Σε ένα Γόρδιο δεσμό που ούτε λύνεται ούτε κόβεται, εξελίσσεται η ενεργειακή ακρίβεια και η οποία συμπαρασύρει όλα τα κόστη παραγωγής προϊόντων και τα οποία στη συνέχεια απομυζούν το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών.
Μια ακρίβεια που όπως όλα δείχνουν ήρθε για να μείνει τουλάχιστον για ένα
ακόμα χρόνο στα ενεργειακά προϊόντα και για πάντα στα προϊόντα που
βρίσκονται στο ράφι γιατί ως γνωστόν σπάνια βλέπουμε μειώσεις στην τιμή
καταναλωτή ακόμα κι αν η πρωτογενής αιτία εκλείψει. Οι δικαιολογίες γνωστές
πως οι παραγωγοί είχαν απορροφήσει ένα μεγάλο μέρος της αύξησης κόστους με
αποτέλεσμα να είναι προβληματική η επιβίωση της επιχείρησης κλπ
Οι στατιστικοί υπολογισμοί, με τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα στοιχεία αύξησης
τιμών κάνουν λόγο για ένα πρόσθετο κόστος σε μέσους όρους που καλούνται να
πληρώσουν οι πολίτες, ίσο με 2.000 περίπου ευρώ σε ετήσια βάση ή δυο μέσους
μισθούς.
Βαρύ, πολύ βαρύ τίμημα για τους πολίτες που έρχονται από μια υπερδεκαετή
οικονομική κρίση με τεράστιες απώλειες εσόδων και συμπίεση του βιοτικού
επιπέδου πολύ κάτω από το μέσο επίπεδο της Ευρωζώνης.
Και έρχεται αυτό το τσουνάμι της ακρίβειας να μας πλήξει πάνω στην ώρα που η
οικονομία πήγαινε να σηκώσει κεφάλι από την πανδημία και αναμέναμε όλοι ένα
μέρισμα από την ανάπτυξη και την αύξηση του ΑΕΠ. Δεν ξέρω τι ακριβώς κάνουν
οι άλλες χώρες της Ευρώπης στην αντιμετώπιση της ακρίβειας αλλά και ποσώς
μας ενδιαφέρει γιατί δεν έχουν και καμία σχέση οι μισθοί της Γερμανίας, της
Γαλλίας, της Ιταλίας ακόμα και της Ισπανίας με τους δικούς μας μισθούς.
Όπως επίσης δεν έχει καμιά αξία να λέμε πως η ακρίβεια είναι εισαγόμενη
γιατί είτε είναι εγχώρια είτε εισαγόμενη, το αποτέλεσμα είναι ίδιο.
Υποχρεωνόμαστε να πληρώνουμε ακριβότερα ό,τι καταναλώνουμε.
Η κυβέρνηση έχει ήδη μοιράσει περίπου 2 δισ. για να ελαφρύνει το βάρος από
τα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος και του φυσικού αερίου.
Πολλά λεφτά χωρίς να υπολογίζεται πως άλλα 900 περίπου εκατομμύρια φεύγουν
κάθε μήνα από το ΑΕΠ της χώρας προκειμένου να αγορασθούν με ακριβότερες
τιμές φυσικό αέριο, πετρέλαιο και ηλεκτρικό ρεύμα.
Λίγα όμως πολύ λίγα για να ανακουφίσουν τους πολίτες τουλάχιστον στους
λογαριασμούς της ενέργειας. Για τα προϊόντα στο σούπερ μάρκετ ούτε συζήτηση.
Αυτή την ακρίβεια την αντιμετωπίζει ο καθένας μόνος του και όπως μπορεί,
ακόμα μειώνοντας ή περικόπτοντας τις αγορές με περιορισμούς στα απολύτως
απαραίτητα.
Και δεν είναι προφανώς ότι δεν θέλει να βοηθήσει κι άλλο τους πληττόμενους
πολίτες, δεν μπορεί κανείς να την κατηγορήσει για κοινωνική αναλγησία. Όταν
όμως δεν υπάρχουν χρήματα και προσπαθεί να βρει περιθώρια μέσα από τον
δημοσιονομικό χώρο που αφήνει η ανάπτυξη γιατί δεν υπάρχουν δυνατότητες να
βάλλει χέρι στον προϋπολογισμό, υπάρχει μεν κατανόηση από αυτούς που
καταλαβαίνουν πωςλειτουργεί η οικονομία αλλά όχι από τους πολλούς που
θεωρούν πως λεφτά υπάρχουν αλλά τα προορίζουν για αλλού όπως για παράδειγμα,
οι εξοπλισμοί.
Και ναι μεν τέτοιες αιτιάσεις και επιχειρηματολογίες δεν αντέχουν σε σοβαρή
κριτική αλλά αυτό ελάχιστη σημασία έχει και γι’ αυτό βλέπουμε αυτή τη
δυσφορία να αποτυπώνεται καθαρά πλέον στα δημοσκοπικά ποσοστά.
Ποιος κάθεται να σκεφτεί πως η οικονομία της χώρας βρίσκεται ακόμα υπό
ενισχυμένη εποπτεία, πως το εξωτερικό χρέος διογκώνεται συνεχώς εξαιτίας της
πανδημίας και πως ήδη οι αγορές έχουν ανεβάσει τα spreads πάνω από 2,5% κι
αν δουν εκτροχιασμό, εν μια νυκτί θα μας κλείσουν τις πόρτες δανεισμού όπως
έγινε το 2010.
Όπως δεν χρήζει συζήτησης και σοβαρής κριτικής η πρόταση της αξιωματικής
αντιπολίτευσης πως όταν ξαναέρθει στην κυβέρνηση, θα κρατικοποιήσει πάλι τη
ΔΕΗ και θα την υποχρεώνει να παρέχει φθηνό και γιατί όχι τσάμπα, ρεύμα στους
πολίτες!
Η λύση στη σημερινή κατάσταση προφανώς και δεν είναι εύκολη και αυτού του
τύπου τα προβλήματα στην παγκοσμιοποιημένη αγορά θα έρχονται και θα
επανέρχονται με διάφορες αφορμές και τα γεωπολιτικά παιγνίδια και θα είναι
εντονότερα στις χώρες με τη μεγαλύτερη ενεργειακή εξάρτηση.
Η στροφή προς τις φθηνές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που έκανε η χώρα πρέπει
να ολοκληρωθεί το συντομότερο για να μειωθεί και η εξάρτηση μας από το
φυσικό αέριο. Αρκεί να πούμε πως το μεγαλύτερο κομμάτι των επιδοτήσεων που
έχουν δοθεί μέχρι τώρα, προέρχεται από τον περιορισμό των λιγνιτικών μονάδων
και από τις επιστροφές από το χρηματιστήριο ρύπων.
Κατά τα άλλα, ας ελπίσουμε να αυξηθεί ο δημοσιονομικός χώρος για να
επιδοτηθούν τουλάχιστον ικανοποιητικά τα πιο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα και
να βρεθεί τρόπος να εξαιρεθούν των οριζόντιων επιδοτήσεων αυτοί που δεν τις
έχουν ανάγκη.
Βασίλης Στεφανακίδης
0 Σχόλια