Γράφει ο Alexandros Raskolnick
Κάποτε, εμείς δεν τα ζήσαμε αυτά, οι κατακτητές και οι γερμανοτσολιάδες συνεργάτες τους, έσπαγαν με τους υποκόπανους των όπλων τους τις εξώθυρες των σπιτιών, για να ελέγχουν αν οι παππούδες μας έκρυβαν μέσα ασύρματους, όπλα ή αν περιέθαλπαν αντάρτες.
Ύστερα, ήρθε η απελευθέρωση και φύγανε οι κατακτητές κι εν τέλει η κατάσταση έμεινε μοναχά στα χέρια των γερμανοτσολιάδων∙ και για καιρό συνεχίστηκαν τα ίδια.
Αλλά τουλάχιστον όποιος γύρευε τη δουλειά του, όποιος δεν ήθελε να αλλάξει τον κόσμο, όποιος δήλωνε εθνικόφρονας, τα επόμενα χρόνια πρόκοβε και σιγά-σιγά επουλώνονταν οι πληγές. Τότε αυτοί, οι ίδιοι –πάντα οι ίδιοι-, μόνον έσπαγαν με τους υποκόπανους των όπλων τους τις εξώθυρες των σπιτιών των υπόπτων, για να ελέγχουν αν οι παππούδες μας έκρυβαν στις βιβλιοθήκες τους το κομμουνιστικό μανιφέστο ή τους «Λόγους» του Τάκη Μπενά. Τα ξέρει αυτά να σου τα διηγηθεί καλύτερα η Βάλια.
Αλλά, βρε αδελφέ, ακόμα και στην εποχή της Χούντας, αν ήσουν έντιμος βιοπαλαιστής, αν ήσουν ο περίφημος κυρ-Παντελής του τραγουδιού: "Πατρίς, θρησκεία και φαμελιά" και πλήρωνες τους φόρους σου και τα έφερνες βόλτα κουτσά-στραβά -και τις Δευτέρες σφούγγιζες πάντα με καθαρό μαντήλι τον τίμιο ιδρώτα σου από το μέτωπο, τότε που ήξερες ότι κανένας δεν θα έσπαγε την πόρτα του σπιτιού σου με τον υποκόπανο του όπλου του. Ήξερες ότι είχες την προστασία του Συντάγματος και κανείς δεν μπορούσε να σε προσβάλλει μέσα στο σπίτι σου.
Και πέρασαν τα χρόνια. Κι εκεί, βρε αδελφέ που σου έλεγαν ότι έχεις εμπεδώσει τη δημοκρατία κι είχες πια τακτοποιημένη και τη ζωή σου, με το κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου και το στεγαστικό σου δάνειο σχεδόν εξοφλημένο, κι εκεί που τα κουτσοβόλευες τα μικρά όνειρα της φαμελιάς σου και τα έφερνες βόλτα κατά το κοινώς λεγόμενο, τότε ήταν που αποφάσισαν ξαφνικά οι «αγορές» ότι δεν έχεις πλέον το αξιόχρεο και έδωσαν εντολή στα ανδρείκελα που μας κυβερνούν να μας φτωχύνουν, προκειμένου να… μην πτωχεύσουμε. Δηλαδή να φτωχύνουμε εμείς για να μην χάσουν τα λεφτά τους αυτοί που αφειδώς και ασυστόλως δάνειζαν όλα αυτά τα χρόνια τους ολετήρες που μας κυβέρνησαν και συνεχίζουν να μας κυβερνούν.
Ποιόν ρώτησαν οι θλιβεροί και ανάξιοι κυβερνήτες μας? Κανέναν! Δεν χρειαζόταν, άλλωστε, να ρωτήσουν κανέναν! Άφησαν να φυτρώσει στις ψυχές μας ο τρόμος που έσπειραν και συνεχίζουν να σπέρνουν καθημερινά, μέσα από τους διαύλους των εξωνημένων μέσων μαζικής εξαπάτησης της ανάπηρης Τηλεδημοκρατίας μας, με τα οποία διαπλέκονται οι άθλιοι που μας κυβερνούν∙ ο πανδαμάτορας τρόμος που μας έχει παραλύσει κι έχει πνίξει βαθιά μέσα μας την οργή μας.
Να τώρα όμως, έπειτα από τη συνεχή, ανενδοίαστη και πρωτοφανή καταστρατήγηση του Συντάγματος, έρχεται κι αυτό που μόνο οι κατακτητές και οι δοσίλογοι της κατοχής είχαν ως αναφαίρετο δικαίωμα. Δικαίωμα στη βία, τη βία του πολέμου. Ούτε εκείνοι, καλά-καλά, δεν μπορούσαν να εφορμούν μέσα στα σπίτια των ανθρώπων και να κλέβουν τα ασημικά. Αυτό που ούτε το δίκαιο του πολέμου δεν επιτρέπει, τώρα στην Ελλάδα επιτρέπεται και μάλιστα με απόφαση του νομικού συμβουλίου του χυδαίου μας κράτους.
Αυτό υποδηλώνει η είδηση, που λέει ότι χωρίς την παρουσία εισαγγελέα αλλά με απλή εισαγγελική εντολή, τα όργανα της εφορίας θα μπορούν να μπαίνουν στα σπίτια μας για να αναζητούν και να κατάσχουν χρήματα ή τιμαλφή έναντι ληξιπρόθεσμων φόρων -παράνομα επιβεβλημένων κι αυτών, τις περισσότερες φορές.
Τι κι αν έχεις κανένα χιλιάρικο στην άκρη φυλαγμένο για την κακιά την ώρα, ειδικά τώρα που τα πάντα γύρω σου γκρεμίζονται και το συνταγματικά κατοχυρωμένο κοινωνικό δίχτυ προστασίας εξαϋλώνεται? Η ανάγκη της εξυπηρέτησης των δανειστών είναι σημαντικότερη.
Τι κι αν έχεις στη μπιζουτιέρα σου τον βαφτιστικό σταυρό του παιδιού σου ή το δαχτυλίδι της προγιαγιάς σου? Τι αξία έχουν τα τιμαλφή ενθυμήματα μπροστά στην αδήριτη ανάγκη της εξυπηρέτησης των δανειστών?
Αυτή είναι η κατάσταση και, όχι αδίκως, τη ζοφερή αυτήν εποχή που ζούμε, την λένε κάποιοι μπασταρδοκρατία με τη βούλα!
Κι εσύ, καλέ μου γείτονα κυρ-Παντελή, όποτε ξαναβρίσκεις τη φωνή σου, έτσι που έχεις καταπιεί τη γλώσσα σου από τον τρόμο που σε ταΐζουν νυχθημερόν κι επιπλέον, από τις απανωτές εκπλήξεις που σου προκαλεί το απύθμενο θράσος και η απίστευτη αναλγησία αυτών των ιταμών, που με τις πράξεις και τις παραλείψεις τους ορίζουν τις τύχες μας, τους βρίζεις από τον καναπέ σου και γαβγίζεις σαν φαφούτης σκύλος.
Αλλά να το ξέρεις που στο λέω: όσο μένεις έτσι απαθής, όσο τους αφήνεις τους φαυλεπίφαυλους που μας κυβερνάνε, να αλωνίζουνε σαν τις πεινασμένες ύαινες μέσα στην ασέληνη νύχτα, καταπατώντας αναίσχυντα τα θεμελιώδη δικαιώματα σου, να το ξέρεις που στο λέω κυρ-Παντελή μου, τόσο το θράσος τους θα μεγαλώνει! Τόσο θα γίνονται και χειρότεροι, όσο χειρότερα θα γίνονται και τα πράγματα σε αυτήν την προδιαγεγραμμένη πορεία της αποτυχίας να εξυπηρετηθεί ένα δημόσιο χρέος που είναι ύποπτο γιατί δεν έχει ελεγχθεί και παράνομο επειδή δεν μπορεί να αποπληρωθεί.
Μπασταρδοκρατία σου λέω, κυρ-Παντελή μου…
Κάποτε, εμείς δεν τα ζήσαμε αυτά, οι κατακτητές και οι γερμανοτσολιάδες συνεργάτες τους, έσπαγαν με τους υποκόπανους των όπλων τους τις εξώθυρες των σπιτιών, για να ελέγχουν αν οι παππούδες μας έκρυβαν μέσα ασύρματους, όπλα ή αν περιέθαλπαν αντάρτες.
Ύστερα, ήρθε η απελευθέρωση και φύγανε οι κατακτητές κι εν τέλει η κατάσταση έμεινε μοναχά στα χέρια των γερμανοτσολιάδων∙ και για καιρό συνεχίστηκαν τα ίδια.
Αλλά τουλάχιστον όποιος γύρευε τη δουλειά του, όποιος δεν ήθελε να αλλάξει τον κόσμο, όποιος δήλωνε εθνικόφρονας, τα επόμενα χρόνια πρόκοβε και σιγά-σιγά επουλώνονταν οι πληγές. Τότε αυτοί, οι ίδιοι –πάντα οι ίδιοι-, μόνον έσπαγαν με τους υποκόπανους των όπλων τους τις εξώθυρες των σπιτιών των υπόπτων, για να ελέγχουν αν οι παππούδες μας έκρυβαν στις βιβλιοθήκες τους το κομμουνιστικό μανιφέστο ή τους «Λόγους» του Τάκη Μπενά. Τα ξέρει αυτά να σου τα διηγηθεί καλύτερα η Βάλια.
Αλλά, βρε αδελφέ, ακόμα και στην εποχή της Χούντας, αν ήσουν έντιμος βιοπαλαιστής, αν ήσουν ο περίφημος κυρ-Παντελής του τραγουδιού: "Πατρίς, θρησκεία και φαμελιά" και πλήρωνες τους φόρους σου και τα έφερνες βόλτα κουτσά-στραβά -και τις Δευτέρες σφούγγιζες πάντα με καθαρό μαντήλι τον τίμιο ιδρώτα σου από το μέτωπο, τότε που ήξερες ότι κανένας δεν θα έσπαγε την πόρτα του σπιτιού σου με τον υποκόπανο του όπλου του. Ήξερες ότι είχες την προστασία του Συντάγματος και κανείς δεν μπορούσε να σε προσβάλλει μέσα στο σπίτι σου.
Και πέρασαν τα χρόνια. Κι εκεί, βρε αδελφέ που σου έλεγαν ότι έχεις εμπεδώσει τη δημοκρατία κι είχες πια τακτοποιημένη και τη ζωή σου, με το κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου και το στεγαστικό σου δάνειο σχεδόν εξοφλημένο, κι εκεί που τα κουτσοβόλευες τα μικρά όνειρα της φαμελιάς σου και τα έφερνες βόλτα κατά το κοινώς λεγόμενο, τότε ήταν που αποφάσισαν ξαφνικά οι «αγορές» ότι δεν έχεις πλέον το αξιόχρεο και έδωσαν εντολή στα ανδρείκελα που μας κυβερνούν να μας φτωχύνουν, προκειμένου να… μην πτωχεύσουμε. Δηλαδή να φτωχύνουμε εμείς για να μην χάσουν τα λεφτά τους αυτοί που αφειδώς και ασυστόλως δάνειζαν όλα αυτά τα χρόνια τους ολετήρες που μας κυβέρνησαν και συνεχίζουν να μας κυβερνούν.
Ποιόν ρώτησαν οι θλιβεροί και ανάξιοι κυβερνήτες μας? Κανέναν! Δεν χρειαζόταν, άλλωστε, να ρωτήσουν κανέναν! Άφησαν να φυτρώσει στις ψυχές μας ο τρόμος που έσπειραν και συνεχίζουν να σπέρνουν καθημερινά, μέσα από τους διαύλους των εξωνημένων μέσων μαζικής εξαπάτησης της ανάπηρης Τηλεδημοκρατίας μας, με τα οποία διαπλέκονται οι άθλιοι που μας κυβερνούν∙ ο πανδαμάτορας τρόμος που μας έχει παραλύσει κι έχει πνίξει βαθιά μέσα μας την οργή μας.
Να τώρα όμως, έπειτα από τη συνεχή, ανενδοίαστη και πρωτοφανή καταστρατήγηση του Συντάγματος, έρχεται κι αυτό που μόνο οι κατακτητές και οι δοσίλογοι της κατοχής είχαν ως αναφαίρετο δικαίωμα. Δικαίωμα στη βία, τη βία του πολέμου. Ούτε εκείνοι, καλά-καλά, δεν μπορούσαν να εφορμούν μέσα στα σπίτια των ανθρώπων και να κλέβουν τα ασημικά. Αυτό που ούτε το δίκαιο του πολέμου δεν επιτρέπει, τώρα στην Ελλάδα επιτρέπεται και μάλιστα με απόφαση του νομικού συμβουλίου του χυδαίου μας κράτους.
Αυτό υποδηλώνει η είδηση, που λέει ότι χωρίς την παρουσία εισαγγελέα αλλά με απλή εισαγγελική εντολή, τα όργανα της εφορίας θα μπορούν να μπαίνουν στα σπίτια μας για να αναζητούν και να κατάσχουν χρήματα ή τιμαλφή έναντι ληξιπρόθεσμων φόρων -παράνομα επιβεβλημένων κι αυτών, τις περισσότερες φορές.
Τι κι αν έχεις κανένα χιλιάρικο στην άκρη φυλαγμένο για την κακιά την ώρα, ειδικά τώρα που τα πάντα γύρω σου γκρεμίζονται και το συνταγματικά κατοχυρωμένο κοινωνικό δίχτυ προστασίας εξαϋλώνεται? Η ανάγκη της εξυπηρέτησης των δανειστών είναι σημαντικότερη.
Τι κι αν έχεις στη μπιζουτιέρα σου τον βαφτιστικό σταυρό του παιδιού σου ή το δαχτυλίδι της προγιαγιάς σου? Τι αξία έχουν τα τιμαλφή ενθυμήματα μπροστά στην αδήριτη ανάγκη της εξυπηρέτησης των δανειστών?
Αυτή είναι η κατάσταση και, όχι αδίκως, τη ζοφερή αυτήν εποχή που ζούμε, την λένε κάποιοι μπασταρδοκρατία με τη βούλα!
Κι εσύ, καλέ μου γείτονα κυρ-Παντελή, όποτε ξαναβρίσκεις τη φωνή σου, έτσι που έχεις καταπιεί τη γλώσσα σου από τον τρόμο που σε ταΐζουν νυχθημερόν κι επιπλέον, από τις απανωτές εκπλήξεις που σου προκαλεί το απύθμενο θράσος και η απίστευτη αναλγησία αυτών των ιταμών, που με τις πράξεις και τις παραλείψεις τους ορίζουν τις τύχες μας, τους βρίζεις από τον καναπέ σου και γαβγίζεις σαν φαφούτης σκύλος.
Αλλά να το ξέρεις που στο λέω: όσο μένεις έτσι απαθής, όσο τους αφήνεις τους φαυλεπίφαυλους που μας κυβερνάνε, να αλωνίζουνε σαν τις πεινασμένες ύαινες μέσα στην ασέληνη νύχτα, καταπατώντας αναίσχυντα τα θεμελιώδη δικαιώματα σου, να το ξέρεις που στο λέω κυρ-Παντελή μου, τόσο το θράσος τους θα μεγαλώνει! Τόσο θα γίνονται και χειρότεροι, όσο χειρότερα θα γίνονται και τα πράγματα σε αυτήν την προδιαγεγραμμένη πορεία της αποτυχίας να εξυπηρετηθεί ένα δημόσιο χρέος που είναι ύποπτο γιατί δεν έχει ελεγχθεί και παράνομο επειδή δεν μπορεί να αποπληρωθεί.
Μπασταρδοκρατία σου λέω, κυρ-Παντελή μου…
0 Σχόλια