Αν δεχθούμε την δήλωση Μητσοτάκη για τον χρόνο των εκλογών – και γιατί να μην την δεχτούμε; - τότε μας χωρίζει ένας χρόνος και κάτι από τις εθνικές κάλπες. Πόσα μπορούν να αλλάξουν ως τότε, στην εκλογική ψυχολογία της κοινωνίας μας;
Δώδεκα – δεκατρείς μήνες είναι ένας τεράστιος πολιτικός χρόνος. Και όταν
υπάρχει τόσο μεγάλη βραχυπρόθεσμη αβεβαιότητα, είναι προφανές ότι ούτε
προφήτης θα μπορούσε να έχει την διορατικότητα να κάνει μία ασφαλή πρόβλεψη
για το τι θα ψηφίσουν οι Έλληνες εκείνη την περίοδο.
Τα δεδομένα της στιγμής είναι συγκεκριμένα: Η κυβέρνηση έχει κόστος από την
ακρίβεια, που πλέον μετράει αρκετούς μήνες στη ζωή μας. Κόστος έχει η
κυβέρνηση και λόγω των χειρισμών στην εισβολή Πούτιν στην Ουκρανία – το
δείχνουν τα γκάλοπ που καταγράφουν υψηλά ποσοστά «κατανόησης» στην ρωσική
πλευρά, αλλά και ανησυχία ότι η Ελλάδα μπορεί να βρεθεί στο στόχαστρο της
Μόσχας. Παρ΄ όλα αυτά, το κυβερνών κόμμα – και ακόμα περισσότερο, ο
πρωθυπουργός – εξακολουθούν να απολαμβάνουν ποσοστά αποδοχής που δεν τα
είχαν άλλες κυβερνήσεις μετά το μέσον της θητείας τους.
Την ίδια στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πολύ μικρή δημοσκοπική άνοδο, ενώ και ο ίδιος
ο Αλέξης Τσίπρας απέχει πολύ από το να πλησιάσει τον κ. Κανένα, πόσο μάλλον
τον πρωθυπουργό. Παρ’ όλα αυτά, η διαφορά των δύο κομμάτων έχει μειωθεί –
και αν η φθορά της ΝΔ συνεχιστεί, τότε είναι πιθανό μέσα στους επόμενους έξι
μήνες ο ΣΥΡΙΖΑ να μπορεί να υποστηρίξει ότι οι εκλογές «παίζονται». Ωστόσο,
τα μέχρι στιγμής δεδομένα δείχνουν ότι αν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε θα
οφείλεται στην πτώση των ποσοστών της ΝΔ, όχι στην άνοδο της αξιωματικής
αντιπολίτευσης.
Το μεγάλο πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να έγκειται στην αδυναμία του να
ξεκαθαρίσει με την κυβερνητική του θητεία. Καλά – καλά δεν έχει αποκηρύξει
τον Πάνο Καμμένο, ενώ η αποκήρυξη της διακυβέρνησης της ΝΔ για το 2004- 2009
, όπως έγινε στην Πάτρα, έδινε την αίσθηση μίας προσχηματικής
αποστασιοποίησης με στόχο να ειπωθεί μία καλή κουβέντα για τον Γιώργο
Παπανδρέου.
Το καινούργιο στοιχείο των τελευταίων μηνών είναι η είσοδος του «νέου
παίκτη» στο πολιτικό σκηνικό – του Νίκου Ανδρουλάκη, ο οποίος με την εκλογή
του κατάφερε να κάνει αρκετούς πρώην ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ να ξανασκεφτούν το
παλιό τους κόμμα. Το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ εμφανίζεται τώρα στην εκτίμηση ψήφου ακόμα
και με υπερδιπλάσια ποσοστά σε σχέση με το 2019 – ωστόσο πλήττεται και αυτό
από το φιλορωσικό ρεύμα που διατρέχει μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας.
Η εκλογή Ανδρουλάκη έγινε σε μία κομβική στιγμή: η κυβερνητική φθορά είχε
ξεκινήσει και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εμφανιζόταν ως ένα κόμμα που μπορούσε να
λειτουργήσει ως εναλλακτική πρόταση για την διακυβέρνηση. Η αξιωματική
αντιπολίτευση πιάστηκε από τα μαλλιά της ζητώντας εκλογές εν μέσω έξαρσης
της πανδημίας απογοητεύοντας αρκετούς ψηφοφόρους της που προέρχονταν από το
ΠΑΣΟΚ και οι κεντρώοι ψηφοφόροι της ΝΔ δεν ένιωθαν κάποιον «κίνδυνο ολικής
επαναφοράς» του ΣΥΡΙΖΑ, οπότε ένιωσαν ότι έχουν και άλλη μία επιλογή.
Επομένως, όλα δούλευαν για τον νέο πρόεδρο του ΚΙΝΑΛ – και σε μεγάλο βαθμό,
εξακολουθούν να δουλεύουν.
Ωστόσο, κανείς δεν ξέρει πώς θα δουλεύουν τα πράγματα σε κάποιους μήνες. Θα
τιθασσευθεί η ακρίβεια ή θα μπούμε στο φθινόπωρο του 2022 με τιμές
μεγαλύτερες κι από του φθινοπώρου του 2021; Πως θα λήξει η εισβολή του
Πούτιν στην Ουκρανία; Και κυρίως θα λήξει; Ή θα συνεχίζεται για μήνες
βυθίζοντας ολόκληρη την Οικουμένη στην αβεβαιότητα;
Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα – ίσως ούτε ο ίδιος ο
Πούτιν, που το ξεκίνησε και κατά πάσα πιθανότητα δεν ξέρει πώς να το
τελειώσει. Και αν αληθεύουν οι δημοσκοπήσεις, ο Μακρόν κινδυνεύει να είναι
το πρώτο πολιτικό θύμα της νέας κατάστασης. Όμως , οι γαλλικές εκλογές είναι
αύριο – ποιος μπορεί να πει κάτι για τις ελληνικές; Το μόνο σίγουρο είναι
ότι όταν θα φτάσει η ώρα τους, τα πράγματα θα είναι πολύ διαφορετικά σε
σχέση με σήμερα.
Στέφανος Τζανάκης
0 Σχόλια