Sponsor

ATHENS WEATHER

800.000 πολίτες πληρώνουν τα 2/3 των φόρων

Μισθωτοί και συνταξιούχοι δηλώνουν το 72% του συνολικού εισοδήματος και καταβάλλουν το 65% των φόρων.


H χώρα «μετράει» περίπου 9 εκατομμύρια φορολογουμένους οι οποίοι συμπληρώνουν κάθε χρόνο 6,5 εκατομμύρια δηλώσεις. Αυτά τα 9 εκατομμύρια «μοιράζονται» εισοδήματα περίπου 85 δισ. ευρώ (συμπεριλαμβανομένων των τεκμηρίων) και σηκώνουν φορολογικά βάρη περίπου 8,2 δισ. ευρώ. Όμως τα βάρη δεν μοιράζονται αναλογικά.

Οι 800.000 –τόσοι είναι όλοι– που εμφανίζουν ατομικό εισόδημα άνω των 20.000 ευρώ τον χρόνο –και μιλάμε για φορολογητέο εισόδημα και όχι καθαρό– είναι αυτοί που πληρώνουν το 65% του συνόλου των φόρων. Δηλαδή, στην Ελλάδα, οι 9 στους 10 πληρώνουν το ένα τρίτο των φόρων και ο ένας στους 10 πληρώνει τα δύο τρίτα.

Η εκτεταμένη φοροδιαφυγή στην Ελλάδα, η μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας σε συνθήκες ακραίας αύξησης των τιμών για τα δεδομένα της Ευρωζώνης αλλά και μια ελληνική «ιδιαιτερότητα» (η εφαρμογή πολύ υψηλού συντελεστή στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων και μάλιστα από πολύ χαμηλά επίπεδα σε σύγκριση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα) αποτυπώνονται πολύ έντονα στις φορολογικές δηλώσεις. Αναδεικνύουν δε την ανάγκη του να υλοποιηθεί ο στόχος που θέτει για την Ελλάδα όσο ο ΟΟΣΑ όσο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή: τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης.

Το να περιορίζονται τα δηλωθέντα εισοδήματα στα 80-85 δισ. ευρώ όταν το ΑΕΠ της χώρας φτάνει πλέον στα 205 δισ. ευρώ και οι ετήσιες δαπάνες που καταγράφονται στις έρευνες οικογενειακών προϋπολογισμών ξεπερνούν τα 130 δισ. ευρώ δεν υπακούει στη λογική και αναδεικνύει την έκταση της φοροδιαφυγής. Προφανώς, το γεγονός ότι 67,7% των φορολογουμένων εμφανίζουν ατομικό εισόδημα κάτω των 10.000 ευρώ, με αποτέλεσμα να πληρώνουν μόνο το 5% του συνόλου των φόρων, δεν οφείλεται μόνο στη φοροδιαφυγή αλλά και σε άλλους παράγοντες: στην υψηλή ανεργία, στη φτώχεια η οποία ξεπερνάει στην Ελλάδα το 25%, στην πολύ διαδεδομένη μερική απασχόληση ειδικά μετά την είσοδο της χώρας στα μνημόνια κ.λπ.

Ωστόσο, ένας από τους σοβαρούς λόγους που λειτουργούν αποτρεπτικά στο να εμφανιστεί περισσότερη φορολογητέα ύλη και να ανακατανεμηθούν τα φορολογικά βάρη είναι οι φορολογικοί συντελεστές. Οταν ο αυτοαπασχολούμενος, ο επιτηδευματίας ή ακόμη και ο μισθωτός γνωρίζουν ότι αν το δηλωθέν εισόδημά τους ξεπεράσει τις 20.000 ευρώ, αυτομάτως θα ενεργοποιηθεί ο συντελεστής του 28% (που σημαίνει ότι μαζί με τις ασφαλιστικές εισφορές θα παρακρατηθεί από το Δημόσιο πάνω από το 40% του όποιου πρόσθετου εισοδήματος), το κίνητρο για την απόκρυψη εισοδημάτων γίνεται ιδιαίτερα ισχυρό. Δεν είναι τυχαίο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των αυτοαπασχολούμενων περιορίζεται στο να εμφανίσει ετήσια εισοδήματα έως 10.000 ευρώ. Αυτό συμβαίνει διότι μέχρι αυτό το επίπεδο εφαρμόζεται ο συντελεστής του 9%. Ούτε είναι τυχαίο ότι οι 9 στους 10 εισοδηματίες δεν ξεπερνούν τις 12.000 ευρώ τον χρόνο. Μέχρι αυτό το όριο εφαρμόζεται ο συντελεστής του 15% και αμέσως μετά εκτινάσσεται στο 35% ή και ακόμη υψηλότερα.

Η κατανομή των φορολογουμένων με βάση το εισόδημα αλλά και τον φόρο που πληρώνουν, αναδεικνύει και την έκταση του προβλήματος. Τα τελευταία αναλυτικά στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα προέρχονται από τις δηλώσεις του 2021 και αφορούν το 2020, έτος με ιδιαιτερότητες λόγω της πανδημίας (αναστολή συμβάσεων εργασίας, λειτουργίας επιχειρήσεων κ.λπ.). Ετσι, αναμένονται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα ευρήματα από τις φετινές φορολογικές δηλώσεις, χωρίς όμως και εντυπωσιακές αλλαγές.

Στο εισόδημα των μισθωτών και των συνταξιούχων εκτιμάται ότι έχει στηριχτεί και πάλι η αύξηση της φορολογητέας ύλης, ενώ τα «μερίδια» μεταξύ των εισοδηματικών κλιμακίων δεν αλλάζουν σημαντικά από χρόνο σε χρόνο εκτός και αν υπάρξει κάποια ριζική μεταβολή στο φορολογικό σύστημα (σ.σ. όπως η μείωση του συντελεστή φορολόγησης των μερισμάτων που οδήγησε το 2021 σε τετραπλασιασμό των δηλωθέντων εισοδημάτων από μερίσματα).


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια