Μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία

Γράφει ο Αχιλλέας Τζορμακιώτης

Νιώθοντας τα βρεγμένα της δάχτυλα να έχουν μουλιάσει από τη μουσκεμένη κάλτσα, συνειδητοποίησε ότι το χριστουγεννιάτικο χιόνι πάνω στο οποίο πατούσε της έφερνε περισσότερο εκνευρισμό, παρά χαρά.
«Δεν είναι όλα για όλους», αναλογίστηκε.

Το βαθύ σκοτάδι, σχεδόν, κάλυπτε κάθε ίχνος φωτισμού της ερημικής συνοικίας, και τα λυγισμένα από χιόνι κλαδιά των δέντρων συνέθεταν ένα απόκοσμο, αλλά με έντονο ρομαντισμό, σκηνικό.
Οι δρόμοι άδειοι, αυτοκίνητα ούτε για δείγμα. Αν μη τι άλλο, χαρακτηριστικό της παραμονής των Χριστουγέννων. Ελάχιστοι κυκλοφορούν, αφού πολλά σπίτια γεμίζουν από πάμπολλες φωνές. Ίσως να’ ναι και η μοναδική μέρα στον κόσμο, που ακόμα και οι πιο πληγωμένες ψυχές ταξιδεύουν το νου τους – έστω για λίγο – στην χαμένη τους οικογένεια.

Οι σκέψεις κάνανε το περπάτημά της πιο γρήγορο, βοηθώντας την να αγνοεί το ενοχλητικό κρύο που έμπαινε από το καλοκαιρινό της παπούτσι. Κι όμως, κάπου πιο κάτω είδε μια σκιά ξαπλωμένη σε μια γωνιά, τέτοια ώστε να μην την καλύπτει το χιόνι. Ξαφνικά, τα μάτια της γούρλωσαν. Χωρίς να διστάσει καθόλου, κατευθύνθηκε προς τη σκιά. Όσο πλησίαζε, διέκρινε μια αρκετά αδύνατη σιλουέτα, σκεπασμένη με μια κουβέρτα και με δυο μικρά, γυναικεία χέρια να ξεπροβάλλουν έξω από αυτή.

«Συγνώμη», είπε με τρεμάμενη φωνή.
«Τι είναι;» αντέδρασε σχεδόν αμέσως η ξαπλωμένη φιγούρα.
«Σκέφτηκα μήπως υπάρχει χώρος και για μένα. Κάνει πολύ κρύο και τα πόδια μου είναι βρεγμένα» είπε η γυναίκα, καθώς στεκόταν όρθια.

Η ξαπλωμένη σκιά παραμέρισε, δείχνοντάς της με αυτό τον τρόπο τη πρόθεσή να ξαπλώσει δίπλα της. Η όρθια γυναίκα δε το πολυσκέφτηκε, έβγαλε τα καλοκαιρινά της παπούτσια, τα άφησε κάπου δίπλα, ξάπλωσε και χώθηκε μες τη μεγάλη κουβέρτα.

«Με λένε Ελπίδα, εσένα;» τόλμησε να ρωτήσει για να σπάσει την αμηχανία της στιγμής.
«Χαρά».
«Είναι παραμονή Χριστουγέννων Χαρά, θα’ πρεπε να βρίσκεσαι μέσα σε όλα τα σπίτια. Να προκαλείς χαμόγελα και ευφορία» σχολίασε στο άκουσμα του ονόματός της.
«Τους έχω αφήσει να με ψάξουν. Στόχος μου είναι να βρίσκομαι στα σπίτια τους καθημερινά, συνεχώς. Βαρέθηκα να πηγαίνω μόνο όταν νιώθουν ότι αναγκάζονται να μ’ έχουν».
«Μην είσαι σκληρή Χαρά. Οι άνθρωποι δύσκολα σε ψάχνουν. Νομίζουν ότι σ’ έχουν οποτεδήποτε το θέλουν. Δες εμένα, μ’ έχουν πετάξει στους δρόμους και κοντεύω να πεθάνω απ’ το κρύο».
«Μιλάς σα να σε έχουν αχρηστεύσει», απάντησε έκπληκτη η Χαρά.
«Μα με έχουν αχρηστεύσει. Κάποτε, ζούσα μαζί τους. Σε κάθε τους βήμα ήμουν εκεί, ένιωθα ότι πάντοτε μ' είχαν μέσα τους. Τώρα δεν είναι έτσι. Προσπαθώ να τους πλησιάσω και με διώχνουν».

Η Χαρά έμεινε να κοιτάζει τα μελαγχολικά μάτια της Ελπίδας, βλέποντας στο βλέμμα της, το δικό της. Ένιωθε ότι την δένουν πολλά πράγματα με αυτή την άγνωστη γυναίκα με την οποία είχαν πλαγιάσει στην ίδια σκοτεινή γωνιά. Αυτό, όμως, της έδωσε μια ανεξήγητη δύναμη. Δεν είμαι μόνη, πλέον. Πρέπει να σταθώ στα πόδια μου. Σταμάτησε να σκέφτεται και έχοντας αποκτήσει μια ανεξήγητη ζωντάνια, είπε με πιο δυναμική φωνή:

«Σήκω Ελπίδα, μας χρειάζονται».
«Τι εννοείς; Δε βλέπεις ότι δε τους είμαστε τίποτα πια; Πριν λίγο μου είπες ότι…»
«Πάμε ακόμη και για τώρα μόνο. Μια μέρα, μια βδομάδα, ένας μήνας, δεν έχει σημασία. Πρέπει να είμαστε κοντά τους. Όχι μόνο στα σπίτια, αλλά οπουδήποτε κι αν βρίσκονται. Σε κάθε απόμερο μέρος. Ξέχνα τι έλεγα πριν» την διέκοψε απότομα η Χαρά.

Πράγματι, η Ελπίδα διαπίστωσε ότι υπήρχε μια ανεξήγητη φλόγα στα μάτια της. Τέτοια, που αν δεν έκανε αυτό που της πρόσταζε, ήταν ικανή να πεταχτεί έξω και να την κάψει.

«Ας είναι. Ίσως και να’ χεις δίκιο. Πάμε μαζί τότε να τους ψάξουμε σε όλα τα μέρη της γης. Μονάχα ένα μικρό χαμόγελό τους να δούμε, αρκεί».

Τα μάτια της Χαράς έλαμψαν ακούγοντας την Ελπίδα να συμφωνεί. Δεν έχασε χρόνο. Ξεσκεπάστηκε, και με μια κίνηση στάθηκε όρθια.

«Φύγαμε».
logiosermis.net

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια