Η επόμενη εβδομάδα θα κυριαρχηθεί – χωρίς αμφιβολία, εκτός αν προκύψει κάποια μεγάλη φυσική καταστροφή, την οποία οι πάντες απευχόμεθα – από τις εξελίξεις γύρω από την υπόθεση της παρακολούθησης του κινητού τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη. Εξελίξεις; Ποιες εξελίξεις;
Δύσκολο να χαρακτηρίσει κάποιος ως «εξέλιξη» μία συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών στη Βουλή. Τι παραπάνω θα πει ο πρωθυπουργός, ο οποίος έκανε αναλυτική δημόσια δήλωση επί του θέματος; Τι παραπάνω θα πει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο οποίος εχει κάνει αρκετές αναρτήσεις για το ζήτημα; Τι θα συνεισφέρουν στη συζήτηση οι αρχηγοί των άλλων κομμάτων, οι οποίοι έχουν ήδη τοποθετηθεί; Άλλωστε, ο πρωταγωνιστής – το θύμα, αν θέλετε – θα είναι αναγκαστικά απών, αφού δεν είναι αυτή την περίοδο μέλος του Κοινοβουλίου. Επομένως, θα πρόκειται για μία πολιτική διαχείριση της υπόθεσης που θα κάνει ο κάθε πολιτικός αρχηγός από την πλευρά του: Λογικό, αλλά όχι και «εξέλιξη».
Το δεδομένο στην υπόθεση είναι η παρακολούθηση του κινητού του Νίκου Ανδρουλάκη, με την άδεια της αρμοδίας εισαγγελέως. Ένα γεγονός που αντιμετωπίστηκε από τον πρωθυπουργό με την αντιφατική δήλωση ότι επρόκειτο για κάτι νόμιμο, που όμως δεν θα συνέβαινε αν είχε ενημερωθεί ο ίδιος. Και το μοναδικό ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι κατά πόσον ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ ήταν το μοναδικό δείγμα της αγαστής συνεργασίας των μυστικών Υπηρεσιών ή επρόκειτο για μία «φάμπρικα» με πολλούς αποδέκτες.
Αν ο μόνος στόχος ήταν ο Νίκος Ανδρουλάκης, τότε το πράγμα μπορεί να εξηγηθεί ως ένα «ξεστράτισμα» της ΕΥΠ, που αμέλησε να ενημερώσει αρμοδίως για ένα πολύ σημαντικό – πολιτικά – θέμα. Βεβαίως, θα παραμένει ως ερώτημα ποιοι θα μπορούσαν να είναι εκείνοι οι λόγοι εθνικής ασφαλείας που υπαγόρευσαν την παρακολούθηση του κινητού τηλεφώνου ενός ευρωβουλευτή και υποψηφίου αρχηγού του κόμματός του.
Η επίκληση λόγων εθνικής ασφαλείας για την παρακολούθηση κάποιου δεν μπορεί να γίνεται ελαφρά τη καρδία. Δεν μπορεί οι πολιτικές επαφές με τον οποιονδήποτε να χαρακτηρίζονται με την υπογραφή μίας εισαγγελέως ως «εθνικός κίνδυνος» , ώστε να δικαιολογηθεί μία παρακολούθηση. Πόσο μάλλον, όταν αυτή η παρακολούθηση δεν βγάζει «ευρήματα» που να την δικαιολογούν. Διότι – για παράδειγμα – αν ο κ. Ανδρουλάκης σκόπευε να πουλήσει κάποια ελληνική ευρεσιτεχνία για πυρηνικές βόμβες στους Κινέζους, θα το είχαμε ήδη μάθει.
Και μπορεί ο νόμος του '94 να μην προβλέπει εξαιρέσεις – ούτε καν για τον πρωθυπουργό – αλλά αυτό δεν μπορεί να το επικαλείται καμία κυβέρνηση, διότι αν συμβεί και αυτό θα πρόκειται για την απόλυτη αυτονόμηση των μυστικών Υπηρεσιών με τη αρωγή της Δικαιοσύνης. Θα πρόκειται για κατάσταση οργουελιανή – όχι ότι και με τα όσα ήδη ξέρουμε απέχουμε και πολύ...
Ωστόσο, ο ίδιος νόμος καλύπτει και τους λειτουργούς της Δικαιοσύνης, απαγορεύοντας την έστω και εκ των υστέρων αποκάλυψη των «λόγων εθνικής ασφαλείας» που επιβάλλουν την παρακολούθηση ενός πολιτικού προσώπου. Επομένως, κατά τα φαινόμενα δεν πρόκειται να μάθουμε ποιοι ήταν εκείνοι οι λόγοι «εθνικής ασφαλείας», ώστε να κρίνουμε κατά πόσον ήταν προσχηματικοί.
Τι απομένει; Το βασικό ερώτημα: μόνον για τον Νίκο Ανδρουλάκη υπήρξαν ή κατασκευάστηκαν - λόγοι εθνικής ασφαλείας; Και ως προς αυτό, η κυβέρνηση οφείλει να ανακαλύψει κάθε πρόσφορο μέσον, ώστε να διερευνηθεί όλη η λίστα εκείνων των Ελλήνων που παρακολουθήθηκαν για «λόγους εθνικής ασφαλείας» τα τελευταία χρόνια.
Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Ο,τιδήποτε λιγότερο θα αφήσει μία βαριά σκιά πάνω από την κυβέρνηση – αλλά και από τις κυβερνήσεις των προηγούμενων ετών, καθώς οι σχετικές δηλώσεις είναι πολλές, χωρίς κανείς να μπορεί να πει που τελειώνει το κυνήγι των δεκαπέντε λεπτών δημοσιότητας και που ξεκινά ο κόσμος του Όργουελ.
Στέφανος Τζανάκης
0 Σχόλια