Γράφει ο Αλέξανδρος Τάρκας
Η επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στο Βερολίνο προβάλλεται, ορθώς, από το μεγαλύτερο μέρος των μέσων ενημέρωσης ως κρισιμότατη καμπή διαπραγμάτευσης για την ελληνική οικονομία, αν και δεν έλειψαν πάλι οι γραφικές φωνές περί «εξαναγκασμού» της καγκελαρίου στην αποστολή πρόσκλησης προς τον πρωθυπουργό.
Στην πραγματικότητα, η κυρία Μέρκελ έχει ήδη ακυρώσει, ντε φάκτο, το σχέδιο της ελληνικής κυβέρνησης για την έγερση ζητήματος πολιτικής διαπραγμάτευσης και μεγαλύτερης αλληλεγγύης κατά τη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε., αύριο, στις Βρυξέλλες. Ακόμα κι αν υπήρχε περιθώριο τέτοιας συζήτησης ή αν ο Ελληνας πρωθυπουργός καταφέρει να το αναδείξει με μια παρέμβαση ελάχιστων λεπτών (ή σε μια ξεχωριστή σύσκεψη), κανένας άλλος από τους παριστάμενους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων δεν έχει πλέον συμφέρον να αναμειχθεί στην αντιπαράθεση.
Η αιτία σιωπής και τήρησης αποστάσεων από τους εταίρους είναι ότι το θέμα εξελίχθηκε σε διμερή διαφορά Ελλάδας - Γερμανίας. Ακόμα κι αν η διαπίστωσή τους δεν είναι αληθής, όλοι έχουν συμφέρον να υποκρίνονται ότι εξελίχθηκε σε διμερές πρόβλημα κατά πολιτική επιλογή της Αθήνας. Δυστυχώς, η (εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης) διαπραγματευτική τακτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ από την επομένη των εκλογών και η σπατάλη χρόνου σε «βαρουφακισμούς» μέχρι και σήμερα αξιοποιήθηκαν, όπως ήταν οφθαλμοφανές και αναμενόμενο, από το διπλωματικό οδοστρωτήρα του Βερολίνου.
Η κυρία Μέρκελ, ο υπουργός Οικονομικών Β. Σόιμπλε και, δευτερευόντως, ο υπουργός Εξωτερικών Φ. Στάινμαγερ εκμεταλλεύτηκαν τον άφθονο χρόνο που τους πρόσφερε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, πριν και μετά τη μεταβατική συμφωνία του Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου, για να κλείσουν τα όποια μέτωπα και τις όποιες χαραμάδες με άλλες κυβερνήσεις και φορείς. Η Γαλλία έλαβε διετή παράταση για την υπέρβαση του ελλείμματός της, οι χώρες του Νότου επιβεβαίωσαν ρυθμίσεις που τις διαχωρίζουν από την «ξεχωριστή» περίπτωση της Ελλάδας και οι διαφορές απόψεων ΔΝΤ - Γερμανίας λειάνθηκαν σε μεγάλο βαθμό.
Ο δε πρόεδρος της Κομισιόν Ζ. Γιούνκερ ελέγχεται πλήρως από το Βερολίνο το οποίο, αφού τον εξευτέλισε κατά τη διαδικασία εκλογής του το καλοκαίρι, έχει αναδειχθεί σε αποκλειστικό και διαρκή κριτή των επιδόσεών του. Είναι απορίας άξιον πώς και η κυβέρνηση Τσίπρα επανέλαβε το λάθος της κυβέρνησης Σαμαρά (για το οποίο η «δημοκρατία» προειδοποιούσε από τον Οκτώβριο), αναμένοντας ότι ο κ. Γιούνκερ έχει ειδικό βάρος και θα (μας) τα λύσει όλα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι την 1η Φεβρουαρίου ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γ. Δραγασάκης εξήγγειλε «οδικό χάρτη» Τσίπρα - Γιούνκερ για πολιτική συμφωνία εντός ολίγων ημερών, ενώ ακόμα και μέχρι το πρωί της περασμένης Παρασκευής 13 Μαρτίου το Μαξίμου άφηνε να διαρρεύσει επικείμενη συμφωνία για κονδύλια από το «αναπτυξιακό πακέτο Γιούνκερ». Αντ' αυτών, ο πρόεδρος της Κομισιόν δήλωσε, εν ψυχρώ, ότι «δεν έχει υπάρξει πρόοδος στα συμφωνηθέντα και δεν είμαι ικανοποιημένος», ενώ ακόμα και ο ευρωυπάλληλος Μ. Σχοινάς προχθές προσέβαλε δημόσια τον πολιτικό λόγο του πρωθυπουργού, δηλώνοντας ότι προέχει η πρόοδος στα τεχνικά θέματα.
Σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο οι ελληνογερμανικές συζητήσεις της προσεχούς Δευτέρας θα είναι οι σκληρότερες από την αρχή της κρίσης. Εγκυρες πληροφορίες από τη γερμανική πρωτεύουσα αναφέρουν ότι οι όποιες υποσχέσεις διευκόλυνσης, μέσω αύξησης του ορίου έκδοσης εντόκων γραμματίων ή χορήγησης τμήματος από την εκκρεμή δόση των 7,2 δισ., θα εξαρτηθούν όχι μόνον από την ολοκλήρωση των συζητήσεων με τα τεχνικά κλιμάκια της τρόικας και το Brussels Group στην παρούσα φάση, αλλά και από τη δέσμευση χειροπιαστής προόδου τους και τις επόμενες εβδομάδες.
Κατά τις ίδιες πηγές, μια ευρύτερη πολιτική συζήτηση έχει τον κίνδυνο να ομοιάζει περισσότερο με όσα ακολούθησαν τη Σύνοδο των Καννών, τον Νοέμβριο του 2011, με την προειδοποίηση των εταίρων ότι ενδεχόμενο δημοψήφισμα (ή παρόμοια διλήμματα) θα αφορά την επιλογή μεταξύ ευρώ και δραχμής και όχι την επιλογή μεταξύ σκληρών ή ηπιότερων μέτρων.
Με αυτά τα δεδομένα, η γερμανική πλευρά, όπως έχει ήδη διαφανεί από τον (μη διαψευσθέντα) διάλογο Σόιμπλε - Βαρουφάκη περί υποβοηθούμενης εξόδου από το ευρώ, εξετάζει τρία ενδεχόμενα: πρώτον, το Grexit, δεύτερον, μια βήμα βήμα (step by step) προσέγγιση και, τρίτον, ίσως (σε μεταγενέστερο χρόνο) ελάφρυνση του χρέους με την επιμήκυνση πληρωμών και μειωμένα επιτόκια.
Το εσωκομματικό και πολιτικό πρόβλημα για την κυβέρνηση και, κατ' επέκταση, για την Ελλάδα ολόκληρη είναι ότι, χωρίς τη διαδικασία step by step, που προϋποθέτει σκληρότατα μέτρα λιτότητας (όπως κι αν βαφτιστούν), θα απολεσθεί για πάντα η ευκαιρία για το χρέος και οι πάντες θα μας ωθούν προς πολύ χειρότερες επιλογές και κατευθύνσεις.
* Ο Αλέξανδρος Τάρκας είναι εκδότης του περιοδικού «Aμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη.
Εφημερίδα Δημοκρατία
** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια