Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
|
Και δεν έχουν άδικο. Απέχουμε αρκετά ακόμα από μία συμφωνία, αλλά φαίνεται πως υπάρχουν και η αναγκαία πολιτική βούληση και κοινοί παρονομαστές.
Όλα δείχνουν, λοιπόν, ότι
σ’ αυτή την πρώτη κρίσιμη δοκιμασία νικητής θα βγει το σενάριο των
διαπραγματεύσεων με σκοπό ένα συμβιβασμό κι όχι το σενάριο της σύγκρουσης και
της ρήξης. Αναμφίβολα, υπήρχαν ισχυροί πολιτικοί λόγοι που ωθούσαν το Βερολίνο
και άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να τραβήξουν το χαλί κάτω από τα πόδια της
κυβέρνησης Τσίπρα. Ο φόβος, όμως, μίας ανεξέλεγκτης αποσταθεροποίησης της
Ευρωζώνης ως αποτέλεσμα της ρήξης με την Αθήνα και του Grexit, επέβαλε δεύτερες
και πιο φρόνιμες σκέψεις στο ευρωιερατείο. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζουν καλά
ενημερωμένες πηγές στις Βρυξέλλες.
Η Αθήνα, άλλωστε, φρόντισε
εξαρχής να προβεί σε κάποιες κινήσεις καλής θέλησης, όπως ήταν η εγκατάλειψη
του αιτήματος για άμεσο κούρεμα του χρέους και η δέσμευσή της για πρωτογενές
πλεόνασμα 1,5%. Πρόθεσή της ήταν να διευκολύνει τις δυνάμεις στην Ευρωζώνη που
προσπαθούν να αποτρέψουν τη ρήξη, αλλά και τον πρόεδρο Ομπάμα, ο οποίος επίσης
πίεσε προς την ίδια κατεύθυνση.
Σ’ αυτή τη φάση κεντρικός
στόχος της κυβέρνησης Τσίπρα είναι να ενταφιάσει το προηγούμενο μνημονιακό
πρόγραμμα και την Τρόικα των υπαλλήλων ως μηχανισμό ελέγχου. Αυτό δεν έχει μόνο
κρίσιμη σημασία στο επίπεδο του πολιτικού συμβολισμού. Έχει και πρακτική
σημασία, αφού το Μνημόνιο συνεπάγεται επώδυνα μέτρα, τα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ και οι
ΑΝΕΛ δεν είναι διατεθειμένοι ούτε να συζητήσουν.
Έχουν συνείδηση, όμως, πως
όσο η Ελλάδα παραμένει αποκλεισμένη από τις Αγορές δεν έχει περιθώρια να απορρίψει
κάθε πρόγραμμα προσαρμογής και να απαλλαγεί από κάθε εποπτεία. Γι’ αυτό και επιδιώκουν
τη μεταβατική συμφωνία (συμφωνία-γέφυρα κατά Βαρουφάκη), η οποία θα εξασφαλίσει
τον αναγκαίο χρόνο (μέχρι τον Ιούνιο ή τον Αύγουστο) για να διαπραγματευθούν με
την Ευρωζώνη μία νέα συμφωνία-πακέτο (το αποκαλούμενο νέο συμβόλαιο), αλλά και
τη χρηματοδοτική κάλυψή της Ελλάδας γι’ αυτό το διάστημα.
Στο πλαίσιο αυτό η Αθήνα αρνείται
την τελευταία δόση των 7,2 δισ από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM),
επειδή η εκταμίευσή της είναι συνδεδεμένη με το μνημονιακό πρόγραμμα. Πιο
συγκεκριμένα με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης που εκκρεμεί από το φθινόπωρο, η
οποία με τη σειρά της εξαρτάται από την υλοποίηση 18 προαπαιτουμένων. Για να
μπορέσει η κυβέρνηση Τσίπρα να ανταποκριθεί στις δανειακές της ανάγκες ζητάει:
·
Πρώτον, να της επιστραφεί –όπως έχει συμφωνηθεί– το
ύψους 1,9 δισ κέρδος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) από τη μέχρι τώρα
αποπληρωμή στο ακέραιο των ελληνικών ομολόγων.
·
Δεύτερον, το πλαφόν για την έκδοση εντόκων
γραμματίων του ελληνικού δημοσίου να αυξηθεί από τα 15 στα 25 δις, δεδομένου
ότι η κυβέρνηση Σαμαρά είχε εξαντλήσει το όριο των 15 δισ.
·
Τρίτον, τα 11 δισ που είναι αδιάθετα στο Ταμείο
Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας να χρησιμοποιηθούν για να καλύψουν τη ζημιά που
θα προκύψει στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα από τη ρύθμιση για τα "κόκκινα
δάνεια".
Η εν εξελίξει διαπραγματευτική μάχη, όμως, δεν
αφορά τα παραπάνω ελληνικά αιτήματα. Όπως έχουμε προαναφέρει, αφορά την παραμονή
στον δρόμο του Μνημονίου ή αντιθέτως τον ενταφιασμό του και την ομαλή μετάβαση
σ’ ένα νέο πρόγραμμα, το οποίο θα προκύψει από διαπραγματεύσεις.
Την περασμένη Τετάρτη, στη σύνοδο του Eurogroup, ο Σόιμπλε και οι
σύμμαχοί του άσκησαν ασφυκτικές πιέσεις για να κάμψουν την ελληνική
αντιπροσωπεία και να την εγκλωβίσουν στο μνημονιακό πλαίσιο. Η απόρριψη, όμως,
του σχεδίου της κοινής ανακοίνωσης που μιλούσε για παράταση και ολοκλήρωση του
υφιστάμενου προγράμματος, ουσιαστικά κατέστησε παρελθόν και το Μνημόνιο και την
Τρόικα των υπαλλήλων ως μηχανισμό ελέγχου.
Ο Σόιμπλε προσπαθεί να εμφανίσει τη δεδομένη πλέον
αντικατάσταση της Τρόικας των υπαλλήλων ως μηχανισμού ελέγχου από την εποπτεία
των ευρωπαϊκών θεσμών (με πρωτεύοντα τον ρόλο της Κομισιόν) σαν ανούσια
μετονομασία που σκοπό έχει να ικανοποιήσει επικοινωνιακές ανάγκες της
κυβέρνησης Τσίπρα. Στην Αθήνα, όμως, διαβεβαιώνουν ότι μαζί με το όνομα θα
αλλάξει και η ουσία.
Με το προηγούμενο καθεστώς οι υπάλληλοι της Τρόικας
όχι μόνο είχαν απόλυτη πρόσβαση στους κρατικούς μηχανισμούς, αλλά και έδιναν
εντολές στους υπουργούς. Σ’ ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, είχαν υποχρεώσει τη
Βουλή να αναιρέσει αυτό που είχε ψηφίσει πριν μερικές ημέρες! Μόνο ο χρόνος θα
δείξει εάν τελικώς θα αλλάξει πράγματι το καθεστώς των ελέγχων ή η αλλαγή θα περιορισθεί
στο όνομα.
Το Βερολίνο και οι σύμμαχοί του απαιτούν ακόμα από
την Αθήνα να υποβάλει αίτημα για παράταση. Οι Τσίπρας και οι επιτελείς του,
όμως, αρνούνται. Το επιχείρημά τους είναι ότι εάν το υποβάλλουν τέτοιο αίτημα
θα αναγνωρίσουν το Μνημόνιο, γεγονός που με τη σειρά του θα δώσει πολιτικό
έρεισμα στην απαίτηση του ευρωιερατείου να ικανοποιηθούν και οι ανειλημμένες
από την κυβέρνηση Σαμαρά δεσμεύσεις.
Αν και οι δύο πλευρές δεν έχουν μετακινηθεί
επισήμως από τις θέσεις τους, είναι σαφές ότι αναζητούν μία συμβιβαστική
φόρμουλα για τη μετάβαση από την προηγούμενη κατάσταση σε μία νέα. Η
καγκελάριος έδωσε το στίγμα της πρόθεσής της να υποχωρήσει από τη μέχρι τώρα
αδιάλλακτη θέση της, δηλώνοντας ότι αναζητείται ένας συμβιβασμός με την Ελλάδα.
Σύμφωνα με πληροφορίες από το Eurogroup, δεν πρόκειται να
δώσουν στην Αθήνα τον χρόνο και τη χρηματοδοτική κάλυψη που ζητάει, χωρίς να
εξασφαλίσουν ανταλλάγματα. Γι’ αυτό και η συμφωνία-γέφυρα εκ των πραγμάτων
τείνει να μετατραπεί σε ενδιάμεση συμφωνία, η οποία θα περιλαμβάνει και
συγκεκριμένες ελληνικές δεσμεύσεις. Η κυβέρνηση δεν έχει αντίρρηση. Γι’ αυτό στη
συνάντηση Τσίπρα-Ντάισελμπλουμ αποφασίσθηκε να συνεχισθούν οι διαπραγματεύσεις
όχι μόνο για τη διαδικασία, αλλά και για την ουσία.
Ο επικεφαλής του Συμβουλίου Οικονομικών
Εμπειρογνωμόνων Χουλιαράκης με συνεργάτες του παρέμειναν στις Βρυξέλλες για να
κοστολογήσουν από κοινού με στελέχη της Κομισιόν και του Euroworking Group τις
προγραμματικές δηλώσεις. Η διαδικασία αυτή, ωστόσο, είναι ολισθηρή. Όπως
επισημαίνει έμπειρο στέλεχος της Κομισιόν, επιδιώκουν να εγκλωβίσουν την
κυβέρνηση Τσίπρα σε μία διαπραγμάτευση λογιστικού κι όχι πολιτικού χαρακτήρα,
όπου η ελευθερία της Αθήνας θα είναι να επιλέγει δημοσιονομικά ισοδύναμα, όπως
συνέβαινε μέχρι τώρα.
Οι τεχνοκράτες ήδη αναζητούν και τους κοινούς
τόπους που υπάρχουν στις προγραμματικές δηλώσεις του Τσίπρα και στο Μνημόνιο. Υπενθυμίζουμε
ότι ο Βαρουφάκης έχει δώσει και ποσοστά: 70% των μέτρων του Μνημονίου είναι
αποδεκτά, ενώ τα υπόλοιπα 30% είναι απαράδεκτα ως τοξικά. Προφανώς, η δήλωσή
του εντάσσεται στη δημόσια διπλωματία που ασκεί όλο αυτό το διάστημα. Δεν
είναι, όμως, παντελώς αβάσιμη.
Η κυβέρνηση δεν έχει κανένα λόγο να διαφωνήσει με
μία σειρά μνημονιακών δεσμεύσεων, οι οποίες αφορούν αυτονόητους εκσυγχρονισμούς
και βελτίωση της λειτουργίας των κρατικών μηχανισμών. Αυτό ισχύει περισσότερο
με δεσμεύσεις που είναι και δικοί της στόχοι, όπως π.χ. η πάταξη του
λαθρεμπορίου και της φοροδιαφυγής, η διάλυση των άτυπων καρτέλ στην αγορά, η
καταπολέμηση της διαφθοράς και η επιβολή κανόνων που θα του συρρικνώσουν δραστικά το φαινόμενο
της διαπλοκής και τη δύναμη των ολιγαρχών.
Εκεί που υπάρχει χάσμα μεταξύ της ελληνικής
κυβέρνησης και των δανειστών είναι τα εργασιακά και τα μέτρα λιτότητας.
Διαφωνίες υπάρχουν και για τις αποκρατικοποιήσεις, αλλά σ’ αυτό το ζήτημα κυβερνητική
πηγή εμφανίζεται πιο αισιόδοξη, με την έννοια ότι δεν αποκλείει να βρεθούν κάποιες
συμβιβαστικές φόρμουλες. Η ίδια πηγή χαρακτηρίζει τα μέτρα για την αντιμετώπιση
της ανθρωπιστικής κρίσης εκτός διαπραγμάτευσης και προεξοφλεί ότι δεν θα
υπάρξει σοβαρό πρόβλημα στις διαπραγματεύσεις. Όπως είπε στο "Θέμα"
«ακόμα και ο Σόιμπλε αποδέχεται ότι κάτι πρέπει να γίνει σ’ αυτό το επίπεδο».
Αν και ακόμα υπάρχει πολύς δρόμος για να διανυθεί
και κατά πάσα πιθανότητα στη διαδρομή θα προκύψουν συγκρούσεις, οι πιθανότητες
ενός ναυαγίου είναι λίγες. Η πείρα μας διδάσκει πως όταν οι ενδοευρωπαϊκές διαπραγματεύσεις
φθάνουν σε τέτοιο σημείο σπανιότατα ναυαγούν.
Είναι κοινή η εκτίμηση σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες
ότι το ευρωιερατείο θα προσπαθήσει να κρατήσει όσο μπορεί πιο σφιχτά τα γκέμια
της κυβέρνησης Τσίπρα, αλλά το σενάριο του στραγγαλισμού έχει απομακρυνθεί. Για
την ακρίβεια, όπως διαβεβαιώνει μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, θα
συνεχισθεί και μάλιστα πιο αυστηρά η τακτική "χρηματοδότηση και υποστήριξη
έναντι μεταρρυθμίσεων".
Αναλυτές στα διεθνή ΜΜΕ παραλληλίζουν την εν
εξελίξει διαπραγμάτευση μεταξύ Ελλάδας και ευρωιερατείου σαν το παιχνίδι όπου
δύο αυτοκίνητα τρέχουν το ένα προς το άλλο και ο χαμένος είναι ο οδηγός που
στρίβει πρώτος για να αποφύγει την επερχόμενη μετωπική σύγκρουση. Αν και ο
παραλληλισμός έχει κάποια βάση δεν αποτυπώνει την ειδοποιό διαφορά.
Για το Βερολίνο η εν λόγω αναμέτρηση είναι
πρωτίστως ζήτημα πολιτικού κύρους που συνδέεται με την ικανότητά του να
επιβάλει τη βούλησή του στην ΕΕ. Για την πλειονότητα των Ελλήνων, όμως, η εν
λόγω αναμέτρηση είναι κάτι ακόμα σημαντικότερο: είναι ζήτημα επιβίωσης. Δεν
έχουν, άλλωστε, πολλά ακόμα να χάσουν. Μ’ αυτή την έννοια, σε μεγάλο βαθμό
έχουν το πλεονέκτημα των βρεγμένων που δεν φοβούνται τη βροχή. Πολύ περισσότερο
όταν έχουν ενισχυθεί οι δυνάμεις που δεν είναι διατεθειμένες να ρισκάρουν τη σταθερότητα
της Ευρωζώνης για να παίξουν το παιχνίδι εξουσίας του Βερολίνου.
Και μόνο το γεγονός ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός απέφυγε
να ζητήσει συνάντηση με τη Μέρκελ, όπως τον παρότρυναν πολλοί, είναι μία κίνηση
με ισχυρό πολιτικό συμβολισμό. Όχι μόνο επειδή βρίσκεται στον αντίποδα της πρακτικής
του Σαμαρά, αλλά κυρίως επειδή αμφισβητεί με καταλυτικό τρόπο την άτυπη
πρωτοκαθεδρία της Γερμανίας στην Ευρώπη.
Η στάση του Τσίπρα υπαγορεύθηκε από τη θέση του ότι
η Ελλάδα διαπραγματεύεται με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς κι όχι με το Βερολίνο.
Θέση απολύτως σύμφωνη με τις ιδρυτικές συνθήκες της ΕΕ. Όπως προβλέπει,
μάλιστα, πηγή στο Παρίσι, εάν ο Τσίπρας επιβιώσει στην πρωθυπουργία θα έχει
δημιουργήσει ένα πολιτικό προηγούμενο, το οποίο αναπόφευκτα θα βρει μιμητές και
σ’ άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Τα ρήγματα, άλλωστε, στη "γερμανική Ευρώπη"
είναι ήδη εμφανή, παρότι ακόμα είναι περιορισμένα. Το ελληνικό πρόβλημα έδωσε την
ευκαιρία στη σύνοδο του Eurogroup να αμφισβητηθεί συνολικότερα το
δόγμα της λιτότητας. Η στάση του Γάλλου και του Ιταλού υπουργού Οικονομικών
έδειξε ότι χρησιμοποιούν διπλωματικά την "ανταρσία" του Τσίπρα ως
διαπραγματευτικό όπλο στη διελκυστίνδα τους με το Βερολίνο αναφορικά με τη
χαλάρωση ή όχι των μέτρων λιτότητας. Την επομένη ημέρα, μάλιστα, ο αυστριακός
πρωθυπουργός Φάιμαν άσκησε δημόσια κριτική σ’ όσους περιμένουν να αποτύχει η
νέα ελληνική κυβέρνηση (για την ακρίβεια επιδιώκουν την πτώση της).
Την πιο αδιάλλακτη γραμμή
έναντι της ελληνικής πλευράς τηρούν οι κυβερνήσεις της Ισπανίας, της
Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας. Έχουν συνείδηση πως εάν ο Τσίπρας τα καταφέρει
θα καταρρεύσει το ιδεολόγημα του μνημονιακού μονόδρομου και οι ίδιες θα
εκτεθούν ανεπανόρθωτα στους δικούς τους ψηφοφόρους. Γι’ αυτό και ακόμα πιέζουν
το Βερολίνο να εμμείνει στην αρχική θέση του που συνοψίζεται στο δίλημμα "παράδοση
άνευ όρων ή στραγγαλισμός". Κι αυτό παρά το γεγονός ότι εάν η νέα ελληνική
κυβέρνηση τα καταφέρει εκ των πραγμάτων θα ευνοηθούν και οι δικές τους χώρες,
ως αδύναμοι κρίκοι της Ευρωζώνης.
Πρώτο Θέμα της Κυριακής 15-2-2015
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια