Δεν είναι μια "λυκοφιλία" με ημερομηνία λήξεως, υπαγορευμένη από την ανάγκη.
Είναι εγχείρημα διαμόρφωσης μιας εναλλακτικής τάξης πραγμάτων.
Τα δυτικά μέσα ενημέρωσης προδίδουν βαθιά αμηχανία σε ό,τι αφορά την
ρωσο-κινεζική σχέση, η οποία με την εκτενή εφ' όλης της ύλης πολιτική
διακήρυξη που συνυπέγραψαν οι Σι Τζινπινγκ και Βλαντίμιρ Πούτιν στο
περιθώριο της έναρξης των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου, πήρε
θεαματικά αναβαθμισμένη τροπή.
Η αμηχανία προκύπτει από την διαδεδομένη αντίληψη ότι τα αποκλίνοντα
συμφέροντα των δύο χωρών προορίζονται να θέσουν αργά ή γρήγορα υπό δοκιμασία
την σινορωσική σχέση, η οποία αναβαθμίστηκε κατανάγκην, υπό το βάρος της
κλιμακούμενης αντιπαράθεσης της Μόσχας και του Πεκίνου με τη Ουάσιγκτον.
Ιστορικά, οι σχέσεις υπήρξαν πράγματι ανταγωνιστικές. Λ.χ. σημαντικό τμήμα
της Ρωσικής Άπω Ανατολής αποσπάσθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα από την
Αυτοκρατορία των Τσινγκ. Και ο βαθύτερος ανταγωνισμός δεν εξαλείφθηκε ούτε
όταν Ρωσία και Κίνα βρέθηκαν, μετά από κοσμογονικές διεργασίες, στο ίδιο
σοσιαλιστικό στρατόπεδο, αλλά αναδύθηκε εκ νέου, υπό την μορφή της
σύγκρουσης και κατόπιν (1961) της ρήξης του Μάο με τον Χρουστσώφ, με
κατάληξη ακόμη και την ένοπλη αντιπαράθεση στην επτάμηνη μεθοριακή σύγκρουση
του 1969.
Η ιδιοφυής σύλληψη των Ρίτσαρντ Νίξον και Χένρι Κίσιντζερ να προσεταιρισθούν
στις αρχές της δεκαετίας του '70 την Κίνα του Μάο, ολοκληρώνοντας την οιονεί
περικύκλωση της Σοβιετικής Ένωσης, υπήρξε ίσως το επεισόδιο εκείνο του
Ψυχρού Πολέμου που καθόρισε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο την τελική
έκβασή του.
Όμως η ευθύγραμμη προβολή στο μέλλον συμπερασμάτων από άλλες εποχές δεν
είναι καλός οδηγός. Το υπενθυμίζει αυτό το προσφιλές σε Κινέζους ιθύνοντες
σύνθημα "να εκπλήξουμε την Ιστορία”, που ήδη βρίσκει μία επιβεβαίωση στην
αντοχή της νέας σινορωσικής σχέσης.
Δυτικοί αναλυτές συχνά απηχούν (και με τη σειρά τους τροφοδοτούν) τις
ανησυχίες Ρώσων συναδέλφων τους, κυρίως φιλελεύθερων, ότι στη σινο-ρωσική
σχέση η Ρωσία κινδυνεύει να καταστεί ο "ελλάσσων εταίρος”, βαθαίνοντας την
εξάρτησή της από μία δύναμη η οποία θα προοδεύει τεχνολογικά, ενώ η ίδια θα
υποβαθμίζεται σε πάροχο πρώτων υλών και ενέργειας – για όσο ακόμη οι
υδρογονάνθρακες θα παίζουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην παγκόσμια οικονομία.
Παράλληλα, η χαώδης πληθυσμιακή διαφορά ανάμεσα στην αραιοκατοικημένη
Σιβηρία και τον δημογραφικό γίγαντα που βρίσκεται στα νότιά της στοιχειώνει
πάντοτε το ρωσικό λαϊκό φαντασιακό.
Στρατηγική επιλογή
Ωστόσο, η "φιλία δίχως όρια" των δύο ευρασιατικών δυνάμεων, όπως
περιγράφεται πλέον με μια ασυνήθιστη στο καθιερωμένο διπλωματικό λεξιλόγιο
κινεζικής εμπνεύσεως έκφραση, δεν αποτελεί πρόσκαιρο ελιγμό, αλλά στρατηγική
επιλογή, την οποία οι Σι Τζινπινγκ και Βλαντίμιρ Πούτιν πήραν, όπως με νόημα
τονίζουν οι συνεργάτες τους, χρόνια τώρα.
Προκύπτει, βέβαια, η επιλογή πρωτίστως ως απάντηση στη Ουάσιγκτον, η οποία,
μπροστά στην αδυναμία της λόγω εσωτερικών διαφωνιών να επιλέξει είτε την
τακτική Κίσιντζερ είτε την αντίστροφή της (ήτοι την ανάσχεση της Κίνας δια
του προσεταιρισμού της Ρωσίας, όπως έδειχνε να προτιμά η κυβέρνηση Τραμπ),
άνοιξε μέτωπο ταυτόχρονα και με τους δύο ευρασιάτες ανταγωνιστές,
σπρώχνοντας τον ένα στην αγκαλιά του άλλου.
Πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας πραγματικής, αλλά μη ομολογούμενης,
αμερικανικής αδυναμίας, ήτοι της οικονομικής αλληλεξάρτησης με την Κίνα,
καθώς και για το κληροδότημα της πολιτικής των Δημοκρατικών την δεκαετία του
΄90 να συνεχίσουν τον Ψυχρό Πόλεμο (δια της επέκτασης του ΝΑΤΟ κ.ο.κ.), την
ώρα που άνοιγαν τον δρόμο του Πεκίνου προς τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.
Όμως, πέρα από το ότι καμία από τις δύο δεν μπορεί μόνη της να ανταγωνιστεί
τις ΗΠΑ, Ρωσία και Κίνα έχουν και δικούς τους λόγους να έρθουν πιο κοντά. Οι
οικονομίες τους είναι συμπληρωματικές και η ρωσική πλευρά προσβλέπει στις
κινεζικές επενδύσεις που θα τις επιτρέψουν τη δική της οικονομική
διαφοροποίηση και την έξοδο από την "μονοκαλλιέργεια” των υδρογονανθράκων –
με αντάλλαγμα την μεταφορά στρατιωτικής τεχνογνωσίας.
Επιπλέον η Ρωσία διαθέτει μια παράδοση διπλωματικού "ακτιβισμού", ως έχουσα
συνείδηση μεγάλης ευρωπαϊκής δύναμης ήδη από τον 18ο αιώνα, την οποία δεν
διαθέτει Κίνα, που ιστορικά αποτελούσε πάντα το κέντρο του κόσμου της,
αδιαφορώντας για τα τεκταινόμενα εκτός των τειχών.
Η διαπλοκή των νέων δρόμων του μεταξιού με την ευρασιατική ένωση αποτελεί
την λογική απάντηση των δυνάμεων της ευρασιατικής χερσαίας μάζας στην
θαλάσσια κοσμοκράτειρα. Για την τελευταία γίνεται όλο και πιο δύσκολο να
παρεμβληθεί.
0 Σχόλια