Το αίτημα για πρόωρες εκλογές από την αξιωματική αντιπολίτευση δυο-τρεις μήνες πριν την επόμενη εκλογική αναμέτρηση μοιάζει ίσως υπερβολικό για τον μέσο ψηφοφόρο αλλά φαίνεται και σαν αποτελεσματικός τακτικός ελιγμός για τον κ. Τσίπρα.
Για τον μέσο ψηφοφόρο, η μεταφορά της εκλογικής αναμέτρησης στις αρχές Μαρτίου, αντί των αρχών Απριλίου που αφήνει η κυβέρνηση να διαφανεί πως σχεδιάζονται, δεν έχει καμιά ουσιαστική σημασία, πέραν μικροπολιτικών ελιγμών δημιουργίας εντυπώσεων.
Ίσα-ίσα που οι τελευταίοι μήνες έχουν αποδείξει πως κάθε μήνας που περνάει έχει κόστος φθοράς για την κυβέρνηση.
Δεν ισχύει το ίδιο όμως και για τους διαφαινόμενους στόχους της αντιπολίτευσης η οποία φαίνεται πως αναδεικνύει σε στρατηγικό στόχο την επανασυσπείρωση της εκλογικής της βάσης και όχι τη διείσδυση στην εκλογική βάση της Νέας Δημοκρατίας η οποία θα μπορούσε να ανατρέψει το αποτέλεσμα των τελευταίων εκλογών.
Όμως η πρόσφατη πρόταση μομφής και το αίτημα για πρόωρες εκλογές είναι μια αμυντική και όχι μια επιθετική κίνηση η οποία θα αποσκοπούσε στη διεκδίκηση της εξουσίας.
Η πρόσφατη πρόταση μομφής π.χ. είχε δυο στόχους. Ο πρώτος ήταν η αποσυσπείρωση της κυβερνητικής πλειοψηφίας και ο δεύτερος η συσπείρωση της αντιπολίτευσης και κυρίως της εκλογικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ μέρος της οποίας τον τελευταίο χρόνο φαίνεται πως "αλληθωρίζει" πολιτικά προς το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ.
Σε ότι αφορά τον πρώτο στόχο, η πρόταση μομφής φαίνεται πως απέτυχε αφού η κυβερνητική πλειοψηφία δεν παρουσίασε διαρροές.
Στον δεύτερο όμως φαίνεται πως πέτυχε καθώς το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης φαίνεται πως αυξάνει τα ποσοστά του στις δημοσκοπήσεις.
Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της Marc για τον ANT1 στο διάστημα μεταξύ Δεκεμβρίου 2022 και Ιανουαρίου 2023 ο ΣΥΡΙΖΑ αύξησε το ποσοστό του από 24,6% σε 25,2% και η Νέα Δημοκρατία από 32,5% σε 32,7%. Αντίθετα οι δυνάμεις του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ στο εν λόγω διάστημα φαίνεται πως μειώθηκαν από 10,2% σε 9,8%.
Αντίστοιχα κατά τον Δεκέμβριο του 2021 τα ποσοστά των τριών μεγαλύτερων κομμάτων ήταν 33% για τη Ν.Δ., 19,2% για το ΣΥΡΙΖΑ και 15,2% για το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ.
Οι κινήσεις πόλωσης που επιχειρεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης φαίνεται πως αποδίδουν ως αμυντικές κινήσεις συσπείρωσης της βάσης του. Αντανακλαστικά όμως συσπειρώνουν και τη βάση της Νέας Δημοκρατίας γεγονός που μειώνει μεν τη διαφορά αλλά δεν φαίνεται να οδηγεί σε ανατροπή της.
Έχουμε αναφερθεί ξανά πως όπως έχει διαμορφωθεί η μεταπολιτευτική πολιτική γεωγραφία η Κεντροαριστερά προκειμένου να προσεγγίσει ποσοστά πάνω από 37-38% που οδηγούν στην εξουσία πρέπει να καταφέρει να διεισδύσει στις δεξαμενές των κεντρώων και κεντροδεξιών ψηφοφόρων όπως είχαν καταφέρει παλαιότερα ο Κ. Σημίτης αλλά και ο Γ. Παπανδρέου.
Το 2015, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έπιασε το μεγαλύτερο ποσοστό του το κατάφερε όχι προσεγγίζοντας την κεντροδεξιά αλλά την παραδοσιακή δεξιά και ακροδεξιά με την οποία συγκυβέρνησε.
Τούτο το πέτυχε κάτω από τις ιδιαίτερες συνθήκες που είχαν δημιουργήσει οι διαχωρισμοί μεταξύ αντιμνημονιακών και μνημονιακών δυνάμεων.
Φαίνεται πως η λαϊκή δεξιά και η ακροδεξιά έχουν περισσότερα κοινά με τη λαϊκίστικη αριστερά παρά με τους ανθρώπους του φιλελεύθερου κέντρου τους οποίους τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ δεν διστάζουν ακόμη και σήμερα να χαρακτηρίζουν ως "Ακροκεντρώους".
Ο δρόμος για την εξουσία όμως περνάει από το κέντρο.
Τόσο η πρόσφατη πρόταση μομφής εναντίον της κυβέρνησης όσο και το αίτημα για πρόωρες εκλογές αποτελούν αμυντικές και όχι επιθετικές κινήσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης η οποία με αυτόν τον τρόπο φαίνεται πως αποδέχεται την επικείμενη ήττα που καταγράφουν όλες οι δημοσκοπήσεις.
Αυτό που φαίνεται πως επιδιώκει είναι το ποσοστό που έπιασε στις τελευταίες εκλογές κάτι που αν δεν καταφέρει, θα υποδηλώνει ήττα η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε εσωτερικές ανακατατάξεις.
Τούτο γιατί μια κυβέρνηση είναι αποδεκτό να παρουσιάζει φθορά μετά από τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης, όχι όμως η αντιπολίτευση.
0 Σχόλια