Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
|
Από τότε και καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κάποιοι εκ των συνομιλητών του έθεταν τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ αντιμέτωπο με την εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση που θα αντιμετώπιζε όταν θα κέρδιζε τις εκλογές. Ήταν από τότε προφανές πως οι δανειστές όχι μόνο δεν θα έκαναν πίσω από τις απαιτήσεις τους επειδή οι Έλληνες θα είχαν ψηφίσει εναντίον του Μνημονίου, αλλά αντιθέτως θα επιδίωκαν να “ξεβρακώσουν” πολιτικά τη νέα κυβέρνηση. Πρώτον, για να μη ρηγματωθεί το δόγμα της λιτότητας. Δεύτερον για να στείλουν ένα αποτρεπτικό μήνυμα στα άλλα κινήματα που αμφισβητούν τη νεοφιλελεύθερη οικονομική ορθοδοξία.
Ο Τσίπρας, όμως, είχε αγκιστρωθεί στο επιχείρημα πως η Ελλάδα είναι συστημικός κίνδυνος. Ως εκ τούτου, πίστευε ότι τα αφεντικά της Ευρωζώνης θα αναγκάζονταν να διαπραγματευθούν με την αποφασισμένη κυβέρνησή του έναν έντιμο συμβιβασμό για να αποτρέψουν ανεπιθύμητους κλυδωνισμούς.
Το αξιοσημείωτο είναι πως αυτό δεν ήταν απλώς μία προεκλογική ρητορική για να ξεπεράσει δύσκολα ερωτήματα. Στην πραγματικότητα, ήθελε να πιστεύει όσα έλεγε. Ήταν ένας τρόπος να ξορκίζει τη σκοτεινή προοπτική και να διατηρεί ανέπαφο το όνειρο. Η τύχη, άλλωστε, τον είχε ευνοήσει σκανδαλωδώς. Από το περιθώριο της Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ τον είχε στείλει στον προθάλαμο της πρωθυπουργίας. Γιατί, λοιπόν, να πιστέψει πως το άστρο του θα τον εγκατέλειπε όταν θα σχημάτιζε κυβέρνηση;
Δεν ήταν, όμως, μόνο η ψυχολογική του ανάγκη που τροφοδοτούσε τη μετέωρη αισιοδοξία του. Ήταν και ο ιδιότυπα αφελής ευρωπαϊσμός του. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, το κυρίαρχο ρεύμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, παραλλήλως με την κριτική που ασκεί, τρέφει μία εξιδανικευμένη εικόνα για τον τρόπο που λειτουργεί το ευρωπαϊκό διευθυντήριο.
Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι στη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, όπως ομολόγησε ο ίδιος ο πρωθυπουργός, περιορίσθηκαν σε προφορικές υποσχέσεις και δεν απαίτησαν να υπάρξει γραπτή δέσμευση για τη χρηματοδότηση της Ελλάδας ώστε να ανταποκριθεί στις δανειακές υποχρεώσεις της κατά τη διάρκεια της τετράμηνης μεταβατικής περιόδου.
Έχοντας συνείδηση σε ποια κατάσταση βρισκόταν η ελληνική οικονομία, στο ευρωιερατείο είχαν την τάση να θεωρούν σχεδόν δεδομένο ότι μόλις γινόταν πρωθυπουργός ο Τσίπρας θα έκανε γρήγορα την περιβόητη “κωλοτούμπα”. Όταν μετά τις 25 Ιανουαρίου φάνηκε πως δεν ήταν διατεθειμένος να μπει στο μνημονιακό μονοπάτι, του πέρασαν τη θηλιά στον λαιμό.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Η πρόκληση ελεγχόμενης ασφυξίας, σε συνδυασμό με το κλίμα αβεβαιότητας που συστηματικά καλλιέργησαν με αλλεπάλληλες δηλώσεις ο Σόιμπλε και άλλοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, προκάλεσαν αιμορραγία στο τραπεζικό σύστημα, πάγωσαν την αγορά και βεβαίως ούτε λόγος για επενδύσεις. Μπορεί το προηγούμενο διάστημα η κυβέρνηση να μην έλαβε υφεσιακά μέτρα, αλλά αφέθηκε να παρασυρθεί σε μία φθοροποιό διαπραγματευτική διελκυστίνδα με αποτέλεσμα η οικονομία να υποστεί βαρύτατες βλάβες.
Για τον Τσίπρα, οι πέντε μήνες που βρίσκεται στο μέγαρο Μαξίμου είναι μία συνεχής επώδυνη και συχνά ανώμαλη προσγείωση σ’ ένα πλαίσιο που έχει οριοθετηθεί σύμφωνα με τις προδιαγραφές του ευρωιερατείου. Ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί του δηλώνουν εδώ και αρκετό καιρό ότι η επίτευξη συμφωνίας είναι ζήτημα ημερών!
Οι διαβεβαιώσεις αυτές εξυπηρετούν τη σκοπιμότητα καθησυχασμού των καταθετών και αποτροπής τραπεζικού πανικού, αλλά εν μέρει αντανακλούν και δικές τους ψευδαισθήσεις. Είναι αποκαλυπτική η ομολογία του Τσίπρα προχθές στη Βουλή πως το σχέδιο συμφωνίας που του παρέδωσε ο Γιούνκερ ήταν γι’ αυτόν μία δυσάρεστη έκπληξη. Στο ίδιο μήκος κύματος και η δήλωση του Τσακαλώτου πως σοκαρίστηκε.
Από την ίδια ομιλία στη Βουλή, προκύπτει αβίαστα ότι ο πρωθυπουργός έτρεφε αυταπάτες και για το αποτέλεσμα της πολιτικής παρέμβασης που με τόση επιμονή επιζητούσε. Σωστά θεωρούσε πως όσο η διαπραγμάτευση παρέμενε αποκλειστικά στο επίπεδο των τεχνοκρατών, οι οποίοι ουσιαστικά επανέρχονταν στα μνημονιακά προαπαιτούμενα της 5ης αξιολόγησης, δεν υπήρχαν περιθώρια για έναν έντιμο συμβιβασμό.
Από την άλλη πλευρά, όμως, στο μέγαρο Μαξίμου έπρεπε να έχουν συνείδηση πως οι τεχνοκράτες δεν έκαναν του κεφαλιού τους. Εκτελούν εντολές. Στην πραγματικότητα, όλο το προηγούμενο διάστημα οι Ευρωπαίοι πολιτικοί ηγέτες κρύβονταν πίσω από τους τεχνοκράτες. Όταν ο κόμπος έφθασε στο χτένι και οι ίδιοι μπήκαν στο γήπεδο, είδαμε την πρότασή τους.
Ο πρωθυπουργός εξέφρασε την ελπίδα πως πρόκειται για διαπραγματευτικό ελιγμό και πως η εν λόγω πρόταση στη συνέχεια θα αποσυρθεί. Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, η εντύπωση που ο Τσίπρας αποκόμισε από την πολύωρη συνομιλία του με τον Γιούνκερ, είναι ότι στην επόμενη φάση των διαπραγματεύσεων το σχέδιο θα αλλάξει ποιοτικά.
Η ειδική αναφορά του στην κατάργηση του ΕΚΑΣ και στην αύξηση του ΦΠΑ για τα τιμολόγια της ΔΕΗ κατά 10 μονάδες δεν είναι τυχαία. Έγινε όχι μόνο λόγω του αναμφισβήτητου συμβολικού χαρακτήρα τους, αλλά και επειδή πήρε το μήνυμα πως τα δύο αυτά μέτρα μπήκαν στο καλάθι για να βγουν. Στην πραγματικότητα πρόκειται για εφαρμογή της κλασικής συνταγής του Χότζα.
Κοινοτική πηγή αναγνωρίζει ότι το σχέδιο των δανειστών είναι μαξιμαλιστικό και για λόγους διαπραγματευτικής τακτικής, αλλά και επειδή έπρεπε να γεφυρωθούν οι διαφορές στους κόλπους των δανειστών. Είναι γνωστό ότι το ΔΝΤ πίεζε όχι μόνο για επιβολή σκληρών μέτρων, αλλά και για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.
Στη συνάντηση των πέντε (Μέρκελ, Ολάντ, Γιούνκερ, Ντράγκι και Λαγκάρντ) ο συμβιβασμός που επήλθε ήταν σε βάρος της Ελλάδας. Το ΔΝΤ υποχώρησε στην απαίτησή του για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους λόγω της άρνησης των Ευρωπαίων και οι Ευρωπαίοι αποδέχθηκαν τη συμπερίληψη στην πρόταση των σκληρών μέτρων του Ταμείου. Μόνο η πλευρά Σόιμπλε πήρε δύο στα δύο.
Η ίδια κοινοτική πηγή αναφέρει πως, από την άλλη πλευρά, στους κόλπους των δανειστών επικράτησε η άποψη πως πρέπει να αποφευχθεί η αθέτηση πληρωμών της Ελλάδας και πολύ περισσότερο μία ρήξη, επειδή θα μπορούσε να προκαλέσει μία ανεξέλεγκτη δυναμική με ανεπιθύμητες συνέπειες. Γι’ αυτό και ανέθεσαν στον Γιούνκερ, παρά τις διαμαρτυρίες του Σόιμπλε, να χειρισθεί τον Τσίπρα, λόγω της σχέσης εμπιστοσύνης που έχει διαμορφώσει μαζί του. Παραλλήλως, παρεμβαίνει όποτε χρειάζεται και το δίδυμο Μέρκελ-Ολάντ.
Έτσι, αποφασίσθηκε το σχέδιο των δανειστών να μην είναι τελεσίγραφο. Είναι δεδομένο, όμως, πως θα επιμείνουν να είναι αυτό η βάση της περαιτέρω διαπραγμάτευσης. Αντιθέτως, η Αθήνα θέλει βάση να είναι το δικό της σχέδιο. Για να ξεπεράσει αυτό το εμπόδιο ο Γιούνκερ έχει ζητήσει από την Αθήνα εναλλακτικές προτάσεις, υποσχόμενος ότι και η Κομισιόν θα ετοιμάσει εναλλακτικές προτάσεις ως προς το ελληνικό σχέδιο.
Η τακτική που έχει επιλεγεί έναντι του Έλληνα πρωθυπουργού δεν είναι η τακτική Σόιμπλε. Δεν του βάζουν το πιστόλι στον κρόταφο για να απαιτήσουν την χωρίς προσχήματα και άνευ όρων παράδοσή του. Φοβούνται πως σε μία τέτοια περίπτωση, ίσως τον εξωθούσαν σε κινήσεις που θέλουν να αποφύγουν. Γι’ αυτό και έχουν υιοθετήσει μία ευέλικτη τακτική, που συνδυάζει το μαστίγιο με το καρότο. Τον πιέζουν, αλλά και του αφήνουν διεξόδους, του υπογραμμίζουν τον κίνδυνο, αλλά και του καλλιεργούν προσδοκίες. Πιστεύουν πως κατ’ αυτόν τον τρόπο θα εξωθήσουν την Αθήνα σε νέες υποχωρήσεις και θα την ρυμουλκήσουν σ’ ένα συμβιβασμό που θα είναι πολύ πιο κοντά στη δική τους πρόταση παρά στην ελληνική.
Στο πλαίσιο της ιδιότυπης αυτής διελκυστίνδας εγγράφεται και η φιλολογία για τρίτη παράταση του υφιστάμενου προγράμματος μέχρι το φθινόπωρο ή και μέχρι το τέλος του χρόνου, εάν δεν προκύψει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ο Τσίπρας, όμως, θέλει να αποφύγει μία κάποια συμφωνία μόνο και μόνο για να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση που είναι αναγκαία για να πληρωθούν οι υψηλές δανειακές υποχρεώσεις της Ελλάδας τους καλοκαιρινούς μήνες.
Γνωρίζει πως οι δανειστές δεν είναι διατεθειμένοι να αφήσουν την Ελλάδα να χρεοκοπήσει. Γι’ αυτό και πιέζει για μία συμφωνία-λύση που θα διαλύσει οριστικά το κλίμα αβεβαιότητας και θα αντιμετωπίσει μαζί με τα ζητήματα που ενδιαφέρουν τους δανειστές και το ζήτημα της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους και το ζήτημα μίας αναπτυξιακής προοπτικής.
Η κίνηση να πληρωθούν οι δόσεις προς το ΔΝΤ όλες μαζί στο τέλος Ιουνίου αντανακλά την πρόθεση της κυβέρνησης να στείλει ένα μήνυμα πως ο κόμπος έχει φθάσει στο χτένι και πως εάν δεν προκύψει εγκαίρως συμφωνία-λύση, η ρήξη εκ των πραγμάτων θα καταστεί αναπόφευκτη με ό,τι αυτή συνεπάγεται. Μήνυμα προς την ίδια κατεύθυνση, αλλά με γεωπολιτικό χαρακτήρα ήταν και το τηλεφώνημα του Τσίπρα στον Πούτιν. Ήταν μία έμμεση πίεση προς τον Ομπάμα να πιέσει τη Μέρκελ και τον Ολάντ στη σύνοδο κορυφής των G7 που πραγματοποιείται στη Γερμανία.
Σύμφωνα με κοινοτικό παράγοντα, στις διαπραγματεύσεις επενεργούν δύο αντίρροπες δυνάμεις. Από τη μία πλευρά είναι η μεγάλη απόσταση που χωρίζει τις θέσεις των δύο πλευρών και η οποία δεν είναι καθόλου εύκολο να καλυφθεί. Από την άλλη πλευρά, όμως, υπέρτεροι λόγοι ωθούν και τις δύο πλευρές προς μία συμφωνία. Η ατμόσφαιρα που επικρατεί είναι ατμόσφαιρα επικείμενης συμφωνίας κι αυτό πλέον είναι ομολογημένο. Όπως επισημαίνει, επ’ αυτού του ζητήματος οι διαπραγματευτικές μπλόφες έχουν αποσυρθεί από το τραπέζι.
Ο ίδιος παράγοντας υπενθυμίζει πως η παράδοση στην ΕΕ μας διδάσκει πως όποτε υπήρχε τέτοια ατμόσφαιρα τελικώς βρισκόταν λύση, έστω και την τελευταία στιγμή, έστω κι αν χρειαζόταν να επινοηθούν πρωτόγνωροι τρόποι. Προσθέτει, μάλιστα, πως η σύγκλιση ως προς τα πρωτογενή πλεονάσματα τα επόμενα χρόνια είναι μία καλή βάση.
Όπως σημειώνει η ίδια πηγή, οι δανειστές ουσιαστικά δεν έκαναν παραχώρηση. Απλώς προσαρμόσθηκαν στην πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί στην ελληνική οικονομία. Ακόμα και εάν υποχρέωναν την Αθήνα να αποδεχθεί μεγαλύτερα πρωτογενή πλεονάσματα, η επίτευξή τους θα ήταν αδύνατη σίγουρα για το 2015 και κατά πάσα πιθανότητα για το 2016. Για τον Τσίπρα, όμως, όπως φάνηκε και στην προχθεσινή συζήτηση στη Βουλή, ήταν κεντρικό επιχείρημα και προς το εσωκομματικό ακροατήριο και προς την αντιπολίτευση.
Δημοσιεύτηκε στο ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ το Σάββατο 6 Ιουνίου 2015
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια