Όταν το Νοεμβριο του 2017 η Φώφη Γεννηματά προχωρούσε στην εκλογική διαδικασία που γέννησε το Κίνημα Αλλαγής, πέρα από τον Νίκο Ανδρουλάκη, υποψήφιοι ήταν και ο Σταύρος Θεοδωράκης από το «Ποτάμι», όπως και ο Γιώργος Καμίνης, ενώ είχε ήδη επανακάμψει ο Γιώργος Παπανδρέου.
Ήταν ένας τρόπος «επαναλανσαρίσματος» της Κεντροαριστεράς, που είχε
δεινοπαθήσει εκλογικά μετά από τα Μνημόνια, με τις μετεγγραφές – κυρίως προς
τον ΣΥΡΙΖΑ - και τις αποστασιοποιήσεις να δίνουν και να παίρνουν.
Το ενδιαφέρον των πολιτών ήταν πολύ μεγάλο σε σχέση με την εκλογική δύναμη
των κομμάτων που συμμετείχαν σε εκείνες τις εκλογές: πάνω από 200.000
άνθρωποι πήγαν να ψηφίσουν, όταν έναν χρόνο πριν, στη Νέα Δημοκρατία , με
τριπλάσια εκλογική δύναμη, είχαν εκλέξει τον Κυριάκο Μητσοτάκη 400.000
ψηφοφόροι.
Η συνέχεια έδειξε ότι δεν αρκούσε η μεγάλη συμμετοχή: O Αλέξης Τσίπρας θα
έμενε στην κυβέρνηση για άλλο ενάμισι χρόνο – που αποδείχθηκε αρκετός για να
φύγει ο Σταύρος Θεοδωράκης και το μεγαλύτερο μέρος της ΔΗΜΑΡ, με αφορμή τις
Πρέσπες.
Στην πραγματικότητα, απλώς δεν είχε έλθει η στιγμή: η Φώφη Γεννηματά έδωσε
ρεσιτάλ δημιουργικής αντιπολίτευσης στην πανδημία, καταθέτοντας προτάσεις
τις οποίες – έστω και με καθυστέρηση – αναγκαζόταν να υιοθετήσει η κυβέρνηση
και παρ’ όλα αυτά, το Κίνημα Αλλαγής δεν έλεγε να «ξεκολλήσει» από τα
ποσοστά του 2019, τα οποία ήταν διπλάσια από του 2015, αλλά παρέμεναν
μονοψήφια.
Αυτή τη στιγμή, με τη Νέα Δημοκρατία να κλείνει δυόμισι χρόνια στην
κυβέρνηση, ζούμε το εξής παράδοξο: η κυβέρνηση να φθείρεται λόγω των λαθών
της, αλλά να ανακάμπτει στη συνέχεια,έστω και εν μέρει, η δε αξιωματική
αντιπολίτευση να χάνει περισσότερο από την κυβέρνηση.
Προφανώς, η στιγμή δεν είναι ανύποπτη – και όσο αυτή κατάσταση παγιώνεται,
θα είναι πολύ δύσκολο για τον Αλέξη Τσίπρα να επικαλεστεί το «αντιδεξιό
συναίσθημα» των ψηφοφόρων του, προκειμένου να αυξήσει τη συσπείρωσή τους.
Δύσκολο, με την έννοια ότι στις 10- 12 ποσοστιαίες μονάδες διαφορά, ποιος
μπορεί να επικαλεστεί τον κομματικό πατριωτισμό; Ή τον λαό που «δεν ξεχνά τι
σημαίνει Δεξιά»;
Βεβαίως, όλα μπορούν να αλλάξουν και πάλι , καθώς η άγνοια για τις νέες
μεταλλάξεις του κορωνοϊού αυξάνει τους βαθμούς αβεβαιότητας και περιπλέκει -
έστω και προσωρινά – την πορεία προς την ανάκαμψη, ενώ απομακρύνει την
έλευση του τέλους της πανδημίας.
Αν δεν αλλάξει κάτι δραματικά, η κυβέρνηση Μητσοτάκη διατηρεί μία σημαντική
υπεροχή, που θα είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά αν οι
εκλογές γίνουν στις αρχές του φθινοπώρου του 2022, σε μία στιγμή που η
πανδημία θα έχει ελεγχθεί στον έναν ή τον άλλο βαθμό και η Ελλάδα θα έχει
ζήσει ένα καλοκαίρι «απογείωσης» του τουρισμού.
Στην πραγματικότητα, για τον Αλέξη Τσίπρα θα είναι η καταλυτική μάχη οι
επόμενες εκλογές: αν δεν καταφέρει να έχει μειώσει τη διαφορά με τον Κυριάκο
Μητσοτάκη ως την έναρξη της προεκλογικής περιόδου, τότε η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ
θα είναι πολύ δύσκολη μετεκλογικά.
Μάλιστα, η έως τώρα πορεία της αξιωματικής αντιπολίτευσης καθιστά την
συζήτηση περί «προοδευτικής διακυβέρνησης» - έναν «ζωτικό μύθο» που έχει
ανάγκη ο ΣΥΡΙΖΑ για να συντηρεί την εικόνα της Αριστεράς που μπορεί να
ξαναέλθει στα πράγματα – άνευ αντικειμένου: όπως είναι γνωστό, ο εκλογικός
νόμος Θεοδωρικάκου δεν επιτρέπει στο δεύτερο κόμμα «να κάνει παιχνίδι», ενώ
για να γίνει κυβέρνηση με την απλή αναλογική που θα έχει προηγηθεί, θα
χρειαζόταν να συμφωνήσει ο ΣΥΡΙΖΑ με όλα τα κόμματα πλην της ΝΔ. Μήπως
λοιπόν ήλθε η στιγμή για την ισχυροποίηση της Κεντροαριστεράς;
Στέφανος Τζανάκης
0 Σχόλια