Τον περασμένο Μάρτιο, οι επιστήμονες του
πειράματος BICEP2 (Background Imaging of Cosmic Extragalactic
Polarization ) είχαν ανακοινώσει την ανακάλυψη βαρυτικών κυμάτων μέσω
του αποτυπώματος που είχαν αυτά αφήσει στην πόλωση της ακτινοβολίας
υποβάθρου, του απόηχου δηλαδή της Μεγάλης Έκρηξης που γέννησε το Σύμπαν
πριν από 13.8 δισεκατομμύρια χρόνια.
H ανακάλυψη συνοδεύτηκε από διθυραμβικές αναλύσεις και χαιρετίστηκε ως μεγίστης σημασίας για την επιστήμη, καθώς αποτελούσε βασική πρόβλεψη των σύγχρονων θεωριών για την εξέλιξη του Σύμπαντος. Λίγο καιρό μετά την ανακοίνωση ωστόσο, ξεκίνησε ένας κύκλος κριτικής και αμφισβήτησης για την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων, από μία αυξανόμενη μειοψηφία των επιστημόνων, οι οποίοι υποστηρίζουν πως το ίδιο σήμα το οποίο ερμηνεύτηκε ως ένδειξη για την ύπαρξη βαρυτικών κυμάτων θα μπορούσε να δημιουργηθεί από την ακτινοβολία της θερμής σκόνης που υπάρχει στο Γαλαξία μας.
Σε μία συνέντευξη στο περιοδικό Quanta, o Τσάο Λιν Κούο, πειραματικός φυσικός στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ ο οποίος είχε βασικό ρόλο στο πείραμα BICEP2, δίνει τις δικές του εξηγήσεις για το θέμα. Ο Κούο είχε σχεδιάσει τους ανιχνευτές φωτονίων του τηλεσκοπίου, το οποίο συνέλεγε δεδομένα για τρία χρόνια από την ερευνητική βάση στο Νότιο Πόλο και τα μετέδιδε μέσω δορυφόρου στους 47 επιστήμονες της ομάδας. Με τον καιρό, η ερευνητική ομάδα πειθόταν ολοένα και περισσότερο πως αυτό που είχε στα χέρια της συνιστούσε μία πολύ σημαντική επιστημονική ανακάλυψη, κάτι που τους οδήγησε στη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων.
Ο Κούο επισημαίνει πως η αμφιβολία μέσω της διατύπωσης εναλλακτικών προτάσεων αποτελεί μία πολύ συνηθισμένη διαδικασία στην επιστήμη. Δίνοντας πάντως σαφή νούμερα, εξηγεί πως τα συμπεράσματα του BICEP2 είχαν βασιστεί στη γνώση που υπήρχε εκείνο το διάστημα για την επίδραση που θα μπορούσε να έχει στα δεδομένα η σκόνη του Γαλαξία, κάτι που άλλαξε μετά τη δημοσίευση νέων μετρήσεων από τον ευρωπαϊκό διαστημικό δορυφόρο Πλανκ τον περασμένο Μάιο.
Εν αναμονή πάντως και νέων δεδομένων από το Πλανκ, τα οποία θα αφορούν και την περιοχή την οποία είχε μελετήσει το BICEP2, ακόμη δε μπορεί κανείς να αποφανθεί με σιγουριά για τον εάν πρόκειται για επιστημονικό λάθος ή μία μεγάλη ανακάλυψη. Για το λόγο αυτό, στην αναθεωρημένη έκδοση της ερευνητικής εργασίας στο περιοδικό Physical Review Letters, η επιστημονική ομάδα δίνει ένα μεγαλύτερο περιθώριο για την αβεβαιότητα των αποτελεσμάτων της πως η επίδραση της γαλαξιακής σκόνης ίσως να είναι μεγαλύτερη του αναμενόμενου. Τον τελικό λόγο λοιπόν φαίνεται πως θα έχει το Πλανκ, το οποίο αναμένεται να δημοσιεύσει τις νέες του μετρήσεις εντός των ερχόμενων μηνών.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί πως αυτό τον καιρό οι επιστήμονες ετοιμάζουν το διάδοχο του BICEP2, το τηλεσκόπιο BICEP3, το οποίο θα συνεχίσει την έρευνα για την πόλωση της ακτινοβολίας υποβάθρου με αυξημένη διακριτική ικανότητα, που θα μπορέσει να διακρίνει μεταξύ γαλαξιακής σκόνης και βαρυτικών κυμάτων. Επίσης, η ευρύτερη συνεργασία μεταξύ των διαφορετικών ερευνητικών ομάδων που εργάζονται στο ίδιο αντικείμενο είναι άλλη μία μέθοδος που αναμένεται να βελτιώσει την ποιότητα των αποτελεσμάτων. Σύμφωνα πάντως με τον Κούο, αυτό που έχει σημασία δεν είναι ποιος θα κάνει την ανακάλυψη, αλλά στο τέλος οι επιστήμονες να βρίσκουν τις απαντήσεις που ψάχνουν και στο θέμα αυτό έχει γίνει ταχεία πρόοδος.
Δημοσιεύτηκε στη "naftemporiki.gr" την Κυριακή, 13 Ιουλίου 2014
H ανακάλυψη συνοδεύτηκε από διθυραμβικές αναλύσεις και χαιρετίστηκε ως μεγίστης σημασίας για την επιστήμη, καθώς αποτελούσε βασική πρόβλεψη των σύγχρονων θεωριών για την εξέλιξη του Σύμπαντος. Λίγο καιρό μετά την ανακοίνωση ωστόσο, ξεκίνησε ένας κύκλος κριτικής και αμφισβήτησης για την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων, από μία αυξανόμενη μειοψηφία των επιστημόνων, οι οποίοι υποστηρίζουν πως το ίδιο σήμα το οποίο ερμηνεύτηκε ως ένδειξη για την ύπαρξη βαρυτικών κυμάτων θα μπορούσε να δημιουργηθεί από την ακτινοβολία της θερμής σκόνης που υπάρχει στο Γαλαξία μας.
Σε μία συνέντευξη στο περιοδικό Quanta, o Τσάο Λιν Κούο, πειραματικός φυσικός στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ ο οποίος είχε βασικό ρόλο στο πείραμα BICEP2, δίνει τις δικές του εξηγήσεις για το θέμα. Ο Κούο είχε σχεδιάσει τους ανιχνευτές φωτονίων του τηλεσκοπίου, το οποίο συνέλεγε δεδομένα για τρία χρόνια από την ερευνητική βάση στο Νότιο Πόλο και τα μετέδιδε μέσω δορυφόρου στους 47 επιστήμονες της ομάδας. Με τον καιρό, η ερευνητική ομάδα πειθόταν ολοένα και περισσότερο πως αυτό που είχε στα χέρια της συνιστούσε μία πολύ σημαντική επιστημονική ανακάλυψη, κάτι που τους οδήγησε στη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων.
Ο Κούο επισημαίνει πως η αμφιβολία μέσω της διατύπωσης εναλλακτικών προτάσεων αποτελεί μία πολύ συνηθισμένη διαδικασία στην επιστήμη. Δίνοντας πάντως σαφή νούμερα, εξηγεί πως τα συμπεράσματα του BICEP2 είχαν βασιστεί στη γνώση που υπήρχε εκείνο το διάστημα για την επίδραση που θα μπορούσε να έχει στα δεδομένα η σκόνη του Γαλαξία, κάτι που άλλαξε μετά τη δημοσίευση νέων μετρήσεων από τον ευρωπαϊκό διαστημικό δορυφόρο Πλανκ τον περασμένο Μάιο.
Εν αναμονή πάντως και νέων δεδομένων από το Πλανκ, τα οποία θα αφορούν και την περιοχή την οποία είχε μελετήσει το BICEP2, ακόμη δε μπορεί κανείς να αποφανθεί με σιγουριά για τον εάν πρόκειται για επιστημονικό λάθος ή μία μεγάλη ανακάλυψη. Για το λόγο αυτό, στην αναθεωρημένη έκδοση της ερευνητικής εργασίας στο περιοδικό Physical Review Letters, η επιστημονική ομάδα δίνει ένα μεγαλύτερο περιθώριο για την αβεβαιότητα των αποτελεσμάτων της πως η επίδραση της γαλαξιακής σκόνης ίσως να είναι μεγαλύτερη του αναμενόμενου. Τον τελικό λόγο λοιπόν φαίνεται πως θα έχει το Πλανκ, το οποίο αναμένεται να δημοσιεύσει τις νέες του μετρήσεις εντός των ερχόμενων μηνών.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί πως αυτό τον καιρό οι επιστήμονες ετοιμάζουν το διάδοχο του BICEP2, το τηλεσκόπιο BICEP3, το οποίο θα συνεχίσει την έρευνα για την πόλωση της ακτινοβολίας υποβάθρου με αυξημένη διακριτική ικανότητα, που θα μπορέσει να διακρίνει μεταξύ γαλαξιακής σκόνης και βαρυτικών κυμάτων. Επίσης, η ευρύτερη συνεργασία μεταξύ των διαφορετικών ερευνητικών ομάδων που εργάζονται στο ίδιο αντικείμενο είναι άλλη μία μέθοδος που αναμένεται να βελτιώσει την ποιότητα των αποτελεσμάτων. Σύμφωνα πάντως με τον Κούο, αυτό που έχει σημασία δεν είναι ποιος θα κάνει την ανακάλυψη, αλλά στο τέλος οι επιστήμονες να βρίσκουν τις απαντήσεις που ψάχνουν και στο θέμα αυτό έχει γίνει ταχεία πρόοδος.
Δημοσιεύτηκε στη "naftemporiki.gr" την Κυριακή, 13 Ιουλίου 2014
0 Σχόλια