Της Ελευθερίας Κούρταλη
Ο κίνδυνος άμεσης μετάδοσης τις κρίσης των περιφερειακών τραπεζών των ΗΠΑ στην Ευρώπη ή το Ηνωμένο Βασίλειο φαίνεται περιορισμένος, καθώς η έκθεση των ευρωπαϊκών τραπεζών στις καταθέσεις των ΗΠΑ είναι χαμηλή και τα τραπεζικά συστήματα της ευρωζώνης και του Ηνωμένου Βασιλείου είναι καλά κεφαλαιοποιημένα με άφθονη ρευστότητα, επισημαίνει η Goldman Sachs. Ωστόσο, το οικονομικό "stress" των ΗΠΑ θα μπορούσε να οδηγήσει σε περιορισμό της χορήγησης δανείων προς την πραγματική οικονομία από τις ευρωπαϊκές τράπεζες και, ως εκ τούτου, σε σύσφιξη των ευρύτερων χρηματοοικονομικών συνθηκών, ενισχύοντας την επιβράδυνση της ανάπτυξης που ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη.
Όπως αναφέρει σε νέο της report η αμερικάνικη τράπεζα, μετά την κατάρρευση της Silicon Valley Bank, οι αρχές των ΗΠΑ ανακοίνωσαν σημαντικά μέτρα πολιτικής για τη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος και οι οικονομολόγοι της Goldman δεν αναμένουν πλέον αύξηση επιτοκίων από την Fed στη συνεδρίαση του Μαρτίου. Σε ό,τι αφορά τη μετάδοση της κρίσης και τις πιθανές επιδράσεις στην Ευρώπη, διακρίνουν τρία κανάλια.
Πρώτον, οι τραπεζικές πιέσεις των ΗΠΑ θα μπορούσαν να εξαπλωθούν άμεσα στις ευρωπαϊκές τράπεζες, εάν οι πελάτες αποσύρουν καταθέσεις σε θυγατρικές ευρωπαϊκών τραπεζών στις ΗΠΑ. Ωστόσο, το μερίδιο των καταθέσεων στις ΗΠΑ ως ποσοστό των συνολικών καταθέσεων είναι χαμηλό, τόσο για τις τράπεζες της ζώνης του ευρώ όσο και για τις τράπεζες του Ηνωμένου Βασιλείου.
Μεταξύ των τραπεζών της ζώνης του ευρώ που καλύπτονται από την Goldman Sachs, η Santander είναι η μόνη τράπεζα με σημαντική έκθεση σε κατόχους καταθέσεων στις ΗΠΑ (με περίπου 12% των συνολικών καταθέσεων στις ΗΠΑ), ενώ η HSBC και η Barclays είναι τα μόνα μεγάλα τραπεζικά ιδρύματα του Ηνωμένου Βασιλείου με αξιόλογες καταθέσεις στις ΗΠΑ (με περίπου 6% των συνολικών καταθέσεων να βρίσκονται στις ΗΠΑ για την HSBC και 8% στην Αμερική συνολικά για την Barclays).
Ενώ τα δεδομένα για την έμμεση έκθεση στα επηρεαζόμενα τρπαεζικά ιδρύματα των ΗΠΑ μέσω διατραπεζικού δανεισμού είναι περιορισμένα, τόσο οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ όσο και οι τράπεζες του Ηνωμένου Βασιλείου φαίνονται ανθεκτικές σε διάφορες διαστάσεις. Ειδικότερα, η Goldman τονίζει ότι: (1) τα επίπεδα κεφαλαίου των τραπεζών είναι σημαντικά πάνω από τα ελάχιστα εποπτικά όρια σε όλη την Ευρώπη, (2) οι θέσεις ρευστότητας και χρηματοδότησης είναι ισχυρές, τόσο συνολικά όσο και σε επίπεδο μεμονωμένων τραπεζών, (3) οι τράπεζες έχουν σημαντικές πλεονάζουσες καταθέσεις και (4) οι μη πραγματοποιηθείσες ζημιές σε τίτλους διακρατούμενους έως τη λήξη εμφανίζονται χαμηλές.
Συνολικά, τα τραπεζικά συστήματα της ζώνης του ευρώ και του Ηνωμένου Βασιλείου είναι επομένως καλά κεφαλαιοποιημένα και διατηρούν άφθονη ρευστότητα, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο άμεσος κίνδυνος μετάδοσης είναι χαμηλός, τονίζει η Goldman Sachs.
Δεύτερον, οι εντάσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον δανεισμό των ευρωπαϊκών τραπεζών στην πραγματική οικονομία. Δεδομένων των αυξημένων χρηματοοικονομικών κινδύνων -με τα spreads των ευρωπαϊκών τραπεζικών ομολόγων να έχουν διευρυνθεί σημαντικά- οι τράπεζες ενδέχεται να μετακινηθούν από δανεισμό υψηλού κινδύνου σε δανεισμό χαμηλού κινδύνου και να περιορίσουν τους συνολικούς όγκους δανείων, επισημαίνει η Goldman Sachs. Δεδομένης της αισθητής επιδείνωσης του τραπεζικού δανεισμού που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, αυτό θα μπορούσε να ενισχύσει περαιτέρω τους όγκους και τους όρους τραπεζικού δανεισμού σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενισχύοντας την εν εξελίξει επιβράδυνση της ανάπτυξης. Η πρόσφατη διεύρυνση των πιστώσεων spreads των τραπεζών υποδηλώνει τον κίνδυνο οι όροι τραπεζικού δανεισμού να γίνουν πιο αυστηροί, γεγονός που θα μπορούσε να αποδειχθεί σημαντικός δίαυλος διάχυσης από τις χρηματοπιστωτικές εντάσεις των ΗΠΑ.
Τρίτον, οι τραπεζικές πιέσεις στις ΗΠΑ θα μπορούσαν να επεκταθούν στην Ευρώπη μέσω της σύσφιξης των ευρύτερων χρηματοοικονομικών συνθηκών. Οι δείκτες της Goldman για τις χρηματοοικονομικές συνθήκες (FCI) δείχνουν ότι οι απότομα χαμηλότερες αποδόσεις των ομολόγων έχουν μετριάσει μέχρι στιγμής τη μεγάλη πτώση των τιμών των μετοχών και το ασθενέστερο δολάριο, με περιορισμένες συνολικές αλλαγές των χρηματοοικονομικών συνθηκών. Σύμφωνα με την ανάλυση της G.S., μια σύσφιξη κατά 100 μονάδες βάσης στο δείκτη FCI συνήθως μειώνει την ανάπτυξη κατά περίπου 1% μετά από ένα χρόνο. Ενώ η μείωση της ανάπτυξης που συνεπάγεται η μέχρι στιγμής σύσφιξη των χρηματοοικονομικών συνθηκών φαίνεται περιορισμένη, ισχυρότερη μετάδοση θα μπορούσε γρήγορα να εμφανιστεί ως πηγή κινδύνου για την ανάπτυξη και να απαιτήσει στενή παρακολούθηση.
Συνολικά, η ανάλυση της Goldman υποδηλώνει ότι ο άμεσος κίνδυνος μετάδοσης φαίνεται περιορισμένος, αλλά ότι ο τραπεζικός δανεισμός και το βάρος από τη σύσφιξη των χρηματοοικονομικών συνθηκών θα μπορούσαν να δημιουργήσουν σημαντικούς κινδύνους για την ανάπτυξη σε ολόκληρη την Ευρώπη.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια