Sponsor

ATHENS WEATHER

Πόσο κοστίζουν οι προεκλογικές εξαγγελίες

Η «Κ» κοστολογεί τις μειώσεις των φόρων και τις αυξήσεις επιδομάτων, μισθών και συντάξεων που υπόσχονται τα κόμματα


Θάνος Τσίρος

Η δαπάνη για μισθούς του Δημοσίου και συντάξεις στην Ελλάδα ξεπερνάει τα 40 δισ. ευρώ, απορροφώντας πολύ μεγάλο μερίδιο από τα συνολικά έσοδα από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές.

Οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης στα καύσιμα αποδίδουν περίπου το 8% των συνολικών φορολογικών εσόδων της χώρας, ενώ ο ΦΠΑ στα τρόφιμα έχει φτάσει να αποφέρει πάνω από το 10% των εισπράξεων από τον φόρο προστιθέμενης αξίας και σίγουρα περισσότερα από όσα αποδίδει ολόκληρος ο ΕΝΦΙΑ.

Στην… καρδιά του κρατικού προϋπολογισμού χτυπούν οι εξαγγελίες για μειώσεις φόρων και αυξήσεις επιδομάτων, μισθών και συντάξεων. Η υλοποίηση των υποσχέσεων προσκρούει από τη μία στις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα για εκτέλεση προϋπολογισμών με υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για όσο διάστημα παραμένει σε υψηλά επίπεδα το χρέος και από την άλλη στις «ιδιαιτερότητες» της Ελλάδας: περιορισμένα δηλωθέντα εισοδήματα (άρα και μικρή φορολογητέα ύλη), μεγάλη εξάρτηση από την έμμεση φορολογία αλλά και υψηλή συνταξιοδοτική δαπάνη.

• O ΦΠΑ των τροφίμων –και λόγω της αύξησης των τιμών καθώς ο κλαδικός πληθωρισμός εξακολουθεί να τρέχει με διψήφιο ποσοστό– αποδίδει πλέον περί τα 2,8 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση και έχει μετατραπεί σε μία από τις βασικότερες πηγές εσόδων της χώρας. Αρκεί να σημειωθεί ότι το συνολικό ποσό που βεβαιώθηκε φέτος σε 6,1 εκατομμύρια φυσικά πρόσωπα και 64.00 νομικά πρόσωπα για τον ΕΝΦΙΑ ήταν 2,27 δισ. ευρώ. Η μείωση του συντελεστή ΦΠΑ στα τρόφιμα δεν είναι εύκολο να οδηγήσει σε αύξηση της κατανάλωσης καθώς η ζήτηση είναι σχεδόν ανελαστική. Ετσι, η όποια παρέμβαση στο συγκεκριμένο «μέτωπο» θα πρέπει να καλυφθεί από άλλες πηγές εσόδων. Το αν η όποια μείωση στον ΦΠΑ θα αποτυπωθεί και στην τελική τιμή λιανικής είναι εξαιρετικά αμφίβολο καθώς εξαρτάται από τη στάση που θα τηρήσει ο παραγωγός, ο χονδρέμπορος και ο λιανέμπορος. Επίσης, το όποιο όφελος είναι οριζόντιο για τους καταναλωτές ανεξάρτητα από το εισόδημά τους και ανεξάρτητα από το αν είναι μόνιμοι κάτοικοι της χώρας ή τουρίστες.

• Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στο diesel κίνησης αποφέρει 1,5 δισ. ευρώ ετησίως, ενώ επιπλέον δύο δισ. ευρώ προσθέτει ο ΕΦΚ στις βενζίνες. Μαζί με τον ειδικό φόρο κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης, το τελικό ποσό προσεγγίζει τα 4 δισ. ευρώ. Αρα στα 100 ευρώ φόρων που εισπράττει το Δημόσιο, περίπου τα 8 ευρώ έρχονται από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στην ενέργεια. Κατά συνέπεια, η όποια παρέμβαση έχει και πολύ μεγάλο δημοσιονομικό κόστος. Οι επιπτώσεις από τις μειώσεις στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στα καύσιμα είναι ευρύτατες και άμεσες:

1. Μειώνονται οι εισπράξεις και από τον ΦΠΑ επί των καυσίμων καθώς το 24% επιβάλλεται και επί του ειδικού φόρου κατανάλωσης.

2. Η μείωση περνάει αυτόματα στην τιμή λιανικής.

3. Η μείωση της τιμής μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της κατανάλωσης, αλλά αυτή με τη σειρά της επηρεάζει αρνητικά το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας καθώς το σύνολο των καυσίμων εισάγεται από το εξωτερικό.

Στην Ελλάδα ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στην αμόλυβδη φτάνει στα 70 λεπτά ανά λίτρο και είναι σχεδόν διπλάσιος σε σχέση με τον ελάχιστο συντελεστή στην Ε.Ε. (35,9 λεπτά).

Στο πετρέλαιο κίνησης διαμορφώνεται στα 41 λεπτά από 33 λεπτά στην Ε.Ε. και στο πετρέλαιο θέρμανσης στα 28 λεπτά από μόλις 2,1 λεπτά στην Ε.Ε. Κατά συνέπεια για την όποια μείωση θα πρέπει να συνυπολογιστεί όχι μόνο το δημοσιονομικό κόστος αλλά και η γενικότερη επίπτωση, καθώς η Ευρώπη κινείται στην κατεύθυνση του να φορολογήσει επιπλέον τα ορυκτά καύσιμα.

Μισθοί και συντάξεις

Παρά το «πάγωμα» των μισθών στο Δημόσιο αλλά και τη μείωση της συνολικής δαπάνης λόγω της εφαρμογής του κανόνα «λιγότερες προσλήψεις σε σχέση με τις αποχωρήσεις», το συνολικό κονδύλι που διατίθεται προσεγγίζει τα 13-14 δισ. ευρώ τον χρόνο. Ετσι, για κάθε μια μονάδα οριζόντιας αύξησης των μισθών απαιτούνται περίπου 130 εκατ. ευρώ.

Από το αρχικό ποσό αύξησης των μισθών στο Δημόσιο βέβαια σημαντικό ποσοστό επιστρέφει στα κρατικά ταμεία. Αφενός διότι οι εργαζόμενοι καταβάλλουν περισσότερα για φόρο εισοδήματος και ασφαλιστικές εισφορές και αφετέρου διότι και το καθαρό ποσό που θα απομείνει στον εργαζόμενο θα διοχετευτεί στην κατανάλωση και θα φορολογηθεί. Είναι προφανές ότι όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό της αύξησης, τόσο μεγαλύτερο είναι και το δημοσιονομικό κόστος, ενώ καθοριστικό για το ύψος του λογαριασμού είναι το αν θα γίνει εφάπαξ αναπροσαρμογή του μισθολογίου ή αν θα γίνονται διορθώσεις σε ετήσια βάση λόγω πληθωρισμού.

Η συνταξιοδοτική δαπάνη ξεπερνάει πλέον τα 27-28 δισ. ευρώ και είναι ούτως ή άλλως νομοθετημένο να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια με βάση το άθροισμα του πληθωρισμού και της ανάπτυξης. Με την ισχύουσα νομοθεσία, η αύξηση θα κοστίσει –σε δημοσιονομικό επίπεδο– 450 εκατ. ευρώ το 2024, 800 εκατ. ευρώ το 2025, 1,1 δισ. ευρώ το 2026 και 1,5 δισ. ευρώ το 2027. Η ισχύουσα νομοθεσία δεν προβλέπει τη χορήγηση αύξησης σε όσους έχουν θετική προσωπική διαφορά οπότε αν αυτό αλλάξει, το δημοσιονομικό κόστος θα είναι ακόμη μεγαλύτερο. Οσο για τη 13η σύνταξη, απαιτεί χώρο 1 δισ. ευρώ. Στα 2,5 δισ. ευρώ φτάνει το δημοσιονομικό κόστος για να κλείσει «οριζόντια» και η εκκρεμότητα με τα αναδρομικά των συνταξιούχων.

Για να μειωθεί ο συντελεστής υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών κατά μία ποσοστιαία μονάδα θα πρέπει να βρεθούν 500 εκατ. ευρώ, ενώ στα 440 εκατ. ευρώ ανέρχεται το δημοσιονομικό κόστος από την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, μέτρο για το οποίο συμφωνούν και τα δύο μεγάλα κόμματα. Υψηλό δημοσιονομικό κόστος συνεπάγεται η παρέμβαση και στα επιδόματα που διανέμονται. Μόνο τα επιδόματα τέκνων κοστίζουν σήμερα κοντά στο 1 δισ. ευρώ, ενώ το επίδομα ενοικίου χρηματοδοτείται με 400 εκατ. ευρώ τον χρόνο.


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια