Του Ανδρέα Χ. Ζούλα
Αυτό που συμβαίνει με την τρικυμία εν ποτηρίω που αντιμετωπίζει η δεύτερη «Κυβέρνηση Τσίπρα» άμα τη συγκροτήσει της λόγω της περιπτώσεως του κ. Δ. Καμμένου είναι για γέλια και για κλάματα.
Από πού να δεις την υπόθεση και να μη γελάσεις, αν αυτό επιδιώκεις ή να μη θλιβείς βαθύτατα για το κατάντημα να ασχολείται η κυβερνώσα σύμπραξη με τέτοια πρόσωπα και καταστάσεις ενώ η χώρα αντιμετωπίζει μέγιστο και πιεστικό πρόβλημα.
Πριν αναρωτηθούμε πώς ο κ. Δ. Καμμένος μπήκε στην Κυβέρνηση Τσίπρα, με απόφαση φυσικά του πρωθυπουργού, πρέπει να δούμε πώς και γιατί ένας νέος άνθρωπος που έχει διαμορφώσει τέτοια ακροτάτων πεποιθήσεων για πολιτικά, εθνικά και φυλετικά ζητήματα προσωπικότητα και «πιστεύω» γίνεται δεκτός στις τάξεις ενός κόμματος.
Εξανίσταται ο κ. Πάνος Καμμένος εναντίον οποιουδήποτε χαρακτηρίσει τους «Ανεξάρτητους Έλληνες» ακροδεξιό κόμμα. Ο κ. Δ. Καμμένος με αυτά που έχει πει- όσο και αν προσπαθεί να τα αναιρέσει τώρα- σε ποιο σημείο του πολιτικού φάσματος μπορεί να τοποθετηθεί πλην του ακροδεξιού;
Τον δέχθηκε όμως ο κ. Πάνος Καμμένος τον συνονόματό του πολιτικό και μάλιστα τον πρότεινε ως μέλος της Κυβερνήσεως Τσίπρα, αλλά και αφού αποπέμφθηκε από την Κυβέρνηση τον διατηρεί- τουλάχιστον μέχρι τώρα- στις τάξεις και της Κοινοβουλευτικής του ομάδος και του κόμματός του. Και τα λοιπά μέλη του κόμματος και οι βουλευτές των «Ανεξαρτήτων Ελλήνων» ταυτίζονται πολιτικά με τον κ. Δ. Καμμένο; Και αν όχι, πώς δεν θέτουν θέμα αποχωρήσεως και παραιτήσεώς του από το βουλευτικό αξίωμα;
Αυτά όλα συνεκτιμώντας όποιος έχει στοιχειώδη λογική, μοιραία αναρωτιέται γιατί ο κ. Τσίπρας δεν θεωρεί την σύμπραξή του με τους Ανεξάρτητους Έλληνες ως «παρά φύση συνεργασία», όπως κατήγγελλε προεκλογικώς ότι θα ήταν μια σύμπραξή του με τη Νέα Δημοκρατία; Αλλά αυτά είναι τα λιγότερο σοβαρά στη γελοία αυτή υπόθεση. Τα πολύ σοβαρά είναι άλλα.
Διάβασα προεκλογικώς το κείμενο που κατέθεσαν πενήντα (εκ των «53») στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ στην προεκλογική διάσκεψή του. Και έμεινα σε μία κεντρικής σημασίας κατά την άποψή μου φράση: «Είναι επείγον το κόμμα, το οποίο για μακρά περίοδο, ακόμη και τώρα, είναι πηγή έμπνευσης και παράδειγμα για τη διεθνή αριστερά, να τύχει της φροντίδας και στο ιδεολογικό- θεωρητικό πεδίο, που του αξίζει».
Καταλαβαίνεις φίλε αναγνώστη ό,τι και εγώ; Δηλαδή, το κομμάτι εκείνο του κόμματος που βαρέως φέρει την υπογραφή του μνημονίου, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για την συνοχή κόμματος και- κατά συνέπεια- Κυβέρνησης:
Πρώτον, θεωρεί ότι πρωτοστατεί σε μια «ιδεολογική μάχη», πανευρωπαϊκή και γενικότερα διεθνή, για αλλαγή πορείας και ανατροπή της σημερινής καταστάσεως. Και φυσικά, η αντίθεση εκδηλώνεται προς την πλευρά από την οποία ακριβώς η ελληνική οικονομία και κοινωνία περιμένει βοήθεια. Και δεν είναι μόνο φυσικά η θεσμική, διακρατική συνδρομή που προσδοκάμε. Είναι παράλληλα και κυρίως η εκδήλωση ενδιαφέροντος για την πραγματοποίηση μεγάλων επενδύσεων. Πώς θα έρθουν αυτές οι επενδύσεις, όταν το κόμμα που στηρίζει την Κυβέρνηση τρέφει τέτοια εκτίμηση προς τους φορείς τους;
Δεύτερον, διεκδικεί αυξημένο ρόλο στη διαμόρφωση των πολιτικών που θα εφαρμόσει σε κάθε τομέα της δραστηριότητάς της η Κυβέρνηση. Αυτό σημαίνει ότι θα φτάσει σε άρνηση εγκρίσεως των εκάστοτε μέτρων; Άγνωστο. Εκείνο που είναι γνωστό και βέβαιο είναι πως από έναν τέτοιο συνεχή διάλογο μεταξύ «κόμματος» και «Κυβέρνησης» θα έχουμε σε κάθε περίπτωση αναστολές και απώλεια πολύτιμου χρόνου.
Τρίτον, το τμήμα του κόμματος που φέρεται ως «συνείδηση» του ΣΥΡΙΖΑ πέραν του ότι με τη δράση του υπονοεί ότι η «Κυβέρνηση» την έχει χάσει, αποδεικνύει εμπράκτως ότι βρίσκεται πολύ μακριά από τις πραγματικές ανάγκες και αγωνίες του χειμαζόμενου πολίτη. Τα στελέχη δηλαδή που επαίρονται ότι είναι στην πρωτοπορία της «διεθνούς αριστεράς» στον αγώνα της, ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο να παραμείνουν στην πρωτοπορία αυτή παρά να εγκύψουν στα άμεσα προβλήματα της οικονομίας και του πολίτη. Και αυτό σημαίνει αποκοπή από την πραγματικότητα που αντιμετωπίζει η χώρα.
Τέταρτο, το τμήμα του κόμματος που διεκδικεί «τον ρόλο του» στο κυβερνητικό γίγνεσθαι δεν δρα με την δέουσα και επιβαλλόμενη από την φύση των πολιτικών πραγμάτων αμεσότητα και ευθύτητα, αλλά με υπολογισμό. Το τελευταίο αυτό αποδεικνύεται περίτρανα με την κωμικοτραγική περίπτωση Δ. Καμμένου. Οι πάντες εγνώριζαν τι είχε πει ο πολιτικός των ΑΝ.ΕΛΛ, πολύ πριν τις εκλογές. Έστω ότι ο ίδιος ο κ. Τσίπρας και οι άμεσοι συνεργάτες και σύμβουλοί του το αγνοούσαν (πράγμα που μάλλον αποκλείεται). Εκείνοι όμως, όπως αποδεικνύεται από την εκ των υστέρων αξίωσή τους να αποπεμφθεί από την Κυβέρνηση- όπερ και εγένετο αμέσως- το ήξεραν από την πρώτη στιγμή που «ακούστηκε» το όνομά του μεταξύ των «υπουργοποιήσιμων». Και δεν είπαν τίποτε, αλλά περίμεναν.
Λυπάμαι, αλλά πρέπει να πω ότι η ενέργεια αυτή δεν αποσκοπεί στην «εξυγίανση» της Κυβέρνησης, αλλά στο να εκτεθεί προσωπικά ο πρωθυπουργός από την πρώτη κιόλας μέρα της αναλήψεως των καθηκόντων του και με την πρώτη του πράξη, τον σχηματισμό της Κυβέρνησής του. Ότι δε, αποκλειστικός στόχος της παρέμβασης αυτής των «53» ήταν να δειχθεί η «λάθος επιλογή» του κ. Τσίπρα, αποδεικνύεται ότι δεν θίγονται καθόλου από το γεγονός ότι ο κ. Δ. Καμμένος, ως βουλευτής, θα συμπράττει με αυτούς, ψηφίζοντας τους νόμους που θα φέρνει η Κυβέρνηση με και μετά την έγκρισή τους.
Και για να κλείσει ο κύκλος αυτός της απαξίωσης πραγμάτων προσώπων και διαδικασιών, πρέπει να λεχθεί ότι αυτό το παιγνίδι των «πολιτικών παγίδων» από τη μια και των ασυγγνώστων επιπολαιοτήτων από την άλλη, μπορεί να στέκει και να αποδίδει καρπούς σε επίπεδο συλλογικών σχέσεων και αντιθέσεων, είναι όμως απαράδεκτο και πολλαπλώς επιζήμιο να παίζεται σε κυβερνητικό επίπεδο.
Ο Ανδρέας Χ. Ζούλας ήταν αρχισυντάκτης στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων την περίοδο 1981 – 2001
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια