Όταν 270.000 πολίτες δίνουν το παρών σε μία εσωκομματική εκλογική αναμέτρηση ενός κόμματος του 8% στις τελευταίες εκλογές- και μάλιστα εν μέσω πανδημίας, τότε το μήνυμά τους είναι απλό: Θέλουν να επιστρέψουν «στο σπίτι».
Το 2016, η εκλογή Μητσοτάκη σε μία ανάλογη διαδικασία, σε ένα κόμμα που είχε
πάρει 27% έναν χρόνο πριν, έγινε από 400.000 πολίτες. Κάντε τους
υπολογισμούς και φανταστείτε την επιτυχία.
Αυτό σημαίνει ότι ο δρόμος του Ανδρουλάκη θα είναι στρωμένος με βάγια; Ότι
έφτασε η στιγμή που οι πολίτες ξέχασαν τους λογαριασμούς τους με το ΠΑΣΟΚ
και είπαν «να το πάρουν αλλιώς»; Κάθε άλλο…
Η μεγάλη συμμετοχή σημαίνει απλώς ότι οι πολίτες βάζουν ξανά στο ραντάρ τους
το ΠΑΣΟΚ. Κάποτε θα γινόταν, με την πολιτική που είχε λανσάρει η Φώφη
Γεννηματά – υπευθυνότητα στην άσκηση της αντιπολίτευσης, αλλά και τήρηση των
αποστάσεων από το πρώτο και το δεύτερο κόμμα της Βουλής. Έγινε τώρα – και σε
αυτό σίγουρα έπαιξε ρόλο η φόρτιση από τον άδικο θάνατό της. Αλλά έγινε…
Όμως, η μεγάλη συμμετοχή σημαίνει και κάτι άλλο – το γεγονός ότι οι πολίτες
που επέμεναν να ψηφίζουν το ΠΑΣΟΚ, την Ελιά, το ΚΙΝΑΛ, δεν μπορούσαν – και
δεν μπορούν – να δεχτούν ότι ο χώρος της Κεντροαριστεράς θα «καπελωνόταν»
από τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα ή από τη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου
Μητσοτάκη.
Η ψήφος στον Νίκο Ανδρουλάκη έχει ωστόσο και ένα άλλο χαρακτηριστικό: οι
πολίτες ήθελαν ένα πρόσωπο που να συμβολίζει την ανανέωση, αλλά και έναν
πολιτικό δεν είναι «χρεωμένος» στο χθες: ο ευρωβουλευτής του ΚΙΝΑΛ είναι εδώ
και δώδεκα χρόνια αναγνωρίσιμος στον χώρο, αλλά δεν είχε ποτέ καμία σχέση με
την εξουσία – ούτε του «μεγάλου ΠΑΣΟΚ», ούτε του «ΠΑΣΟΚ της συγκυβέρνησης».
Βεβαίως, όλα αυτά είναι τα «θέλω» των πολιτών – όπως τα παιδιά ζητούν τα
δώρα τους από τον Άγιο Βασίλη, έτσι και τα μέλη και οι φίλοι της παράταξης
έκαναν τις ευχές τους στην χθεσινή εκλογική διαδικασία. Από κει και πέρα, ο
κλήρος πέφτει στον νικητή, ο οποίος πρέπει να πείσει με πράξεις, ότι τα
λόγια περί ενότητας έχουν και πρακτική σημασία.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν είναι χθεσινός στον χώρο του ΠΑΣΟΚ και του ΚΙΝΑΛ:
έχει μία πείρα 24 χρόνων, από τα χρόνια της ΠΑΣΠ ως την γραμματεία του
κόμματος και την Ευρωβουλή. Και γνωρίζει πολύ καλά, ότι το πρώτιστο είναι η
διαφύλαξη της ενότητας του χώρου. Όλοι οι συνυποψήφιοί του, όπως και ο
ίδιος, κράτησαν μία ενωτική στάση μετά από την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων,
ωστόσο τώρα, το μπαλάκι πάλι είναι στα δικά του χέρια.
Η μαγική λέξη της εκλογής ήταν η ανανέωση. Οι πολίτες που πήγαν να ψηφίσουν
, με ένα καθοριστικό ποσοστό, έδειξαν ότι δεν θέλουν να εμπιστευθούν για
άλλη μία φορά πολιτικούς που έχουν «χρεωθεί» με τα «πέτρινα χρόνια» της
παράταξης, είτε ως πρωθυπουργοί, όπως ο Παπανδρέου, είτε ως κορυφαίοι
υπουργοί, όπως ο Λοβέρδος.
Όμως, όταν ο ένας στους τέσσερις επιλέγει τον Γιώργο Παπανδρέου και άλλοι
τόσοι επιλέγουν τον Ανδρέα Λοβέρδο, τότε ο επόμενος πρόεδρος πρέπει να το
λάβει υπ’ όψη του. Είναι προφανές ότι ο χώρος δεν αντέχει άλλες εσωτερικές
διαμάχες χωρίς ιδιαίτερο νόημα, πέρα από την κατοχύρωση μίας καρέκλας.
Είναι δεδομένο ότι η «εποχή Ανδρουλάκη» που έρχεται, θα έχει διαφορές από
την «εποχή Γεννηματά». Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, άλλωστε αλλιώς,
η ζωή δεν προχωρεί. Ούτε τα κόμματα. Ωστόσο, το βασικό ζητούμενο είναι κοινό
για όλους – να μεγαλώσει και πάλι το ΚΙΝΑΛ και το ΠΑΣΟΚ.
Όπως και η Φώφη Γεννηματά το 2017, ο νέος ηγέτης του Κινήματος Αλλαγής δεν
θα έχει περίοδο χάριτος. Θα κρίνεται σε κάθε δημοσκόπηση, αλλά θα
αντιμετωπίσει και το ίδιο ερώτημα που απέφευγε όπως ο διάολος το λιβάνι, η
αείμνηστη πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ – «με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις».
Όμως, οι 270.000 των πολιτών που έσπευσαν στις κάλπες, του δίνουν το
δικαίωμα να πετάξει κάθε τέτοιο μπαλάκι στους αντιπάλους του…
Στέφανος Τζανάκης
0 Σχόλια