από δύο γεγονότα:
Πρώτον, έκλεισε τη συμφωνία γι’ αυτή τη δέσμη των προαπαιτούμενων.
Δεύτερον, μετά τις αντιδράσεις που προκάλεσε η επίμαχη δήλωση Τσίπρα, η κυβερνητική εκπρόσωπος έσπευσε να τα “μαζέψει”, δηλώνοντας ότι ο πρωθυπουργός έχει δικαίωμα να εκφράζει την άποψή του!
Η θεωρία περί ελεγχόμενης κόντρας με τους δανειστές δεν έχει πολιτικό νόημα. Όσο και αν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στριμώχνεται, ξέρει ότι (με δεδομένη τη στρατηγική επιλογή της να ψηφίσει το 3ο Μνημόνιο) δεν έχει κανένα διαπραγματευτικό όπλο για να αντισταθεί μέχρι τέλους στις πιέσεις του Κουαρτέτου. Το ευρωιερατείο, άλλωστε, έχει έναν πρόσθετο λόγο να είναι αυστηρό με την Αθήνα. Θέλει να στείλει αποτρεπτικό μήνυμα αφενός στη νέα αριστερόστροφη κυβέρνηση της Πορτογαλίας, αφετέρου στους Ισπανούς ψηφοφόρους.
Το κλίμα αυτό δεν αναμένεται να έχει αλλάξει τον Ιανουάριο, όταν θα αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις για το Ασφαλιστικό. Στο σημείο που έχουν φθάσει τα πράγματα, το κρίσιμο πολιτικό ερώτημα είναι εάν η κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα αντέξει να ψηφίσει τις διαφαινόμενες δραματικές αλλαγές στο κρίσιμο για την επιβίωση εκατομμυρίων Ελλήνων αυτό ζήτημα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να πατάει σε δύο βάρκες. Η ρητορική περί ισοδυνάμων είχε τροφοδοτήσει την αυταπάτη πως οι επαχθείς δεσμεύσεις του 3ου Μνημονίου θα μπορούσαν στην πορεία να αμβλυνθούν. Τα περιθώρια άμβλυνσης αποδεικνύονται πολύ περιορισμένα και η τακτική του εξωραϊσμού κοντόθωρη. Πόσο, λοιπόν, θα αντέξουν οι 153, όταν η γερμανική εφημερίδα Suddeutsche Zeitung ομολογεί ότι εάν το μνημονιακό πρόγραμμα που εφαρμόζεται στην Ελλάδα είχε εφαρμοσθεί σε άλλη χώρα θα την είχε διαλύσει.
Δημοσιεύθηκε στο Πρώτο Θέμα την Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια