Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
|
Πολλές είναι οι ερμηνείες που δόθηκαν για το 35,5%, αλλά η δική μας ανάγνωση λέει επιγραμματικά πως το εκλογικό σώμα –με δεδομένη την έλλειψη εναλλακτικής κυβερνητικής λύσης με αντιμνημονιακό πρόσημο– επέλεξε «Μνημόνιο με Τσίπρα κι όχι Μνημόνιο με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ».
Ένας λόγος μεταξύ των άλλων είναι ότι ο σημερινός πρωθυπουργός, σε αντίθεση με τους προκατόχους του, έχει υπογράψει Μνημόνιο, αλλά δεν το έχει ακόμα εφαρμόσει. Με άλλα λόγια, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις δεν έχουν ακόμα λάβει τον βαρύ λογαριασμό.
Όποια, όμως, κι αν είναι η ανάγνωση του εκλογικού αποτελέσματος, το αδιαφιλονίκητο συμπέρασμα είναι πως ο πρωθυπουργός έχει θεσμικά καθαρίσει το παιχνίδι. Στη Βουλή ουσιαστικά δεν έχει αντίπαλο. Η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι όχι μόνο υπερψήφισαν το 3ο Μνημόνιο, αλλά και σ’ όλο το προηγούμενο διάστημα εμφανίζονται μνημονιακότεροι του ΣΥΡΙΖΑ.
Ως εκ τούτου δεν έχουν περιθώρια για άσκηση στρατηγικού χαρακτήρα αντιπολίτευσης. Θα διαφοροποιούνται σε επιμέρους σημεία της κυβερνητικής πολιτικής. Αυτού του είδους η αντιπολίτευση, όμως, δεν θα τους επιτρέψει ούτε να αποδομήσουν πολιτικά τον Τσίπρα ούτε να κεφαλαιοποιήσουν για λογαριασμό τους την κοινωνική αγανάκτηση και απόγνωση που αναπόφευκτα θα συσσωρεύει η εφαρμογή των μνημονιακών υποχρεώσεων. Όσον αφορά το ΚΚΕ και τη Χρυσή Αυγή, ίσως κερδίσουν πόντους, αλλά, για προφανείς λόγους, ούτε το ένα ούτε το άλλο κόμμα μπορεί να πείσει ότι αποτελεί μελλοντική εναλλακτική κυβερνητική λύση.
Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό. Ακόμα και στην περίπτωση που, σε επόμενες κρίσιμες ψηφοφορίες για την έγκριση επώδυνων εφαρμοστικών νόμων, σπάσουν κάποιοι κρίκοι στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχουν εφεδρείες. Η διεύρυνση της κυβερνητικής πλειοψηφίας με την προσθήκη του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού παραμένει στο ράφι.
Ο Τσίπρας δεν την επέλεξε, αφενός επειδή δεν την έχει –τουλάχιστον σ’ αυτή τη φάση– ανάγκη, αφετέρου επειδή εκ των πραγμάτων θα του περιόριζε τα περιθώρια κινήσεων. Θα υποχρεωνόταν να διαπραγματεύεται με τη Γεννηματά και τον Θεοδωράκη τις σημαντικές κυβερνητικές αποφάσεις. Αντιθέτως, ο Καμμένος δεν του θέτει αξιόλογους περιορισμούς. Κινείται σχεδόν σαν να είχε αυτοδυναμία. Τέλος, εάν οι συνθήκες το επιβάλλουν, μπορεί να κατέβει από το ράφι και το σενάριο του μεγάλου συνασπισμού. Να μπει, δηλαδή, στην κυβέρνηση και η ΝΔ.
Όλα αυτά πρακτικά σημαίνουν ότι η νέα Βουλή έχει τη δυνατότητα να δώσει νέα κυβερνητικά σχήματα για την εφαρμογή του 3ου Μνημονίου. Κι αυτό, επειδή η κοινοβουλευτική πλειοψηφία των κομμάτων που έχουν δεσμευθεί να το εφαρμόσουν είναι αθροιστικά συντριπτική. Με άλλα λόγια, θεσμικά υπάρχουν και με το παραπάνω οι συνθήκες για εξάντληση της τετραετίας. Δεν παρεμβάλλονται, μάλιστα, ούτε εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, ούτε δημοτικές-περιφερειακές εκλογές.
Η κυβέρνηση Τσίπρα δεν έχει να φοβάται ούτε τα συνδικάτα. Έχοντας βυθισθεί στην αναξιοπιστία, δεν είναι σε θέση να οργανώσουν μαζικές κινητοποιήσεις, οι οποίες θα δημιουργούσαν προβλήματα και θα έθεταν εμπόδια στην κυβερνητική πολιτική. Ομαλοποιούνται, επίσης, με γρήγορο ρυθμό και οι σχέσεις της Αθήνας με το ευρωιερατείο.
Στις Βρυξέλλες είναι αισιόδοξοι με τις εξελίξεις στην Ελλάδα παρά κάποιες αντίθετες φωνές. Προτιμούσαν να συμμετείχαν στην κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι κι όχι οι ΑΝΕΛ, αλλά το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ δεν τους άφησε περιθώρια για άσκηση σχετικών πιέσεων.
Κατά τα άλλα, όμως, είναι –σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές– ικανοποιημένοι από το γεγονός ότι η νέα κυβέρνηση Τσίπρα, που έχει πλέον τις προϋποθέσεις να μακροημερεύσει, δείχνει αποφασισμένη να τηρήσει τις μνημονιακές υποχρεώσεις της. Και εν πάση περιπτώσει, –όπως τονίζουν– εάν χρειασθεί υπάρχουν εφεδρείες για να συνεχισθεί η απρόσκοπτη εφαρμογή του 3ου Μνημονίου.
Οι ίδιες πηγές υπογραμμίζουν ότι το ευρωιερατείο σημείωσε με έκδηλη ικανοποίηση «την εποικοδομητική στάση που ο πρωθυπουργός τήρησε στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής όσον αφορά στο ζήτημα των προσφυγικών ροών αν και η Ελλάδα δέχεται τη μεγαλύτερη πίεση». Ερμηνεύουν τη στάση του Τσίπρα και ως «έκφραση της βούλησής του να γυρίσει σελίδα και να αποκαταστήσει πλήρως τις σχέσεις του με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει πως θα γίνουν εκπτώσεις στην τήρηση των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει στο πλαίσιο του 3ου προγράμματος, αλλά οπωσδήποτε η εμφανής βελτίωση του κλίματος θα διευκολύνει τα πράγματα και θα έχει θετικές επιπτώσεις».
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, ο μόνος αντίπαλος της κυβέρνησης Τσίπρα είναι τα προβλήματα που προκαλεί η κρίση στην επιβίωση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, δεδομένου ότι ο γολγοθάς δεν τελειώνει. Από το 2012 και μέχρι πρότινος, η ολοένα και διογκούμενη κατηγορία πολιτών που δεν τα βγάζει πέρα, ή τέλος πάντων δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα, έτρεφε την ελπίδα ότι με την ψήφο της θα έλυνε το πρόβλημά της. Θα έφερνε στην εξουσία τον Τσίπρα, ο οποίος και θα υλοποιούσε την επαγγελία του να τερματίσει τις μνημονιακές πολιτικές.
Είναι κυρίως αυτή η ελπίδα κι όχι κάποιο είδος μοιρολατρείας που την τελευταία τριετία έδιωξε τους πολίτες από τους δρόμους και εξασφάλισε συνθήκες κοινωνικής ηρεμίας. Μετά τα δραματικά γεγονότα του Ιουλίου και τη στροφή του Τσίπρα η ελπίδα αυτή έχει πλέον σβήσει. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το αντιμνημονιακό ρεύμα στην κοινωνία έχει μείνει χωρίς πολιτική έκφραση.
Προς το παρόν αγκιστρώνεται στη ρητορική του πρωθυπουργού. Ελπίζει ότι η κυβέρνησή του θα αντικαταστήσει επώδυνες μνημονιακές υποχρεώσεις με ισοδύναμα (πού άραγε θα βρει τόσα ισοδύναμα;), θα αμβλύνει άλλες με επαναδιαπραγμάτευση, θα κατανείμει δίκαια τα βάρη, θα καταπολεμήσει τη διαπλοκή-διαφθορά και θα ανασυγκροτήσει παραγωγικά το κράτος και την οικονομία.
Όλα αυτά, όμως, δεν είναι τίποτα περισσότερο από προσδοκίες. Προφανώς, η άνετη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ εξασφαλίζει πολιτικό χώρο και χρόνο στην κυβέρνηση. Εξίσου προφανές είναι, όμως, πως όταν θα αρχίσουν να έρχονται οι δυσβάσταχτοι λογαριασμοί του 3ου Μνημονίου, το πολιτικό κλίμα αναπόφευκτα σταδιακά θα αλλάξει.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι πως θα αντιδράσουν τότε όσοι έχουν περιέλθει σε απόγνωση. Είναι ανόητο κάποιος να προεξοφλήσει την κοινωνική δυναμική και να θεωρήσει αναπόφευκτη την κοινωνική έκρηξη. Θα ήταν κοντόθωρο, όμως, εάν δεν επισημαίναμε το γεγονός ότι θα αρχίσουν να συγκεντρώνονται οι προϋποθέσεις για μία τέτοια εξέλιξη. Η μεγάλη αύξηση του ποσοστού της αποχής ειδικά στις νέες ηλικίες, είναι αλάνθαστο σημάδι ότι έχει αρχίσει να συσσωρεύεται μία εύφλεκτη κοινωνική ύλη.
Αυτή η εύφλεκτη κοινωνική ύλη είναι ο μοναδικός δυνάμει αντίπαλος του πρωθυπουργού. Το ενδεχόμενο ανάφλεξης θα αποτραπεί μόνο εάν οι πολίτες δουν απτά δείγματα όχι μόνο ενός νέου ήθους και ύφους της εξουσίας, που κι αυτό είναι ζητούμενο, αλλά και πρακτικά βήματα υλοποίησης των επαγγελιών.
Δεδομένου ότι το 3ο Μνημόνιο συγκροτεί ένα ασφυκτικό πλαίσιο, ότι η ελληνική οικονομία είναι γονατισμένη και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι γεμάτη αντικίνητρα για επενδύσεις, η ποιότητα του νέου κυβερνητικού σχήματος αποκτάει ακόμα πιο κρίσιμη σημασία για να τεθεί η χώρα σε τροχιά ανάκαμψης. Οι προβολείς στράφηκαν στην περίπτωση του Δημήτρη Καμμένου, στα άθλια tweets που χρεώνονται στον λογαριασμό του και στην αποπομπή του.
Η υπόθεση αυτή προκάλεσε ένα πολιτικό γρατζούνισμα στην κυβέρνηση, αλλά τίποτα περισσότερο. Το ζωτικής σημασίας ερώτημα είναι εάν στις εξαιρετικά δυσμενείς τωρινές συνθήκες το νέο κυβερνητικό σχήμα –ως πρόσωπα και ως διάταξη– εγγυάται ότι έστω και εν μέρει θα γίνουν πράξη οι προεκλογικές επαγγελίες.
Μία πρώτη αξιολόγηση καταδεικνύει ότι ο Τσίπρας δεν διδάχθηκε πολλά από την πείρα του επταμήνου. Αναμφισβήτητα είναι θετικό ότι σε μεγάλο βαθμό διόρθωσε το σφάλμα της τεχνητής συγκόλλησης υπουργείων. Υπενθυμίζουμε ότι αμέσως μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης στο τέλος Ιανουαρίου γράφαμε σ’ αυτές εδώ τις στήλες: «κατά πάσα πιθανότητα (η συγκόλληση υπουργείων) αντί να λύσει προβλήματα θα δημιουργήσει πρόσθετες δυσλειτουργίες… Το φαινόμενο της δημιουργίας φέουδων και πρόκλησης τριβών εντός κάθε υπερυπουργείου θα ενταθεί αντί να αμβλυνθεί». Έτσι και έγινε, γεγονός που υποχρέωσε τον πρωθυπουργό να επαναφέρει την προτέρα κατάσταση.
Κατά τα άλλα, ο Τσίπρας συνεχίζει να κυβερνά, επικουρούμενος από τον κλειστό κύκλο-παρέα, ο οποίος –ας σημειωθεί– με την πάροδο του χρόνου γίνεται ολοένα και πιο ολιγομελής. Για την ακρίβεια, ο πυρήνας της εξουσίας περιλαμβάνει εκτός από τον πρωθυπουργό, τον παντοδύναμο υπουργό Επικρατείας Παππά και τον έτερο υπουργό Επικρατείας Φλαμπουράρη. Κεντρικά κυβερνητικά στελέχη, όπως π.χ. ο αντιπρόεδρος Δραγασάκης, ο υπουργός Οικονομικών Τσακαλώτος και ο υπουργός Ανάπτυξης Σταθάκης, κινούνται σε μία κοντινή, αλλά εξωτερική στοιβάδα.
Ο Τσίπρας έδωσε κι αυτή τη φορά τα περισσότερα χαρτοφυλάκια πρωτίστως σε πρόσωπα που έχουν κομματικά ένσημα, αλλά με αμφίβολη διαχειριστική ικανότητα, και δευτερευόντως σε πρόσωπα που δεν προέρχονται από τις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά έχουν συνδέσει την πολιτική μοίρα τους με αυτόν. Σε αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, επικράτησε όχι το κριτήριο της καταλληλότητας και της γνώσης του αντικειμένου, αλλά το κριτήριο των εσωκομματικών ισορροπιών και του βολέματος προσώπων.
Σ’ αυτή την εξαιρετικά δυσμενή συγκυρία, ωστόσο, αυτού του είδους οι πολυτέλειες κοστίζουν πανάκριβα. Δεν υπάρχει ούτε χρόνος για χάσιμο, ούτε περιθώριο για να μάθουν οι νέοι υπουργοί «στου Κασίδη το κεφάλι». Είναι αξιοσημείωτη η παρατήρηση κυβερνητικού παράγοντα: «Ο πρωθυπουργός έπρεπε να τοποθετήσει σε περισσότερα υπουργεία στελέχη από την κοινωνία, τα οποία έχουν αποδείξει ότι διαθέτουν πολιτικό κριτήριο, ότι γνωρίζουν το αντικείμενο, ότι μπορούν να είναι αποτελεσματικά στην επίλυση προβλημάτων και στη διάνοιξη νέων δρόμων».
Προφανώς, η αξιολόγηση των υπουργών θα γίνει επί των πεπραγμένων τους κι όχι προκαταβολικά. Η σύνθεση της κυβέρνησης, ωστόσο, είναι μία πρώτη ένδειξη ότι ο Τσίπρας αδυνατεί να κάνει την υπέρβαση. Δείχνει να μην αντιλαμβάνεται επαρκώς την κρισιμότητα της κατάστασης. Και βεβαίως δείχνει να μην αντιλαμβάνεται ούτε τις δικές του ανεπάρκειες, ούτε τις διαχειριστικές αδυναμίες των κομματικών στελεχών του, έτσι όπως αμφότερες φάνηκαν τους περασμένους μήνες.
Δημοσιεύτηκε στο ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ την Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια