“Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά.”
Ρήγας Βελεστινλής, Φυσικής Απάνθισμα
Βαριά σιδερένια μπάλα, σαν κι εκείνες που φορούν στον αστράγαλο οι κατάδικοι στις γαλέρες, κρατάει δέσμιο το πνεύμα του σύγχρονου ανθρώπου. Γράφει επάνω της αυτή η σιδερένια μπάλα: «η ιδέα σου πρέπει να μπορεί να ανταλλάσσεται, να φέρνει χρήμα· αλλιώς δεν είναι ιδέα». Θαυμαστές αξίες, η επινόηση, η καινοτομία, η πρωτοτυπία, η δημιουργία, εφόσον δεν φέρνουν χρήμα, είναι χάσιμο χρόνου.
Αν όμως γεύτηκε κάποια στιγμή ο κόσμος μας μια κάποια πρόοδο, ένα ξεχωριστό ευχαριστώ γι αυτό ανήκει σε δυνατά πνεύματα που προηγήθηκαν και κατέλιψαν έργο απαλλαγμένο από μια τέτοια σιδερένια μπάλα. Είναι τα ελεύθερα πνεύματα, οι άφθαστοι εκείνοι άνθρωποι οι οποίοι, με τις υψηλές κορυφές που κατέκτησαν, ως και τον ευγενή πόθο να δώσει μια μέρα όλοι μας να τους μοιάσουμε τον δυσκολεύουν –αλίμονο, σε πολλούς δόθηκε η ευκαιρία να φθάσουν έναν Μότσαρτ, αλλά πόσοι τα κατάφεραν;
Η αγάπη μου για τη μουσική είναι που με έκανε να διαλέξω εδώ τον Μότσαρτ από άλλους ισοϋψείς του, στην Τέχνη, στην Επιστήμη. Πολλά τα ελεύθερα πνεύματα που δεν επέτρεψαν στην άθλια σιδερένια μπάλα να αναμιχθεί στο έργο τους, μολονότι βάραινε αυτή την ίδια ώρα τη ζωή τους, πολλές φορές ασήκωτα. Η Ιστορία είναι γεμάτη από τα άδεια πιάτα στο τραπέζι τους. Διότι λίγο ενδιέφεραν οι ιδέες τους στην εποχή τους. Ή και καθόλου ως ακατάληπτες, αφού ανήκαν στο αύριο. Κι έτσι, παρά το ασύλληπτο έργο που είχε στην πλάτη του, η μία μετά την άλλη έφευγαν οι επιστολές που έστελνε ο Μότσαρτ ζητώντας δώθε-κείθε δανεικά στας δυσμάς του βίου του. (Δυσμάς… Κοντά στα τριάντα δηλαδή, μια και πέθανε στα τριανταπέντε.) Ζητούσε, ο φτωχός, μερικές χιλιάδες φιορίνα για να ξελασπώσει. Κατέληξε να πρέπει να τη βγάλει με τα είκοσι ψωριάρικα, που του έστειλε κάποιος μια φορά σε απάντηση, μάλλον για να απαλλαγεί από την ενόχληση.
Μας ντροπιάζει αυτή η αλήθεια, φυσικά. Και την αποσιωπούμε. Αν μη τι άλλο, σφίγγει τουλάχιστον την καρδιά όποιου αναλογίζεται τα εκατομμύρια των ανθρώπων που, ακριβώς επειδή υπήρξε ο Μότσαρτ, έζησαν, ζουν και θα ζουν τον εαυτό τους και την οικογένειά τους, οργανώνοντας συναυλίες, εκδίδοντας παρτιτούρες, εκτελώντας έργα του, φτιάχνοντας και πουλώντας μουσικά όργανα, αναλόγια, cd, ενισχυτές, ηχεία, και ακόμα συντηρώντας Μέγαρα, ωδεία που τον διδάσκουν, μεγάλες θρυλικές ορχήστρες, ή επενδύοντας με τη μουσική του τις ταινίες τους κ.τ.λ. κ.τ.λ κ.τ.λ. Από τούτον τον ατέλειωτο κατάλογο οικονομικής δραστηριότητας δισεκατομμυρίων που, για φαντάσου, γέννησε ένας που έφθασε να ζει με δανεικά, μέτρα τώρα εσύ, κύριε οικονομολόγε, εσύ που μιλάς με σοβαρό ύφος για επινόηση, καινοτομία, πρωτοτυπία, δημιουργία και τέτοια διάφορα, πόση οικονομία μπορεί να κρύβει μέσα του το ανθρώπινο πνεύμα, κι ας μη φοράει τη σιδερένια μπάλα σου! Μέτρησες; Σε διδάσκει κάτι αυτό;
Ωστόσο, η ντροπή για τον Μότσαρτ δεν αγγίζει τους σύγχρονους δουλέμπορους του ανθρώπινου πνεύματος. Προτιμούν αυτοί να παραποιούν την αλήθεια κατά πως τους συμφέρει. Βάζουν τους καμαρώτους του δουλεμπορικού να παρουσιάζουν πονηρά τον Μότσαρτ σαν έναν άσωτο που σκόρπαγε αλόγιστα ό,τι κέρδιζε από τον κατά τα άλλα απλόχερο, λέει, θαυμασμό των συγχρόνων του. Πρέπει, βλέπεις, να βγάλουν προς τα έξω τον ελεύθερο άνθρωπο σαν δούλο, για να κάνουν το σύγχρονο άνθρωπο να μην αισθάνεται τη δική του σιδερένια μπάλα, και να υποτάσσεται αυτός τυφλά στον τσίγκινο κανόνα τους, ότι όποιος το αξίζει θα αμειφθεί· ότι όποιος αμείβεται το αξίζει· και ότι οι ιδέες είναι ιδέες μόνον εφόσον ανταλλάσσονται.
Θα τους εκθέτει πάντα το τέλος του Μότσαρτ. Όσες γυριστές, δήθεν διευκρινίσεις και αν δώσουν σχετικά οι καμαρώτοι του δουλεμπορικού, η φτωχική κηδεία που του έγινε, μαζί κι ένα άγνωστο μνήμα θα μαρτυρούν αφ΄εαυτού τους πόσο πολύ μέτραγε ο Μότσαρτ για τους σύγχρονούς του, και πόσο αδιαμφισβήτητο είναι τελικά ότι πάντα αμείβεται εκείνος που το αξίζει. Και άλλες πολλές ιστορίες από τις βιογραφίες των ελεύθερων ανθρώπων θα τους εκθέτουν ομοίως.
Σε μιαν εποχή που το χρήμα γεννάει χρήμα, οι απολογητές της αγοράς υποστηρίζουν ότι υπηρετούν την πρόοδο, και ότι με την κυκλοφορία του χρήματος στηρίζονται οι νέες και καλές ιδέες. Δεν χρειάζεται να επισημάνουν την αδίρρητη προϋπόθεση –είναι αυτονόητη, και κοινό κτήμα πια ότι αυτές οι ιδέες θα συλλαμβάνονται και θα γεννιώνται αποκλειστικά, για να υπηρετούν τη δική τους αγοραία συνθήκη. Να, λοιπόν, τέτοιες ιδέες χρειάζεται και η χώρα μας, λέει· υπάρχουν, φέρτε τες, να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο πέρα από το λαχανόκηπο, και να ορθοποδήσουμε!
Μου μοιάζει όλος πια ο κόσμος σαν μεγάλη σιδερένια μπάλα. Μέσα του, πού πια ελεύθερα πνεύματα… Πώς; Και τι πρόοδος χωρίς αυτά;
Όσο για τη χώρα μας σήμερα, ούτε συζήτηση. Μα και τι συζήτηση, τέτοιες ώρες τέτοια λόγια…
Ρήγας Βελεστινλής, Φυσικής Απάνθισμα
Βαριά σιδερένια μπάλα, σαν κι εκείνες που φορούν στον αστράγαλο οι κατάδικοι στις γαλέρες, κρατάει δέσμιο το πνεύμα του σύγχρονου ανθρώπου. Γράφει επάνω της αυτή η σιδερένια μπάλα: «η ιδέα σου πρέπει να μπορεί να ανταλλάσσεται, να φέρνει χρήμα· αλλιώς δεν είναι ιδέα». Θαυμαστές αξίες, η επινόηση, η καινοτομία, η πρωτοτυπία, η δημιουργία, εφόσον δεν φέρνουν χρήμα, είναι χάσιμο χρόνου.
Αν όμως γεύτηκε κάποια στιγμή ο κόσμος μας μια κάποια πρόοδο, ένα ξεχωριστό ευχαριστώ γι αυτό ανήκει σε δυνατά πνεύματα που προηγήθηκαν και κατέλιψαν έργο απαλλαγμένο από μια τέτοια σιδερένια μπάλα. Είναι τα ελεύθερα πνεύματα, οι άφθαστοι εκείνοι άνθρωποι οι οποίοι, με τις υψηλές κορυφές που κατέκτησαν, ως και τον ευγενή πόθο να δώσει μια μέρα όλοι μας να τους μοιάσουμε τον δυσκολεύουν –αλίμονο, σε πολλούς δόθηκε η ευκαιρία να φθάσουν έναν Μότσαρτ, αλλά πόσοι τα κατάφεραν;
Η αγάπη μου για τη μουσική είναι που με έκανε να διαλέξω εδώ τον Μότσαρτ από άλλους ισοϋψείς του, στην Τέχνη, στην Επιστήμη. Πολλά τα ελεύθερα πνεύματα που δεν επέτρεψαν στην άθλια σιδερένια μπάλα να αναμιχθεί στο έργο τους, μολονότι βάραινε αυτή την ίδια ώρα τη ζωή τους, πολλές φορές ασήκωτα. Η Ιστορία είναι γεμάτη από τα άδεια πιάτα στο τραπέζι τους. Διότι λίγο ενδιέφεραν οι ιδέες τους στην εποχή τους. Ή και καθόλου ως ακατάληπτες, αφού ανήκαν στο αύριο. Κι έτσι, παρά το ασύλληπτο έργο που είχε στην πλάτη του, η μία μετά την άλλη έφευγαν οι επιστολές που έστελνε ο Μότσαρτ ζητώντας δώθε-κείθε δανεικά στας δυσμάς του βίου του. (Δυσμάς… Κοντά στα τριάντα δηλαδή, μια και πέθανε στα τριανταπέντε.) Ζητούσε, ο φτωχός, μερικές χιλιάδες φιορίνα για να ξελασπώσει. Κατέληξε να πρέπει να τη βγάλει με τα είκοσι ψωριάρικα, που του έστειλε κάποιος μια φορά σε απάντηση, μάλλον για να απαλλαγεί από την ενόχληση.
Μας ντροπιάζει αυτή η αλήθεια, φυσικά. Και την αποσιωπούμε. Αν μη τι άλλο, σφίγγει τουλάχιστον την καρδιά όποιου αναλογίζεται τα εκατομμύρια των ανθρώπων που, ακριβώς επειδή υπήρξε ο Μότσαρτ, έζησαν, ζουν και θα ζουν τον εαυτό τους και την οικογένειά τους, οργανώνοντας συναυλίες, εκδίδοντας παρτιτούρες, εκτελώντας έργα του, φτιάχνοντας και πουλώντας μουσικά όργανα, αναλόγια, cd, ενισχυτές, ηχεία, και ακόμα συντηρώντας Μέγαρα, ωδεία που τον διδάσκουν, μεγάλες θρυλικές ορχήστρες, ή επενδύοντας με τη μουσική του τις ταινίες τους κ.τ.λ. κ.τ.λ κ.τ.λ. Από τούτον τον ατέλειωτο κατάλογο οικονομικής δραστηριότητας δισεκατομμυρίων που, για φαντάσου, γέννησε ένας που έφθασε να ζει με δανεικά, μέτρα τώρα εσύ, κύριε οικονομολόγε, εσύ που μιλάς με σοβαρό ύφος για επινόηση, καινοτομία, πρωτοτυπία, δημιουργία και τέτοια διάφορα, πόση οικονομία μπορεί να κρύβει μέσα του το ανθρώπινο πνεύμα, κι ας μη φοράει τη σιδερένια μπάλα σου! Μέτρησες; Σε διδάσκει κάτι αυτό;
Ωστόσο, η ντροπή για τον Μότσαρτ δεν αγγίζει τους σύγχρονους δουλέμπορους του ανθρώπινου πνεύματος. Προτιμούν αυτοί να παραποιούν την αλήθεια κατά πως τους συμφέρει. Βάζουν τους καμαρώτους του δουλεμπορικού να παρουσιάζουν πονηρά τον Μότσαρτ σαν έναν άσωτο που σκόρπαγε αλόγιστα ό,τι κέρδιζε από τον κατά τα άλλα απλόχερο, λέει, θαυμασμό των συγχρόνων του. Πρέπει, βλέπεις, να βγάλουν προς τα έξω τον ελεύθερο άνθρωπο σαν δούλο, για να κάνουν το σύγχρονο άνθρωπο να μην αισθάνεται τη δική του σιδερένια μπάλα, και να υποτάσσεται αυτός τυφλά στον τσίγκινο κανόνα τους, ότι όποιος το αξίζει θα αμειφθεί· ότι όποιος αμείβεται το αξίζει· και ότι οι ιδέες είναι ιδέες μόνον εφόσον ανταλλάσσονται.
Θα τους εκθέτει πάντα το τέλος του Μότσαρτ. Όσες γυριστές, δήθεν διευκρινίσεις και αν δώσουν σχετικά οι καμαρώτοι του δουλεμπορικού, η φτωχική κηδεία που του έγινε, μαζί κι ένα άγνωστο μνήμα θα μαρτυρούν αφ΄εαυτού τους πόσο πολύ μέτραγε ο Μότσαρτ για τους σύγχρονούς του, και πόσο αδιαμφισβήτητο είναι τελικά ότι πάντα αμείβεται εκείνος που το αξίζει. Και άλλες πολλές ιστορίες από τις βιογραφίες των ελεύθερων ανθρώπων θα τους εκθέτουν ομοίως.
Σε μιαν εποχή που το χρήμα γεννάει χρήμα, οι απολογητές της αγοράς υποστηρίζουν ότι υπηρετούν την πρόοδο, και ότι με την κυκλοφορία του χρήματος στηρίζονται οι νέες και καλές ιδέες. Δεν χρειάζεται να επισημάνουν την αδίρρητη προϋπόθεση –είναι αυτονόητη, και κοινό κτήμα πια ότι αυτές οι ιδέες θα συλλαμβάνονται και θα γεννιώνται αποκλειστικά, για να υπηρετούν τη δική τους αγοραία συνθήκη. Να, λοιπόν, τέτοιες ιδέες χρειάζεται και η χώρα μας, λέει· υπάρχουν, φέρτε τες, να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο πέρα από το λαχανόκηπο, και να ορθοποδήσουμε!
Μου μοιάζει όλος πια ο κόσμος σαν μεγάλη σιδερένια μπάλα. Μέσα του, πού πια ελεύθερα πνεύματα… Πώς; Και τι πρόοδος χωρίς αυτά;
Όσο για τη χώρα μας σήμερα, ούτε συζήτηση. Μα και τι συζήτηση, τέτοιες ώρες τέτοια λόγια…
0 Σχόλια