The New York Times
Η Δύση πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι στη Ρωσία το χρήμα δεν ισοδυναμεί με
εξουσία.
Το 1996, όταν ήμουν επικεφαλής του γραφείου του CNN στη Μόσχα, εξελίσσονταν
μια "μάχη” μεταξύ μιας "φράξιας” διεφθαρμένων ολιγαρχών και των "εκλεκτών”
του σωματοφύλακα του προέδρου Μπόρις Γέλτσιν, ο οποίος απαιτούσε από αυτούς
περισσότερα χρήματα για πολιτική "προστασία” και απειλούσε να εκτροχιάσει
τις προγραμματισμένες εκλογές.
Έθεσα στον Ανατόλι Τσουμπάις, ο οποίος διατελούσε τότε αναπληρωτής
πρωθυπουργός, το ερώτημα που φαινόταν να αντικατοπτρίζει την ουσία της
κόντρας: Τι είναι πιο σημαντικό για τους Ρώσους, η εξουσία ή το χρήμα.
"Εάν ρωτάς, δεν καταλαβαίνεις τη Ρωσία”, απάντησε. Φυσικά η εξουσία.
Καθώς ο πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν βρίσκεται αντιμέτωπος με τη μεγαλύτερη
πρόκληση της 22χρονης πλέον "βασιλείας” του, στριμωγμένος ανάμεσα στη
σθεναρή αντίσταση των Ουκρανών και τις αυστηρές κυρώσεις σε βάρος ολιγαρχών,
που επηρεάζουν τον πετρελαϊκό τομέα και τη μεταφορά τεχνολογίας, η απάντηση
παραμένει ίδια, αυτή που χαρακτηρίζει όλη τη ρωσική ιστορία.
Πολλοί άνθρωποι στη Δύση ελπίζουν στην ανατροπή του κ. Πούτιν. Δεν
αντιλαμβάνονται πώς λειτουργεί η Ρωσία ή τη στάση των Ρώσων απέναντι στην
εξουσία. Οι μελετητές της Ρωσίας έχουν επισημάνει εδώ και χρόνια ότι η
απουσία δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και αμερόληπτων δικαστικών αρχών δίνουν
στους κρατικούς φορείς την εξουσία να καθορίζουν τη ζωή των Ρώσων με κάθε
τρόπο. Εκτός συνόρων, από τον 15ο αιώνα, η Ρωσία ασκεί την εξουσία της μέσω
της στρατιωτικής επιθετικότητας. Σε μία χώρα όπου η εξουσία είναι σχεδόν το
παν, οι κυρώσεις και οι απώλειες περιουσίας από μόνες τους δεν θα αλλάξουν
αυτήν τη θεμελιώδη δυναμική.
Η ομιλία του κ. Πούτιν τον προηγούμενο μήνα το αποδεικνύει και ταυτόχρονα
καταδεικνύει ότι ο ίδιος και πολλοί στη Ρωσία θεωρούν ως στόχο του πολέμου
την υπεράσπιση της ρωσικής εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας έναντι της
επικράτησης της Δύσης. Γι’ αυτόν, η Δύση έχει αγνοήσει επί μακρόν τη Ρωσία
και της έχει αρνηθεί το καθεστώς της "υπερδύναμης”.
Στις δυτικές καπιταλιστικές δημοκρατίες, ο πλούτος συχνά ισοδυναμεί με
πρόσβαση και επιρροή. Επομένως, δεν προκαλεί έκπληξη ότι πολλοί πιστεύουν
πως η επιβολή κυρώσεων σε βάρος των ολιγαρχών μπορεί να τους ωθήσει να
ασκήσουν πίεση στον κ. Πούτιν ώστε να αλλάξει πορεία. Πρόκειται για
παρανόηση. Αυτοί οι ολιγάρχες μπορεί να έχουν το χρήμα που τους συνδέει με
την εξουσία και μπορεί να τους χρησιμοποιεί ο κ. Πούτιν, αλλά στη Ρωσία,
αυτό δεν σημαίνει ότι ασκούν εξουσία επάνω του ή σε αξιωματούχους του
Κρεμλίνου.
Οι ρίζες αυτής της σχέσης βρίσκονται στη δεκαετία του 1990, τότε που η ίδια
είδα πρώην στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος να συγκεντρώνουν πλούτη μέσω
της ιδιωτικοποίησης κρατικών περιουσιακών στοιχείων υπό του επίβλεψη του κ.
Τσουμπάις. Εκείνοι που στη συνέχεια "ορκίστηκαν” πίστη στον κ. Γιέλτσιν και
δάνεισαν χρήματα για την πολιτική εκστρατεία του έγιναν ακόμη πλουσιότεροι,
καθώς "αποζημιώθηκαν” με την απόκτηση των μεγαλύτερων κρατικών επιχειρήσεων
πετρελαίου, φυσικού αερίου και πρώτων υλών, όπως το νικέλιο και το
αλουμίνιο. Σήμερα, παραμένουν οι πλουσιότεροι άνθρωποι της Ρωσίας.
Αλλά ελλείψει ορθά καθορισμένων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, καθώς και νομικού
και θεσμικού πλαισίου προστασίας, οι εν λόγω ολιγάρχες συνεχίζουν να
εξαρτώνται από το Κρεμλίνο, το οποίο έχει "καταλάβει” από το 2000 ο κ.
Πούτιν. Οι αποφάσεις των δικαστηρίων υπέρ ή κατά των ολιγαρχών θα μπορούσαν
πολύ εύκολα να αντιστραφούν από το Κρεμλίνο. Στη δεκαετία του 2000, αφότου
άλλαξα επάγγελμα και εργαζόμουν πλέον ως δικηγόρος επενδυτών από τη Δύση
στην περιοχή, διαπίστωσα αυτήν την ισχύουσα τάξη ιδίοις όμμασι.
Και η πηγή του πλούτου των ολιγαρχών δεν είναι το μόνο πράγματα που μπορεί
να ελέγξει ο κ. Πούτιν. Έχει καταστήσει σαφείς τους κινδύνους που εγκυμονεί
η αμφισβήτηση της εξουσίας του.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του Μιχαήλ Χοντορκόφσκι, ο
οποίος ήταν κάποτε ο πλουσιότερος άνθρωπος στη Ρωσία. Αναδειχθής από τις
τάξεις της Κομμουνιστικής Νεολαίας, ο Χοντορκόφσκι απέκτησε πολλά πρώην
κρατικά κοιτάσματα πετρελαίου στη Σιβηρία και δημιούργησε τον πετρελαϊκό
κολοσσό Yukos. Κατά τη διάρκεια μιας τηλεοπτικής διάσκεψης στο Κρεμλίνο το
2003, τόλμησε να κατηγορήσει την κυβέρνηση για διαφθορά. Ο κ. Πούτιν
"απάντησε” στερώντας του την περιουσία του και ρίχνοντάς τον στη φυλακή για
10 χρόνια, έως ότου του επετράπη να ζήσει στην εξορία.
Παραδείγματα όπως αυτό του κ. Χοντορκόφσκι μπορεί να εξηγούν γιατί μόνο
λίγοι ολιγάρχες μιλούν πλέον ανοικτά. Οι μόνοι που έχουν μιλήσει για τον
πόλεμο στην Ουκρανία, το έχουν πράξει από την ασφάλεια που τους προσφέρουν
μέρη όπως το Λονδίνο, όπου ο Μιχαήλ Φρίντμαν, ιδρυτής της Alfa-Bank, εξέδωσε
ανακοίνωση επισημαίνοντας ότι "ο πόλεμος δεν είναι ποτέ η απάντηση” - χωρίς
ωστόσο να ασκήσει κριτική στον Ρώσο πρόεδρο.
Και αυτό όμως ήταν αρκετό, ώστε ο κ. Πούτιν, σε πρόσφατη ομιλία του, να
κατατάξει αυτούς του ολιγάρχες στους αντιπάλους του, τη Δύση, λέγοντας
χαρακτηριστικά ότι "δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς στρείδια ή φουά γκρα” και
ότι διανοητικά δεν ανήκουν "εδώ, στους ανθρώπους μας, στη Ρωσία”. Ορκίστηκε
να τους φτύσει "σαν τη σκνίπα που πέταξε στο στόμα τους”. Ίσως αυτός να
είναι ο λόγος που ο κ. Τσουμπάις -ο οποίος, εκτός από επιβλέπων των
ιδιωτικοποιήσεων, έγινε και ο ίδιος ολιγάρχης και διατήρησε την εύνοια του
κ. Πούτιν- παραιτήθηκε από τη συμβολική θέση του ως "τσάρος του κλίματος”
και έφυγε από τη χώρα.
Οι μόνοι άνθρωποι που μπορούν πραγματικά να επηρεάσουν τον κ. Πούτιν είναι
οι ιδεολόγοι που μοιράζονται τις απόψεις του, οι λεγόμενοι "siloviki”
(ισχυροί). Η λέξη στην κυριολεξία σημαίνει "άνθρωποι με εξουσία” - εξουσία
που πηγάζει από τη συμμετοχή στις δυνάμεις ασφαλείας ή τον στρατό. Αυτοί οι
"μυημένοι” συμπορεύονται με τον κ. Πούτιν από τις μέρες που ήταν στην KGB ή
στη δημοτική κυβέρνηση της Αγίας Πετρούπολης, και οι οποίοι βλέπουν τους
εαυτούς τους ως προστάτες της ισχύος και του κύρους της Ρωσίας. Έχουν
διατηρήσει τα χρήματά τους κατά κύριο λόγο στη Ρωσία και έχουν αποφύγει τις
κυρώσεις. Και όπως ο κ. Πούτιν, θεωρούν τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης ως
τη μεγαλύτερη καταστροφή του 20ού αιώνα, και πιστεύουν ότι αυτή η "μάχη”
αφορά την "κυριαρχία και το μέλλον των παιδιών” της Ρωσίας.
Για να ασκήσει επιρροή επάνω τους, η Δύση πρέπει να δώσει προτεραιότητα στα
πράγματα στα οποία πιστεύουν ότι οφείλει η Ρωσία το καθεστώς της
υπερδύναμης: στο πετρέλαιό της και στον στρατό της.
Ο τομέας πετρελαίου και φυσικού αερίου της Ρωσίας συνεισφέρει έως και το 40%
των εσόδων του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού της χώρας και αντιπροσωπεύει το
60% των εξαγωγών της. Γι’ αυτό είναι σημαντικό ότι οι κυρώσεις του
Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν εστίασαν στην απαγόρευση των εισαγωγών
ρωσικού πετρελαίου, αν είναι κυρίως συμβολικού χαρακτήρα δεδομένου του
μικρού όγκου των εισαγωγών των ΗΠΑ από τη Ρωσία. Παρότι η Γερμανία έχει
"παγώσει” την ανάπτυξη ενός σημαντικού αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου, η
Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει διακόψει τις προμήθειές της από τη Ρωσία, οι οποίες
αντιπροσωπεύουν περίπου το 40% των ενεργειακών της αναγκών, υποστηρίζοντας
ότι θα χρειαστεί χρόνος προκειμένου να βρεθούν εναλλακτικές πηγές
προμήθειας. Εάν οι ευρωπαϊκές χώρες ήθελαν πραγματικά να πιέσουν τον κ.
Πούτιν, θα σπαταλούσαν λιγότερο χρόνο στην κατάσχεση των γιοτ των Ρώσων
ολιγαρχών και περισσότερο χρόνο στη μείωση της εξάρτησής τους από τον
ενεργειακό τομέα της Ρωσίας. Ομοίως, η Δύση πρέπει να πιέσει την Ινδία και
την Κίνα να συμμετάσχουν και αυτές στις κυρώσεις.
Εν τω μεταξύ, ο καλύτερος τρόπος για να υπονομευθεί ο στρατός της Ρωσίας
είναι περιορίζοντας την πρόσβασή του στην τεχνολογία. Όπως έχει γίνει
ξεκάθαρα αντιληπτό επί ουκρανικού εδάφους, ο στρατός της Ρωσίας στερείται
ζωτικού τεχνολογικού υλικού και λογισμικού που χρησιμοποιούν άλλες σύγχρονες
στρατιωτικές δυνάμεις για τη συγκέντρωση πληροφοριών από το μέτωπο σε
πραγματικό χρόνο, όπως και συστημάτων επικοινωνίας που είναι απαραίτητα για
τη σωστή λειτουργία των ρωσικών υπηρεσιών πληροφοριών. Επίσης, η πολυήμερη
ακινητοποίηση ενός ρωσικού κονβόι αρμάτων καταδεικνύει την έλλειψη ενός
εξελιγμένου συστήματος εφοδιασμού απαραίτητου για την τροφοδοσία των ρωσικών
στρατευμάτων με τρόφιμα και καύσιμα.
Οι κυρώσεις που άρουν την πρόσβαση της Ρωσίας σε εργαλεία που διατηρούν τον
στρατό της λειτουργικό -ο οποίος αποτελεί το απροκάλυπτο μέσο άσκησης
εξουσίας της- μπορούν να επηρεάσουν τους συμβούλους του κ. Πούτιν. Οι
Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη επέβαλαν κυρώσεις με αυτόν τον σκοπό, αλλά
πρέπει να ενθαρρύνουν την Ινδία και την Κίνα να κάνουν το ίδιο. Ίσως δεν
είναι εύκολο, αλλά θα εξαρτηθεί από το αν οι Ηνωμένες Πολιτείες θα
καταφέρουν να τις πείσουν ότι οι αρχές της εθνικής κυριαρχίας και η
παγκόσμια τάξη πραγμάτων όπου βασίζονται βρίσκονται υπό υπαρξιακή απειλή.
Σε συνέντευξή του στο Bloomberg, ο κ. Φρίντμαν, ο Ρώσος ολιγάρχης που
εδρεύει στο Λονδίνο και υπόκειται στις κυρώσεις της Βρετανίας, δήλωσε ότι
εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρεί ότι μπορεί αυτός να πει στον κ. Πούτιν "να
σταματήσει τον πόλεμο και αυτό θα ήταν αρκετό, τότε φοβάμαι ότι έχουμε όλοι
μεγάλο πρόβλημα”, διότι αυτό σημαίνει ότι οι ηγέτες της Δύσης "δεν
καταλαβαίνουν καθόλου πώς λειτουργεί η Ρωσία”.
Έχει δίκιο.
* Η Eileen O’Connor, πρώην ρεπόρτερ του ABC και του CNN, έχει εργαστεί
επίσης ως δικηγόρος στη Ρωσία και στην Ουκρανία. Έχει διατελέσει βοηθός
υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ αρμόδια για τη Νότια και Κεντρική Ασία και
ανώτερη σύμβουλος του Ειδικού Αντιπροσώπου των ΗΠΑ για το Αφγανιστάν και
το Πακιστάν. Επίσης, είναι ανώτερη αντιπρόεδρος του Ιδρύματος
Ροκφέλερ
© 2022 Διατίθεται από το "The New York Times Licensing Group"
0 Σχόλια