Του Κωνσταντίνου Κανακάρη (τ. καθηγητή Στρατιωτικής Ιστορίας ΣΣΣ) *
Το δραματικό τέλος της Εαρινής Επίθεσης των Ιταλών τον Μάρτιο του 1941, βρήκε τους Έλληνες μαχητές νικητές, με το ηθικό τους αναπτερωμένο. Ενώ όμως οι επιχειρήσεις στο αλβανικό μέτωπο στέφονταν με επιτυχίες, οι δυνατότητες του Ελληνικού Στρατού έφθαναν στα όριά τους.
Ο Ελληνικός Στρατός ήταν εξαντλημένος, όχι μόνο λόγω της φυσικής κόπωσης των ανδρών του, αλλά κυρίως λόγω των ελλείψεων σε μέσα και υλικά. Τα πυρομαχικά και τα ελαφρά όπλα του πεζικού δεν αποτελούσαν ιδιαίτερο πρόβλημα, αφού συμπληρώνονταν από τις μεγάλες ποσότητες λαφύρων ιταλικής προέλευσης. Οι σωλήνες όμως του πολύτιμου ορειβατικού πυροβολικού ήταν φθαρμένοι χωρίς δυνατότητα αντικατάστασής τους και είχαν παρουσιαστεί ελλείψεις σε όλα τα βαρέα όπλα. Η ΕΒΑ (Ελληνική Βασιλική Αεροπορία) είχε μειώσει στο ελάχιστο τις επιχειρήσεις επάνω από το μέτωπο της Αλβανίας λόγω της αδυναμίας της να αντικαταστήσει τις απώλειές της, οι οποίες το 1940 και τους τρεις πρώτους μήνες του 1941 ανέρχονταν στο 85% της συνολικής δύναμής της. Προκειμένου να αναπληρωθούν οι απώλειες αυτές, είχαν φθάσει στην Ελλάδα μόνο μια μοίρα διπλάνων Gladiator και μισή μοίρα βομβαρδιστικών Blenheim Mk.I από τη Βρετανική Βασιλική Αεροπορία (RAF). Επιπλέον, τα αντιαεροπορικά και τα πολυβόλα του Στρατού εμφάνιζαν μονίμως ελλείψεις, οι οποίες έπρεπε να καλυφθούν από άλλα μέτωπα. Το 1941, οι μόνες δυνάμεις που υπήρχαν εκτός της Ηπείρου ήταν αυτές του μακεδονικού μετώπου, το ανατολικό μέρος του οποίου προστατευόταν από τη λεγόμενη «γραμμή Μεταξά». Αλλά η συνεχής ικανοποίηση των αναγκών του αλβανικού μετώπου είχε μειώσει τις διατιθέμενες δυνάμεις στη Μακεδονιά σε μόλις τέσσερις εξασθενημένες μεραρχίες με υλικό δεύτερης διαλογής.
Οι πιθανότητες συνδρομής από άλλη πλευρά ήταν μικρές και οι διπλωματικές προσπάθειες για βρετανική υποστήριξη ή για επίτευξη συνεργασίας με τη Γιουγκοσλαβία και την Τουρκία δεν είχαν αποδώσει καρπούς. Οι Βρετανοί, ιεραρχώντας τότε τις δικές τους προτεραιότητες στη Βόρειο Αφρική, είχαν περιορίσει στο ελάχιστο την βοήθεια προς την Ελλάδα, σε σημείο που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως απλή ένδειξη καλής θέλησης. Μάλιστα, η θέση των Βρετανών στις αρχές του 1941 ήταν τόσο ευάλωτη, που και αυτή ακόμα η ελάχιστη βοήθεια παρεχόταν εις βάρος των επιτυχιών τους στη Βόρειο Αφρική. Οι Γιουγκοσλάβοι, από την πλευρά τους, δυσκολεύονταν να λάβουν θέση, φοβούμενοι γερμανική εισβολή σε περίπτωση που θα τολμούσαν να εκδηλωθούν εναντίον του Αξονα. Οι Τούρκοι, τέλος, τηρούσαν επιμελώς αυστηρή ουδετερότητα.
Η ελληνική ηγεσία γνώριζε για την επερχόμενη «καταιγίδα» ήδη από τα μέσα Ιανουαρίου του 1941, ενώ οι συζητήσεις για το σχέδιο άμυνας είχαν ξεκινήσει ακόμη νωρίτερα. Το τελικό αμυντικό σχέδιο όριζε ότι η προσπάθεια θα πραγματοποιείτο σε δύο ξεχωριστά μέτωπα: το Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ), δύναμης τρεισήμισι μεραρχιών, θα κάλυπτε τη γραμμή ανατολικής όχθης Αξιού – όρους Μπέλες - Νέστου, συμπεριλαμβανομένης και της Θεσσαλονίκης, και η μεικτή ελληνοβρετανική διοίκηση, δύναμης πέντε μεραρχιών, γνωστή ως «W Force» ή «Συγκρότημα W», προς τα νοτιοδυτικά, θα κάλυπτε τη γραμμή Βερμίου - Αλιάκμονα - Θερμαϊκού κόλπου. Η διπλή αυτή διάταξη επρόκειτο να αποβεί καταστροφική για τους αμυνόμενους στη Μακεδονία.
Η ημέρα της 5ης Απριλίου βάδιζε προς το τέρμα της. Όλες οι ενδείξεις μέχρι εκείνο το βράδυ έδειχναν ότι η στιγμή της αναμενόμενης γερμανικής επίθεσης επερχόταν. Η εντατική κίνηση των γερμανικών τμημάτων μέσα στο βουλγαρικό έδαφος και οι συνεχείς επίγειες και εναέριες γερμανικές αναγνωρίσεις κατά τη διάρκεια του δεύτερου δεκαπενθημέρου του Μαρτίου και των πρώτων ημερών του Απριλίου είχαν ακολουθηθεί από μια περίοδο σχετικής ηρεμίας. Η διάταξη μάχης των γερμανικών δυνάμεων απέναντι από τη γραμμή των οχυρών, στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο, είχε συντελεσθεί και η επίθεσή τους θα έπρεπε να αναμένεται. Οι Έλληνες στρατιώτες των οχυρών, αγρυπνούσαν απτόητοι και με υψηλό ηθικό, όπως τα αδέλφια τους στο αλβανικό μέτωπο, και ήταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν και αυτό τον φοβερό αντίπαλο. Κατά τη διάρκεια των πρώτων νυκτερινών ωρών οι φρουροί των φυλακών στα οχυρά άκουγαν ασυνήθιστους θορύβους που ήταν προμηνύματα έκτακτης δράσης, ενώ οι σκοποί στο Μπέλες είδαν εκείνο το βράδυ λευκές σκιές να κινούνται μέσα στο σκοτάδι και να προχωρούν αθόρυβα προς τα ελληνικά φυλάκια. Το Γενικό Στρατηγείο (ΓΣ), έχοντας και από άλλες πηγές πληροφορίες ότι επρόκειτο να εκδηλωθεί γερμανική επίθεση το πρωί της 6ης Απριλίου, διέταξε στη 01.00 τον αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Μπακόπουλο, διοικητή του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ) να εκτελέσει κατά τις πρωινές ώρες τις προβλεπόμενες καταστροφές επί των οδικών αξόνων μεταξύ των συνόρων και της τοποθεσίας των οχυρών - οι οποίες και εκτελέστηκαν επιτυχώς.
Στις 05.15 της 6ης Απριλίου τα γερμανικά στρατεύματα άρχισαν ταυτόχρονα την εισβολή τους στην τότε νότια Γιουγκοσλαβία και στο ελληνικό έδαφος, χωρίς να τηρηθούν τα συνηθισμένα διπλωματικά έθιμα του τελεσιγράφου και της προθεσμίας για απάντηση, ίσως για να αποφύγει ο Χίτλερ το αγέρωχο «ΟΧΙ» των Ελλήνων, για το οποίο είχε κάθε λόγο να είναι βέβαιος μετά το «ΟΧΙ» του Ιωάννη Μεταξά στον Μουσολίνι. Στις 05.30 ο Γερμανός πρεσβευτής στην Αθήνα επέδωσε στον Έλληνα πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή διακοίνωση, στην οποία διατυπώνονταν αστήρικτοι ισχυρισμοί περί παραβίασης της ουδετερότητας και αναγγελόταν η εισβολή.
Ένα σεμνό και λιτό ανακοινωθέν πληροφορούσε εκείνο το πρωί τον ελληνικό λαό: «Από της 05.15, ο εν Βουλγαρία Γερμανικός Στρατός προσέβαλεν όλως απροόπτως τα ημέτερα στρατεύματα επί της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου. Τα στρατεύματά μας αμύνονται του πατρίου εδάφους».
Η κύρια προσπάθεια των Γερμανών εκδηλώθηκε στο αριστερό πλευρό της οχυρωμένης τοποθεσίας και κυρίως κατά του Μπέλες και του οχυρού Ρούπελ, ενώ ανατολικότερα, στο υψίπεδο Νευροκοπίου και στη δυτική Θράκη, η επίθεση ήταν μικρότερης έντασης. Επακολούθησαν παντού επικοί αγώνες και διαδραματίσθηκαν σκηνές έξοχου ηρωισμού, που προκάλεσαν τον θαυμασμό όχι μόνον του ελεύθερου κόσμου, αλλά και των ίδιων των Γερμανών.
* Από το «Η Γερμανική Εισβολή στην Ελλάδα», τόμος 1 εκδόσεις ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ
Πηγή: redskywarning.blogspot.gr
Το δραματικό τέλος της Εαρινής Επίθεσης των Ιταλών τον Μάρτιο του 1941, βρήκε τους Έλληνες μαχητές νικητές, με το ηθικό τους αναπτερωμένο. Ενώ όμως οι επιχειρήσεις στο αλβανικό μέτωπο στέφονταν με επιτυχίες, οι δυνατότητες του Ελληνικού Στρατού έφθαναν στα όριά τους.
Ο Ελληνικός Στρατός ήταν εξαντλημένος, όχι μόνο λόγω της φυσικής κόπωσης των ανδρών του, αλλά κυρίως λόγω των ελλείψεων σε μέσα και υλικά. Τα πυρομαχικά και τα ελαφρά όπλα του πεζικού δεν αποτελούσαν ιδιαίτερο πρόβλημα, αφού συμπληρώνονταν από τις μεγάλες ποσότητες λαφύρων ιταλικής προέλευσης. Οι σωλήνες όμως του πολύτιμου ορειβατικού πυροβολικού ήταν φθαρμένοι χωρίς δυνατότητα αντικατάστασής τους και είχαν παρουσιαστεί ελλείψεις σε όλα τα βαρέα όπλα. Η ΕΒΑ (Ελληνική Βασιλική Αεροπορία) είχε μειώσει στο ελάχιστο τις επιχειρήσεις επάνω από το μέτωπο της Αλβανίας λόγω της αδυναμίας της να αντικαταστήσει τις απώλειές της, οι οποίες το 1940 και τους τρεις πρώτους μήνες του 1941 ανέρχονταν στο 85% της συνολικής δύναμής της. Προκειμένου να αναπληρωθούν οι απώλειες αυτές, είχαν φθάσει στην Ελλάδα μόνο μια μοίρα διπλάνων Gladiator και μισή μοίρα βομβαρδιστικών Blenheim Mk.I από τη Βρετανική Βασιλική Αεροπορία (RAF). Επιπλέον, τα αντιαεροπορικά και τα πολυβόλα του Στρατού εμφάνιζαν μονίμως ελλείψεις, οι οποίες έπρεπε να καλυφθούν από άλλα μέτωπα. Το 1941, οι μόνες δυνάμεις που υπήρχαν εκτός της Ηπείρου ήταν αυτές του μακεδονικού μετώπου, το ανατολικό μέρος του οποίου προστατευόταν από τη λεγόμενη «γραμμή Μεταξά». Αλλά η συνεχής ικανοποίηση των αναγκών του αλβανικού μετώπου είχε μειώσει τις διατιθέμενες δυνάμεις στη Μακεδονιά σε μόλις τέσσερις εξασθενημένες μεραρχίες με υλικό δεύτερης διαλογής.
Οι πιθανότητες συνδρομής από άλλη πλευρά ήταν μικρές και οι διπλωματικές προσπάθειες για βρετανική υποστήριξη ή για επίτευξη συνεργασίας με τη Γιουγκοσλαβία και την Τουρκία δεν είχαν αποδώσει καρπούς. Οι Βρετανοί, ιεραρχώντας τότε τις δικές τους προτεραιότητες στη Βόρειο Αφρική, είχαν περιορίσει στο ελάχιστο την βοήθεια προς την Ελλάδα, σε σημείο που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως απλή ένδειξη καλής θέλησης. Μάλιστα, η θέση των Βρετανών στις αρχές του 1941 ήταν τόσο ευάλωτη, που και αυτή ακόμα η ελάχιστη βοήθεια παρεχόταν εις βάρος των επιτυχιών τους στη Βόρειο Αφρική. Οι Γιουγκοσλάβοι, από την πλευρά τους, δυσκολεύονταν να λάβουν θέση, φοβούμενοι γερμανική εισβολή σε περίπτωση που θα τολμούσαν να εκδηλωθούν εναντίον του Αξονα. Οι Τούρκοι, τέλος, τηρούσαν επιμελώς αυστηρή ουδετερότητα.
Η ελληνική ηγεσία γνώριζε για την επερχόμενη «καταιγίδα» ήδη από τα μέσα Ιανουαρίου του 1941, ενώ οι συζητήσεις για το σχέδιο άμυνας είχαν ξεκινήσει ακόμη νωρίτερα. Το τελικό αμυντικό σχέδιο όριζε ότι η προσπάθεια θα πραγματοποιείτο σε δύο ξεχωριστά μέτωπα: το Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ), δύναμης τρεισήμισι μεραρχιών, θα κάλυπτε τη γραμμή ανατολικής όχθης Αξιού – όρους Μπέλες - Νέστου, συμπεριλαμβανομένης και της Θεσσαλονίκης, και η μεικτή ελληνοβρετανική διοίκηση, δύναμης πέντε μεραρχιών, γνωστή ως «W Force» ή «Συγκρότημα W», προς τα νοτιοδυτικά, θα κάλυπτε τη γραμμή Βερμίου - Αλιάκμονα - Θερμαϊκού κόλπου. Η διπλή αυτή διάταξη επρόκειτο να αποβεί καταστροφική για τους αμυνόμενους στη Μακεδονία.
Η ημέρα της 5ης Απριλίου βάδιζε προς το τέρμα της. Όλες οι ενδείξεις μέχρι εκείνο το βράδυ έδειχναν ότι η στιγμή της αναμενόμενης γερμανικής επίθεσης επερχόταν. Η εντατική κίνηση των γερμανικών τμημάτων μέσα στο βουλγαρικό έδαφος και οι συνεχείς επίγειες και εναέριες γερμανικές αναγνωρίσεις κατά τη διάρκεια του δεύτερου δεκαπενθημέρου του Μαρτίου και των πρώτων ημερών του Απριλίου είχαν ακολουθηθεί από μια περίοδο σχετικής ηρεμίας. Η διάταξη μάχης των γερμανικών δυνάμεων απέναντι από τη γραμμή των οχυρών, στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο, είχε συντελεσθεί και η επίθεσή τους θα έπρεπε να αναμένεται. Οι Έλληνες στρατιώτες των οχυρών, αγρυπνούσαν απτόητοι και με υψηλό ηθικό, όπως τα αδέλφια τους στο αλβανικό μέτωπο, και ήταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν και αυτό τον φοβερό αντίπαλο. Κατά τη διάρκεια των πρώτων νυκτερινών ωρών οι φρουροί των φυλακών στα οχυρά άκουγαν ασυνήθιστους θορύβους που ήταν προμηνύματα έκτακτης δράσης, ενώ οι σκοποί στο Μπέλες είδαν εκείνο το βράδυ λευκές σκιές να κινούνται μέσα στο σκοτάδι και να προχωρούν αθόρυβα προς τα ελληνικά φυλάκια. Το Γενικό Στρατηγείο (ΓΣ), έχοντας και από άλλες πηγές πληροφορίες ότι επρόκειτο να εκδηλωθεί γερμανική επίθεση το πρωί της 6ης Απριλίου, διέταξε στη 01.00 τον αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Μπακόπουλο, διοικητή του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ) να εκτελέσει κατά τις πρωινές ώρες τις προβλεπόμενες καταστροφές επί των οδικών αξόνων μεταξύ των συνόρων και της τοποθεσίας των οχυρών - οι οποίες και εκτελέστηκαν επιτυχώς.
Στις 05.15 της 6ης Απριλίου τα γερμανικά στρατεύματα άρχισαν ταυτόχρονα την εισβολή τους στην τότε νότια Γιουγκοσλαβία και στο ελληνικό έδαφος, χωρίς να τηρηθούν τα συνηθισμένα διπλωματικά έθιμα του τελεσιγράφου και της προθεσμίας για απάντηση, ίσως για να αποφύγει ο Χίτλερ το αγέρωχο «ΟΧΙ» των Ελλήνων, για το οποίο είχε κάθε λόγο να είναι βέβαιος μετά το «ΟΧΙ» του Ιωάννη Μεταξά στον Μουσολίνι. Στις 05.30 ο Γερμανός πρεσβευτής στην Αθήνα επέδωσε στον Έλληνα πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή διακοίνωση, στην οποία διατυπώνονταν αστήρικτοι ισχυρισμοί περί παραβίασης της ουδετερότητας και αναγγελόταν η εισβολή.
Ένα σεμνό και λιτό ανακοινωθέν πληροφορούσε εκείνο το πρωί τον ελληνικό λαό: «Από της 05.15, ο εν Βουλγαρία Γερμανικός Στρατός προσέβαλεν όλως απροόπτως τα ημέτερα στρατεύματα επί της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου. Τα στρατεύματά μας αμύνονται του πατρίου εδάφους».
Η κύρια προσπάθεια των Γερμανών εκδηλώθηκε στο αριστερό πλευρό της οχυρωμένης τοποθεσίας και κυρίως κατά του Μπέλες και του οχυρού Ρούπελ, ενώ ανατολικότερα, στο υψίπεδο Νευροκοπίου και στη δυτική Θράκη, η επίθεση ήταν μικρότερης έντασης. Επακολούθησαν παντού επικοί αγώνες και διαδραματίσθηκαν σκηνές έξοχου ηρωισμού, που προκάλεσαν τον θαυμασμό όχι μόνον του ελεύθερου κόσμου, αλλά και των ίδιων των Γερμανών.
* Από το «Η Γερμανική Εισβολή στην Ελλάδα», τόμος 1 εκδόσεις ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ
Πηγή: redskywarning.blogspot.gr
0 Σχόλια