Επί σειρά ετών το Έθνος ασχολείται με τα ελληνοτουρκικά και τον κίνδυνο εξ Ανατολών. Τα χρήματα που ξοδεύτηκαν σε εξοπλιστικά προγράμματα γέμισαν πολλές χιλιάδες σελίδες και προκάλεσαν άπειρα πρωτοσέλιδα, είτε εξαιτίας των ειδικών θεμάτων και τεχνικών αναλύσεων των υπό προμήθεια συστημάτων, είτε εξαιτίας των υπέρογκων κονδυλίων που επιβάρυναν και επιβαρύνουν τον Έλληνα φορολογούμενο, είτε εξαιτίας διαφόρων σκανδάλων που προέκυψαν…
Γράφει ο Γιώργος Καράμπελας
Στρατηγικός και Πολιτικός Αναλυτής
Συνεργάτης του Ελληνικού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Αναλύσεων (ΕΛΚΕΔΑ)
Μετά από τόσα χρόνια, όμως, πραγματικός ελληνοτουρκικός πόλεμος δεν έγινε. Δεν είναι λίγες οι φορές, βέβαια, που όντως φτάσαμε πολύ κοντά σε μία ένοπλη αναμέτρηση. Πάντα, όμως η πολιτική σύγκρουση αποτρεπόταν. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να αυξηθούν τα τελευταία χρόνια οι φωνές όσων ισχυρίζονται πως «πόλεμος δεν πρόκειται να γίνει» ή ότι «και να πάει να ξεκινήσει θα τον σταματήσουν οι ξένοι (ΗΠΑ, Ευρωπαϊκή Ένωση)» και πως «όλα αυτά γίνονται για να πλουτίζουν οι… εμπόροι» (με αυτόν τον τονισμό).
Πού βρίσκεται η αλήθεια;
Οι περισσότερες από αυτές τις δηλώσεις έχουν το δικό τους ψήγμα αληθείας. Όμως, για να καταλάβουμε την κατάσταση, η οποία έχει διαμορφωθεί σήμερα, θα πρέπει να κοιτάξουμε κάποια δεδομένα αναφορικά με το ποιες κινήσεις έχουν γίνει εκατέρωθεν του Αρχιπελάγους.
Δεν θα υπεισέλθουμε σε λεπτομερείς αναλύσεις, καταγραφές και τεχνικές περιγραφές, ούτε σε στατιστικά και λοιπά οικονομικά δεδομένα. Θα μείνουμε στην ουσία. Η Τουρκία μετά την εισβολή στην Κύπρο αντιμετώπισε τον πρόσκαιρο αποκλεισμό της από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και το εμπάργκο των ΗΠΑ σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Αυτό την ώθησε να βάλει στόχο την κατά το δυνατόν ανεξαρτητοποίησή της από ξένες πηγές προμήθειας οπλικών συστημάτων, με την ανάπτυξη της δικής της βιομηχανίας όπλων.
Παράλληλα, όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο αποκλεισμός έπαψε να ισχύει με τη σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας(!), η Άγκυρα προσπάθησε με έναν φρενήρη ρυθμό, αλλά και με μεθοδικότητα, να καλύψει το χαμένο έδαφος των προηγούμενων ετών στους εξοπλισμούς. Η προσπάθεια αυτή διατηρείται αμείωτη έως και σήμερα, περίπου 34 χρόνια μετά! Έτσι προχώρησε σε συμφέρουσες για την ίδια συμφωνίες με τις ξένες προμηθεύτριες εταιρείες για εκτεταμένες συμπαραγωγές, επιλέγοντας εκείνα τα οπλικά συστήματα που θα της επέτρεπαν την σχεδόν απεριόριστη πρόσβαση σε κρίσιμες τεχνολογίες.
Η Ελληνική πλευρά, από την άλλη μεριά, προσπάθησε τα πρώτα χρόνια να εκμεταλλευτεί την κατάσταση, αλλά δεδομένης της ανοργάνωτης φύσεως τόσο της εσωτερικής όσο και της εξωτερικής ελληνικής πολιτικής, αυτό έγινε με αποσπασματικό και λανθασμένο τρόπο, χωρίς καμία ιδιαίτερη προσπάθεια τόνωσης της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.
Αργότερα δε η όλη προσπάθεια αμυντικής ενίσχυσης γνώρισε μεγάλα σκαμπανεβάσματα. Υπήρξαν περίοδοι όπου προμηθευόμασταν μόνο τα απολύτως απαραίτητα και άλλες περίοδο όπου υπήρχε μία «έκρηξη» εξοπλισμών, με χαρακτηριστικότερη την περίοδο μετά τα Ίμια, όπου όμως και εκεί υπήρξαν συστήματα που αποκτήθηκαν χωρίς την εισήγηση των επιτελείων. Εννοείται πως τα ποσά που δαπανήθηκαν είναι υπέρογκα.
Ταυτόχρονα, η Τουρκία έστρεψε την προσοχή της στην προσπάθεια ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η θέση της στο ΝΑΤΟ ισχυροποιήθηκε με ένα αποφασιστικό και οργανωμένο lobbying στις ΗΠΑ και καθιερώθηκε ως σημαντικός παίκτης στην περιοχή, θέση που έτσι κι αλλιώς κατείχε και κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και την οποία ανέπτυξε περαιτέρω στον μετα-ψυχροπολεμικό κόσμο.
Η θέση αυτή σε όλες τις κρίσεις που προέκυψαν με την Ελλάδα έπαιξε τον δικό της ρόλο, με τις ξένες δυνάμεις να προσπαθούν διπλωματικά να ικανοποιήσουν τις ό,ποιες επιδιώκεις της Άγκυρας.
Είναι άξιο λόγου και επαίνου για τη γείτονα, ότι όλες οι προαναφερθείσες πολιτικές, σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο, παρέμειναν αναλλοίωτες σε στόχευση και ένταση, ανεξαρτήτως των μεγάλων εσωτερικών πολιτικών και κομματικών εναλλαγών στην εξουσία της χώρας.
Η Ελλάδα από την πλευρά της επαναπαύθηκε στις δάφνες της εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφησυχασμένη και παραδομένη στην αυταπάτη μίας Ευρώπης που θα τρέξει να σώσει το «λίκνο της Δημοκρατίας»…
Έτσι, το ελληνο-αμερικανικό λόμπι αφέθηκε να ατροφήσει και χρησιμοποιήθηκε για εσωτερικούς μικροπολιτικούς κομματικούς σκοπούς, τα διπλωματικά αντανακλαστικά σκούριασαν και μία ολόκληρη χώρα βρέθηκε να περιμένει από όλους τους άλλους –πλην του εαυτού της- τις λύσεις στα προβλήματά της.
Παραμένοντας σε μία αέναη αναμονή της… πολιτικής ολοκλήρωσης της Ευρώπης, εισήγαγε στην παγκόσμια διπλωματική και πολιτική σκηνή το «Δόγμα της Ήσσονος Προσπάθειας».
Το αβέβαιο μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων
Πώς μπορούν να εξελιχθούν, λοιπόν, οι έτσι κι αλλιώς άσχημες σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας;
Είναι αλήθεια ότι με τα προαναφερθέντα δεδομένα η περίπτωση μίας πολεμικής σύγκρουσης με την Τουρκία φαίνεται να μην φαντάζει πολύ πιθανή, αφού η επιρροή της Άγκυρας και η θέση της, όπως και οι λεπτές ισορροπίες στην περιοχή μας, θα προέτρεπαν τις όποιες μεγάλες δυνάμεις να σταματήσουν την κρίση πριν κλιμακωθεί.
Όμως, εδώ υπάρχουν δυο βασικά θέματα που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας.
Πρώτον, οι σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ, το Ισραήλ αλλά και την ΕΕ είναι στο χειρότερο σημείο που υπήρξαν ποτέ και βαίνουν επιδεινούμενες. Οι σχέσεις της Άγκυρας με τη Μόσχα, επίσης, δεν περνάνε και την καλύτερη περίοδό τους. Και όλα αυτά με ευθύνη αποκλειστικά της Τουρκίας.
Ο ρόλος της παραμένει βέβαια σημαντικός, ιδιαίτερα μάλιστα μετά τις εξελίξεις στην Ουκρανία, και δεν παύει να είναι γεγονός ότι δύσκολα Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρώπη θα εγκαταλείψουν τη σύμμαχό τους στον όποιο μοναχικό δρόμο νομίζει ότι θα πάρει… Παρ’ όλα αυτά, οι σημερινές συνθήκες εγκυμονούν μεγάλες εξελίξεις, πολλές από τις οποίες ενδέχεται να τις εκκινήσει η ίδια η Τουρκία, λόγω της οψίμως αλλοπρόσαλλης και μεγαλοϊδεατικής πολιτικής της.
Αυτό είναι το πρώτο. Το δεύτερο, όπως μας βεβαιώνει ο Κλάουζεβιτς, ο πόλεμος είναι η συνέχιση της διπλωματίας με άλλα μέσα. Υπό αυτή την έννοια, πόλεμος μπορεί να προκύψει όταν και εφόσον κάποια πλευρά θελήσει να διεκδικήσει κάτι που με τη διπλωματία δεν μπορεί να επιτευχθεί και με δεδομένο ότι ο αμυνόμενος θα «δεχθεί» να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του πάση θυσία. Εάν ένα από τα δύο δεν ισχύσει, πόλεμος δεν μπορεί να υπάρξει.
Προσαρμόζοντας το δεδομένο αυτό στην ανάλυσή μας, κάτι τέτοιο θα ισχύει μόνο στην περίπτωση που αποδεχτούμε ότι η Ελλάδα θα δείξει την ελάχιστη πρόθεση να κάνει το αυτονόητο σε περίπτωση ανάγκης και ότι δεν θα σπεύσει να ευχαριστήσει τους ανέμους που θα έχουν πάρει σημαίες ή τις όποιες δυνάμεις για την… ουμανιστικών κινήτρων βοήθειά τους.
Έχοντας αυτά κατά νου και εάν ανατρέξουμε στις εξωφρενικές εξοπλιστικές προσπάθειες της Τουρκίας, βλέπουμε να συντίθεται μία πολύ επίφοβη εικόνα. Όλη η περιοχή στα ανατολικά, δηλαδή η Τουρκία, η Μέση Ανατολή, η Ανατολική Μεσόγειος και η Μαύρη Θάλασσα, βρίσκονται σε αναβρασμό για διαφορετικούς λόγους, αλλά με την Τουρκία σχεδόν στο γεωγραφικό και εν μέρει γεωστρατηγικό επίκεντρο της εν λόγω περιοχής.
Δεδομένης της εσωτερικής αναταραχής στην Τουρκία, της συμβατότητας με την τουρκική πραγματικότητα των εξεγέρσεων σε χώρες του Μαγκρέμπ και τις πιθανότατες έξωθεν προσπάθειες αποβολής του Ερντογάν από την εξουσία, είναι πάρα πολύ πιθανό να δούμε τη γνωστή τάση για «εξαγωγή» των όποιων εσωτερικών κρίσεων προς την Ελλάδα, με την ελπίδα από πλευράς Άγκυρας για μία ακόμη εύκολη διπλωματική, και όχι μόνο, νίκη εντυπωσιασμού.
Ενδείξεις τέτοιων προθέσεων έχουν ήδη εντοπισθεί τους τελευταίους λίγους μήνες από τα επιτελεία και τους –εργατικούς μεν, παραγκωνισμένους δε- διπλωμάτες μας…
Η οικονομική κρίση που μαστίζει την Ελλάδα και μία –όπως ελπίζουμε- κατάρρευση των εγκληματικών συνομιλιών στην Κύπρο, η οποία θα αφήσει όμως ανοιχτό για τον Κυπριακό Ελληνισμό το θέμα της εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων που έχουν βρεθεί, θέτουν επικίνδυνες βάσεις για εξελίξεις στην περιοχή μας.
Η Τουρκία κάποια στιγμή θα θελήσει να κεφαλαιοποιήσει τις επί τόσα χρόνια επίπονες και πείσμωνες προσπάθειες σε διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο.
Όλο το lobbying που κατηύθυνε πολλές δεκάδες εκατομμύρια σε εταιρείες – κολοσσούς δημοσίων σχέσεων, τα τόσες δεκάδες δισεκατομμύρια σε όλων των ειδών τους εξοπλισμούς, οι χιλιάδες των παραβάσεων και παραβιάσεων στο Αιγαίο, δεν μπορεί να έχουν γίνει χωρίς λόγο ή πολύ περισσότερο χωρίς ένα ορατό τελικό αντικειμενικό χρονικό ορίζοντα, ακόμα και όταν μιλάμε για τους υπερ-υπομονετικούς Ασιάτες γείτονές μας.
Άλλωστε, και το χρονικό περιθώριο στο οποίο θα είναι εμπορικά εκμεταλλεύσιμα τα ό,ποια κοιτάσματα υδρογονανθράκων είναι πεπερασμένα, δεδομένης της βαθμιαίας, αργής αλλά σταθερής και μη αναστρέψιμης αναγκαστικής αντικατάστασης του φυσικού αερίου και του πετρελαίου από άλλες μορφές ενέργειας.
Κάποια στιγμή στο ορατό μέλλον οι πιέσεις από τις μεγάλες δυνάμεις για εξεύρεση τελική λύσης για το καθεστώς στο Αιγαίο και για έναρξη εκμετάλλευσης των ό,ποιων κοιτασμάτων θα είναι δύσκολο να αγνοηθούν. Άρα, ο χρόνος δεν είναι άπειρος όσον αφορά το Αιγαίο…
Δεν υπάρχει, λοιπόν, περίπτωση να δεχθούν οι γείτονες να διαιωνίζεται εις το διηνεκές αυτή η κατάσταση, ούτε και να δεχθούν μία ήττα στα «χαρτιά», πολύ περισσότερο μάλιστα όταν έχουν –καλώς ή κακώς- την εντύπωση ότι μπορούν να πετύχουν μία νίκη στον πόλεμο.
Πλέον, έχουν επενδύσει τόσα πολλά στις επιδιώξεις τους σε Αιγαίο και Κύπρο, που, αν μη τι άλλο, θα δοκιμάσουν όλα τα διαθέσιμα μέσα που έχουν για την επίτευξη των στόχων τους.
Δεδομένου ότι από την δική μας πλευρά έχουμε την πρόθεση και την ελάχιστη ευφυία να φτάσουμε μέχρι εκεί όπου μας επιβάλλουν οι δικές μας θυσίες, τα συμφέροντα και η Ιστορία μας, δηλαδή μέχρι τέλους, οφείλουμε να θέσουμε το σωστό ερώτημα.
Και το ερώτημα που προκύπτει δεν είναι αν θα προσπαθήσει να κάνει πράξη η Τουρκία τις απειλές της, αλλά το πότε!
Πηγή περιοδικό "Στρατηγική"
Ας Μιλήσουμε Επιτέλους
0 Σχόλια