Στο προαύλιο ενός σχολείου και ενώ όλα τα παιδιά παίζουν μεταξύ τους, σε μια απομακρυσμένη γωνία βρίσκεται ένα κοριτσάκι μόνο του. Η μικρή «Ελένη» είναι το πιο ήσυχο παιδάκι μέσα στην τάξη. Δεν ακούγεται ποτέ. Είναι ευαίσθητη και έχει μια πολύ καλή καρδιά. Το πρόβλημά της είναι ότι δεν είναι κοινωνική. Δεν παίζει με τους άλλους μαθητές την ώρα του διαλείμματος και γενικότερα, σπανίως μιλάει στους άλλους. Τα μάτια της πάντα κρύβουν μια μελαγχολία και η ίδια περνά ώρες ατελείωτες μόνη της. Από το σπίτι δεν βγαίνει ποτέ. Όχι μόνο γιατί δεν έχει φίλους, αλλά και επειδή οι γονείς της είναι τόσο αυστηροί που δεν θέλουν η κόρη τους να κάνει πολλή παρέα με άλλα παιδιά.
Κανένας, όμως, από τους γονείς των άλλων μαθητών και κανένας από τους δασκάλους δεν φαίνεται διατεθειμένος να πλησιάσει το κοριτσάκι και να ανοίξει συζήτηση μαζί του ή να το βοηθήσει με κάποιο τρόπο να κοινωνικοποιηθεί και να μην είναι μόνο του. Μήπως δεν νοιάζονται; Όχι, δεν είναι αυτό. Τότε γιατί δεν πλησιάζει κανείς αυτό το γλυκό προσωπάκι; Γιατί δεν διερωτάται κανείς για ποιο λόγο φαίνεται να είναι τόσο δυστυχισμένο; Μα, δεν διερωτάται κανείς διότι όλοι τους γνωρίζουν το λόγο. Είναι κοινό μυστικό. Το ξέρουν οι γονείς των συμμαθητών της, το ξέρουν οι δάσκαλοι, το γνωρίζουν οι γείτονες και όλοι οι συγγενείς της. Αυτό το κοριτσάκι υφίσταται καθημερινά σωματική κακοποίηση από τον πατέρα του. Οι γείτονες ακούν τον πατέρα να της φωνάζει και τον βλέπουν από το παράθυρό τους να χτυπάει πολλές φορές πολύ άσχημα το δύσμοιρο το κοριτσάκι. «Μα ποιος νομίζει ότι είναι; Κρίμα να το περνάει όλο αυτό το καημένο το παιδάκι», σκέφτονται. Κάθε μέρα που η «Ελένη» πηγαίνει στο σχολείο, οι δάσκαλοι και οι συμμαθητές της παρατηρούν νέες μελανιές στα χεράκια της, στα ποδαράκια της... Μια φορά ο αχρείος είχε χτυπήσει τόσο πολύ το κοριτσάκι που το προσωπάκι του είχε γίνει μαύρο, το ματάκι του είχε πρηστεί και ήταν κατακόκκινο, ενώ ταυτόχρονα η Ελενίτσα μας κούτσαινε λιγάκι. Ο γείτονας είχε δει τον πατέρα της το προηγούμενο βράδυ να την σηκώνει στον αέρα και να την πετά με ορμή πάνω στη μικρή βιβλιοθήκη που είχαν στο σαλόνι τους. Η βιβλιοθήκη, στη συνέχεια, είχε πέσει πάνω στο κοριτσάκι και την είχε «πλακώσει». Προφανώς, για αυτό κούτσαινε. Ο πατέρας της δεν είχε καν προσπαθήσει να την απεγκλωβίσει. Ο γείτονας κοιτούσε εναγωνίως, αλλά και διακριτικά ταυτόχρονα, για να δει αν το κοριτσάκι ήταν ζωντανό. Μόλις είδε τα χεράκια της να κουνιούνται στην προσπάθειά της να απομακρύνει τη βιβλιοθήκη από πάνω της και να σηκωθεί, αισθάνθηκε ανακούφιση. «Ευτυχώς, είναι καλά το καημένο.»
Είναι καλά; Αυτό είχε να πει μόνο ο γείτονας. Αυτό έλεγαν όλοι στο σχολείο κάθε μέρα που την έβλεπαν. «Ευτυχώς τη γλίτωσε και σήμερα. Είναι ζωντανή.» Για πόσο, όμως; Για πόσο αυτό το γλυκό κοριτσάκι θα καταφέρνει να γλιτώνει από το θάνατο αν αυτοί που γνωρίζουν τι συμβαίνει δεν δραστηριοποιηθούν να ενημερώσουν την πρόνοια; Αν κάποιος δεν καλέσει την αστυνομία, πώς είναι δυνατόν εκείνοι να γνωρίζουν την κατάσταση και να προσπαθήσουν να σώσουν το κοριτσάκι; Πώς είναι δυνατόν να γνωρίζουν όλοι τι συμβαίνει και να σιγούν μπροστά στο αποτρόπαιο αυτό έγκλημα του «πατέρα», που φυσικά δεν του αρμόζει καν ο τίτλος του «πατέρα»; Και η μάνα; Α! Η μάνα υπόκειται και η ίδια στο ίδιο μαρτύριο με την κόρη της και δεν βρίσκει καν το κουράγιο να βοηθήσει τη μικρή. «Μάνα είναι αυτή που δεν σηκώνεται να φύγει για να προστατεύσει το παιδί της;», σχολιάζει ο κόσμος. «Εκείνη πρέπει να κάνει κάτι», σκέφτονται όλοι και επαναπαύονται μεταθέτοντας τις ευθύνες στη φοβισμένη μητέρα, που τις περισσότερες μέρες της εβδομάδος λείπει από το σπίτι. Όχι, δεν δουλεύει. Τις περισσότερες μέρες τις περνά στο νοσοκομείο, όπου την στέλνει η «αγάπη» με την οποία της φέρεται ο σύζυγός της.
«Εκείνη πρέπει να κάνει κάτι». Μάλιστα. Και γιατί πρέπει μόνο εκείνη να κάνει κάτι; Όλοι αυτοί που έχουν γνώση του γεγονότος και το αποσιωπούν νομίζουν ότι θα είναι άμοιροι ευθυνών αν αυτό το γλυκό παιδάκι κάποια μέρα δεν ξαναπάει στο σχολείο; Τι θα γίνει αν κάποια μέρα δεν ξαναδούν την «Ελενίτσα» μας να κάθεται μόνη της στον προαύλιο χώρο του σχολείου; Ο θάνατος αυτού του παιδιού θα βαραίνει όχι μόνο την οικογένειά του, αλλά και όλους όσους είχαν γνώση της κατάστασης και την αποσιωπούσαν. Το αίμα του μικρού παιδιού θα είναι στα χέρια όλων όσων γνώρισαν και προτίμησαν να μείνουν αδρανείς από δειλία.
Αυτή είναι, λοιπόν, η μάστιγα της εποχής μας: η ανέχεια του κόσμου και η δειλία που επιδεικνύει αποφεύγοντας να κάνει κάτι για να σταματήσει τον ανθρώπινο πόνο. Ας σταματήσουμε πια να μεταθέτουμε τις ευθύνες μας στους άλλους. Ας σταματήσουμε να φοβόμαστε και να δειλιάζουμε. Ας αξιολογήσουμε την ανθρώπινη ζωή, όπως πραγματικά της αξίζει. Λένε πως η σιωπή είναι χρυσός. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όμως, η σιωπή είναι συνενοχή. Η σιωπή είναι έγκλημα. Η σιωπή είναι δολοφονία!
maridor
Κανένας, όμως, από τους γονείς των άλλων μαθητών και κανένας από τους δασκάλους δεν φαίνεται διατεθειμένος να πλησιάσει το κοριτσάκι και να ανοίξει συζήτηση μαζί του ή να το βοηθήσει με κάποιο τρόπο να κοινωνικοποιηθεί και να μην είναι μόνο του. Μήπως δεν νοιάζονται; Όχι, δεν είναι αυτό. Τότε γιατί δεν πλησιάζει κανείς αυτό το γλυκό προσωπάκι; Γιατί δεν διερωτάται κανείς για ποιο λόγο φαίνεται να είναι τόσο δυστυχισμένο; Μα, δεν διερωτάται κανείς διότι όλοι τους γνωρίζουν το λόγο. Είναι κοινό μυστικό. Το ξέρουν οι γονείς των συμμαθητών της, το ξέρουν οι δάσκαλοι, το γνωρίζουν οι γείτονες και όλοι οι συγγενείς της. Αυτό το κοριτσάκι υφίσταται καθημερινά σωματική κακοποίηση από τον πατέρα του. Οι γείτονες ακούν τον πατέρα να της φωνάζει και τον βλέπουν από το παράθυρό τους να χτυπάει πολλές φορές πολύ άσχημα το δύσμοιρο το κοριτσάκι. «Μα ποιος νομίζει ότι είναι; Κρίμα να το περνάει όλο αυτό το καημένο το παιδάκι», σκέφτονται. Κάθε μέρα που η «Ελένη» πηγαίνει στο σχολείο, οι δάσκαλοι και οι συμμαθητές της παρατηρούν νέες μελανιές στα χεράκια της, στα ποδαράκια της... Μια φορά ο αχρείος είχε χτυπήσει τόσο πολύ το κοριτσάκι που το προσωπάκι του είχε γίνει μαύρο, το ματάκι του είχε πρηστεί και ήταν κατακόκκινο, ενώ ταυτόχρονα η Ελενίτσα μας κούτσαινε λιγάκι. Ο γείτονας είχε δει τον πατέρα της το προηγούμενο βράδυ να την σηκώνει στον αέρα και να την πετά με ορμή πάνω στη μικρή βιβλιοθήκη που είχαν στο σαλόνι τους. Η βιβλιοθήκη, στη συνέχεια, είχε πέσει πάνω στο κοριτσάκι και την είχε «πλακώσει». Προφανώς, για αυτό κούτσαινε. Ο πατέρας της δεν είχε καν προσπαθήσει να την απεγκλωβίσει. Ο γείτονας κοιτούσε εναγωνίως, αλλά και διακριτικά ταυτόχρονα, για να δει αν το κοριτσάκι ήταν ζωντανό. Μόλις είδε τα χεράκια της να κουνιούνται στην προσπάθειά της να απομακρύνει τη βιβλιοθήκη από πάνω της και να σηκωθεί, αισθάνθηκε ανακούφιση. «Ευτυχώς, είναι καλά το καημένο.»
Είναι καλά; Αυτό είχε να πει μόνο ο γείτονας. Αυτό έλεγαν όλοι στο σχολείο κάθε μέρα που την έβλεπαν. «Ευτυχώς τη γλίτωσε και σήμερα. Είναι ζωντανή.» Για πόσο, όμως; Για πόσο αυτό το γλυκό κοριτσάκι θα καταφέρνει να γλιτώνει από το θάνατο αν αυτοί που γνωρίζουν τι συμβαίνει δεν δραστηριοποιηθούν να ενημερώσουν την πρόνοια; Αν κάποιος δεν καλέσει την αστυνομία, πώς είναι δυνατόν εκείνοι να γνωρίζουν την κατάσταση και να προσπαθήσουν να σώσουν το κοριτσάκι; Πώς είναι δυνατόν να γνωρίζουν όλοι τι συμβαίνει και να σιγούν μπροστά στο αποτρόπαιο αυτό έγκλημα του «πατέρα», που φυσικά δεν του αρμόζει καν ο τίτλος του «πατέρα»; Και η μάνα; Α! Η μάνα υπόκειται και η ίδια στο ίδιο μαρτύριο με την κόρη της και δεν βρίσκει καν το κουράγιο να βοηθήσει τη μικρή. «Μάνα είναι αυτή που δεν σηκώνεται να φύγει για να προστατεύσει το παιδί της;», σχολιάζει ο κόσμος. «Εκείνη πρέπει να κάνει κάτι», σκέφτονται όλοι και επαναπαύονται μεταθέτοντας τις ευθύνες στη φοβισμένη μητέρα, που τις περισσότερες μέρες της εβδομάδος λείπει από το σπίτι. Όχι, δεν δουλεύει. Τις περισσότερες μέρες τις περνά στο νοσοκομείο, όπου την στέλνει η «αγάπη» με την οποία της φέρεται ο σύζυγός της.
«Εκείνη πρέπει να κάνει κάτι». Μάλιστα. Και γιατί πρέπει μόνο εκείνη να κάνει κάτι; Όλοι αυτοί που έχουν γνώση του γεγονότος και το αποσιωπούν νομίζουν ότι θα είναι άμοιροι ευθυνών αν αυτό το γλυκό παιδάκι κάποια μέρα δεν ξαναπάει στο σχολείο; Τι θα γίνει αν κάποια μέρα δεν ξαναδούν την «Ελενίτσα» μας να κάθεται μόνη της στον προαύλιο χώρο του σχολείου; Ο θάνατος αυτού του παιδιού θα βαραίνει όχι μόνο την οικογένειά του, αλλά και όλους όσους είχαν γνώση της κατάστασης και την αποσιωπούσαν. Το αίμα του μικρού παιδιού θα είναι στα χέρια όλων όσων γνώρισαν και προτίμησαν να μείνουν αδρανείς από δειλία.
Αυτή είναι, λοιπόν, η μάστιγα της εποχής μας: η ανέχεια του κόσμου και η δειλία που επιδεικνύει αποφεύγοντας να κάνει κάτι για να σταματήσει τον ανθρώπινο πόνο. Ας σταματήσουμε πια να μεταθέτουμε τις ευθύνες μας στους άλλους. Ας σταματήσουμε να φοβόμαστε και να δειλιάζουμε. Ας αξιολογήσουμε την ανθρώπινη ζωή, όπως πραγματικά της αξίζει. Λένε πως η σιωπή είναι χρυσός. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όμως, η σιωπή είναι συνενοχή. Η σιωπή είναι έγκλημα. Η σιωπή είναι δολοφονία!
maridor
0 Σχόλια