Γράφει ο Μελέτης Μελετόπουλος
|
Σκοπός του είναι η κυριαρχία, και όχι η εταιρική ευρωπαϊκή αλληλεγγύη.
Mέσω της οικονομίας προσπάθησε να επιτύχει αυτό που απέτυχε να πραγματοποιήσει δια των όπλων σε δύο παγκοσμίους πολέμους.
Ένας από τους λόγους που η Ελλάδα
χρεοκόπησε, είναι η διαφθορά του πολιτικού συστήματος, και αυτή
συνδέεται στενά με την υπόθεση της (γερμανικής) Siemens. Η χρεωκοπία
οδήγησε στην δανειακή εξάρτηση, και αυτήν προσπαθεί τώρα με λυσσαλέο
τρόπο να διατηρήσει η Γερμανία.
Η κυβέρνηση και μαζί της σύμπασα η ελληνική κοινωνία (πλην ολίγων), προσπαθεί τώρα να μεταβάλει έστω κάποιες μνημονιακές ρυθμίσεις επί το ευνοϊκότερο. Οι εταίροι, όμως, δεν φαίνονται διατεθειμένοι για σοβαρή μεταβολή του μείγματος πολιτικής που προβλέπει το μνημόνιο. Αλλά και οι όποιες οικονομοτεχνικές βελτιώσεις είναι διατεθειμένοι να κάνουν, θα είναι οριακές και προηγουμένως θα ζητηθεί η ταπείνωση της ελληνικής κυβέρνησης.
Το πρόβλημα είναι ότι, ακόμη κι αν από γερμανικής πλευράς προκύψει διάθεση οριακών βελτιώσεων και μας προσφέρουν νέο μνημόνιο με άλλο όνομα και άλλη συσκευασία, το τεράστιο χρέος δεν αποπληρώνεται. Ούτε μπορεί να επιτευχθεί αναθέρμανση του εμπορίου και παραγωγική ανασυγκρότηση με την ιδεοληπτική αντιπληθωριστική πολιτική που επιβάλλει το Βερολίνο.
Μόνον εάν υπάρξει μία θεαματική στροφή της γερμανικής και κατά συνέπεια της ευρωπαϊκής πολιτικής, είναι πιθανόν να εξευρεθεί μία βιώσιμη λύση στο ελληνικό πρόβλημα (π.χ. να δοθεί ένα είδος σχεδίου Μάρσαλ, που να διοχετευθεί στην ίδρυση και αρχική κεφαλαιακή χρηματοδότηση εγχώριων αγροτικών, τουριστικών και βιομηχανικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ή σε χαμηλότοκα δάνεια σε επιχειρηματίες.
Αλλά κάτι τέτοιο μάλλον αποκλείεται, διότι το Βερολίνο βλέπει την Ελλάδα ως αγορά εισαγομένων γερμανικών προϊόντων και δεξαμενή εργατών και υπαλλήλων με μισθούς επιπέδου Κίνας για τις γερμανικές βιομηχανίες, και όχι ως παραγωγική χώρα.
Όθεν (που λέγανε οι παλιότεροι): η κυβέρνηση να διαπραγματευτεί χωρίς να υποχωρήσει από τις «κόκκινες γραμμές της», και παράλληλα να ετοιμάσει σχέδιο επιστροφής στην Εθνική Νομισματική Κυριαρχία. Αν μας δει αποφασισμένους, μπορεί ο Σόϊμπλε και να υποχωρήσει. Αν δεν υπάρξει συνεννόηση, τότε τραβάμε ο καθένας τον (νομισματικό) δρόμο του. Και παραμένουμε φίλοι στα υπόλοιπα.
Η κυβέρνηση και μαζί της σύμπασα η ελληνική κοινωνία (πλην ολίγων), προσπαθεί τώρα να μεταβάλει έστω κάποιες μνημονιακές ρυθμίσεις επί το ευνοϊκότερο. Οι εταίροι, όμως, δεν φαίνονται διατεθειμένοι για σοβαρή μεταβολή του μείγματος πολιτικής που προβλέπει το μνημόνιο. Αλλά και οι όποιες οικονομοτεχνικές βελτιώσεις είναι διατεθειμένοι να κάνουν, θα είναι οριακές και προηγουμένως θα ζητηθεί η ταπείνωση της ελληνικής κυβέρνησης.
Το πρόβλημα είναι ότι, ακόμη κι αν από γερμανικής πλευράς προκύψει διάθεση οριακών βελτιώσεων και μας προσφέρουν νέο μνημόνιο με άλλο όνομα και άλλη συσκευασία, το τεράστιο χρέος δεν αποπληρώνεται. Ούτε μπορεί να επιτευχθεί αναθέρμανση του εμπορίου και παραγωγική ανασυγκρότηση με την ιδεοληπτική αντιπληθωριστική πολιτική που επιβάλλει το Βερολίνο.
Μόνον εάν υπάρξει μία θεαματική στροφή της γερμανικής και κατά συνέπεια της ευρωπαϊκής πολιτικής, είναι πιθανόν να εξευρεθεί μία βιώσιμη λύση στο ελληνικό πρόβλημα (π.χ. να δοθεί ένα είδος σχεδίου Μάρσαλ, που να διοχετευθεί στην ίδρυση και αρχική κεφαλαιακή χρηματοδότηση εγχώριων αγροτικών, τουριστικών και βιομηχανικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ή σε χαμηλότοκα δάνεια σε επιχειρηματίες.
Αλλά κάτι τέτοιο μάλλον αποκλείεται, διότι το Βερολίνο βλέπει την Ελλάδα ως αγορά εισαγομένων γερμανικών προϊόντων και δεξαμενή εργατών και υπαλλήλων με μισθούς επιπέδου Κίνας για τις γερμανικές βιομηχανίες, και όχι ως παραγωγική χώρα.
Όθεν (που λέγανε οι παλιότεροι): η κυβέρνηση να διαπραγματευτεί χωρίς να υποχωρήσει από τις «κόκκινες γραμμές της», και παράλληλα να ετοιμάσει σχέδιο επιστροφής στην Εθνική Νομισματική Κυριαρχία. Αν μας δει αποφασισμένους, μπορεί ο Σόϊμπλε και να υποχωρήσει. Αν δεν υπάρξει συνεννόηση, τότε τραβάμε ο καθένας τον (νομισματικό) δρόμο του. Και παραμένουμε φίλοι στα υπόλοιπα.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια