Η μία δημοσκόπηση μετά την άλλη, καταγράφει το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα. Η
Νέα Δημοκρατία προηγείται με διαφορές που κυμαίνονται από 10 έως 13μονάδες
και η απόσταση του Κυριάκου Μητσοτάκη από τον Αλέξη Τσίπρα είναι θηριώδης.
Αντίπαλος του πρωθυπουργού είναι ο Κανένας. Δεν το λες και επιτυχία.
Η έρευνα του Ινστιτούτου Πουλαντζάς, που δεν μπορεί να θεωρηθεί
"πετσωμένη”φαντάζομαι, το διατύπωσε λίγο πιο κομψά: Καταγράφεται "μια προς
τα κάτω τάση σύγκλισης των δύο μεγάλων κομμάτων, με τις απώλειες της
πλειοψηφίας να είναι, τουλάχιστον προς το παρόν, μεγαλύτερες ή ταχύτερες από
τα κέρδη της αξιωματικής αντιπολίτευσης". Με άλλα λόγια η Νέα Δημοκρατία
έχει μεν απώλειες- περιορισμένες- αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κερδίζει τίποτα…
Τουλάχιστον προς το παρόν, γράφει η έρευνα. Σωστό, αλλά και το μέλλον άδηλο
θα μπορούσε να συμπληρώσει.
Είναι προφανές ότι το είδος της αντιπολίτευσης που ασκεί ο κ. Τσίπρας δεν
περνάει. Και ο σημερινός επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης μπορεί να
δηλώνει πρωθυπουργός εν αναμονή, για όσους αρέσκονται στα παραμύθια, αλλά το
πιο πιθανό είναι να χάσει κατά κράτος και τις επόμενες εκλογές. Και το
χειρότερο- γι αυτόν- είναι ότι κινδυνεύει να πέσει στην παγίδα που έστησε
στον Μητσοτάκη.
Γιατί αν δεν υπάρξει δραματική αλλαγή στις τάσεις της κοινής γνώμης, ο
Αλέξης Τσίπρας κινδυνεύει να χάσει τις εκλογές και με την απλή αναλογική και
να ξαναχάσει και τις επόμενες εκλογές, με την ενισχυμένη αναλογική. Θα έχει
γράψει έτσι ένα ρεκόρ. Θα είναι ο πρώτος αρχηγός κόμματος που έχει χάσει σε
5 εκλογικές αναμετρήσεις και δηλώνει ακόμα πρωθυπουργός εν αναμονή. Λίγο
μακρά αναμονή.
Γιατί δεν τραβάει η αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ; Γιατί δεν πείθει ο Αλέξης
Τσίπρας;
Ας το πάρουμε ανάποδα. Γιατί υπερέχει τόσο πολύ, τόσο καιρό μετά τις
εκλογές, η Νέα Δημοκρατία και ο Μητσοτάκης;
Υποθέτουμε για τη διαχειριστική της επάρκεια και την πραγματιστική,
"αποϊδεολογικοποιημένη" αντιμετώπιση των προβλημάτων-παρά τα λάθη προφανώς
και τις καθυστερήσεις στην αντιμετώπιση της πανδημίας- μια οικονομική
πολιτική μείωσης φόρων και ενίσχυσης της απασχόλησης και των επενδύσεων, με
ενέσεις παροχών, μια εξωτερική πολιτική που συνδυάζει πυγμή και
αποφασιστικότητα, χωρίς υπερβολές και κορώνες και μια αίσθηση κανονικότητας.
Ακριβώς το αντίθετο απ ότι κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας. Στην κρίση
της πανδημίας, θεώρησε πιο σημαντικό να κατεβάσει τους οπαδούς του σε
διαδηλώσεις για τον Κουφοντίνα ή για τη δήθεν αστυνομοκρατία, από το να
προφυλάξει τον κόσμο από την μετάδοση του κορονοϊού. Και σε αυτές τις
εμμονές, οφείλεται και το ρεκόρ δεκαετίας που καταγράφεται στις διαδηλώσεις
στην Ελλάδα το 2020.
Οταν βγήκε το εμβόλιο, η Αυγή μόνο που δεν έβαλε πλερέζες, για να μην
μιλήσουμε για το φλέρτ με τους αντιεμβολιαστές και τους κάθε λογής αρνητές
και δικαιωματιστές.
Στην οικονομία ο Αλέξης Τσίπρας περιορίζεται στις γνωστές συνταγές του
παρελθόντος, που μας οδήγησαν στην χρεοκοπία. Περισσότερες δαπάνες,
περισσότερες προσλήψεις, όχι στις ιδιωτικοποιήσεις . Ολες οι επενδύσεις
είναι deals και οι παροχές της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι φυσικά
φιλοδωρήματα. Εφθασε στο σημείο, για να ικανοποιήσει τους συνδικαλιστές, να
καταγγείλει την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΔΕΗ. Οταν λίγο πριν από
τις εκλογές, η συζήτηση ήταν αν η χρεοκοπία της ΔΕΗ, με τον απερίγραπτο
Παναγιωτάκη που είχαν τοποθετήσει επικεφαλής της επιχείρησης, μπορεί να
συμπαρασύρει και τη χώρα και να οδηγηθούμε ξανά σε καταστροφή.
Στη δε εξωτερική πολιτική, ο ΣΥΡΙΖΑ καταψήφισε τις αμυντικές συμφωνίες με τη
Γαλλία και τις ΗΠΑ. Τις συμφωνίες που καταγγέλλει ο Ερντογάν, ότι
δημιουργούν ανισορροπία στην Ανατολική Μεσόγειο σε βάρος της Τουρκίας και
υπέρ της Ελλάδας. Τζακ ποτ λέγεται αυτό.
Η ερώτηση είναι γιατί δεν το βλέπει ο Αλέξης Τσίπρας και επιμένει σε αυτή
την αντιπολίτευση, που καθηλώνει τον ΣΥΡΙΖΑ στα ποσοστά των εκλογών του 2019
και ίσως και ακόμα πιο κάτω. Γιατί συνεχίζει να απευθύνεται μόνο στον σκληρό
πυρήνα των οπαδών του και αδυνατεί να απευθυνθεί σε ευρύτερες ομάδες
ψηφοφόρων;
Μια απάντηση είναι γιατί δεν τον αφήνει το κόμμα του. Που βλέπει κάθε
προσπάθεια διεύρυνσης, κάθε απόπειρα απομάκρυνσης από την κομματική
ορθοδοξία, σαν απειλή για τα κομματικά τους οφίτσια και σαν ιδεολογικό
αμάρτημα που θα μολύνει το σώμα των πιστών.
Μια άλλη απάντηση είναι ότι δεν μπορεί. Σαν πρόσωπο. Αυτό ξέρει, αυτό
μπορεί, αυτό κάνει. Άλλωστε να θυμόμαστε, ότι ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ και το
κόμμα του, είναι προϊόν της κρίσης και της χρεοκοπίας. Αν δεν είχε
χρεοκοπήσει η Ελλάδα, υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν ακόμα στο
3% και ο Αλέξης Τσίπρας θα μοίραζε την Αυγή πόρτα πόρτα, κάθε Κυριακή στο
Γαλάτσι;
Είτε δεν μπορεί είτε δεν τον αφήνει το κόμμα του, το βέβαιο είναι ότι ο
ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να αδυνατει να διευρύνει το ακροατήριό του και η
αντιπολίτευση που κάνει, δεν πείθει παρά μόνον όσους έχουν ήδη πειστεί.
Αλλωστε υπάρχει ακόμα ένα πρόβλημα: Κανείς δεν έχει ξεχάσει την κυβερνητική
θητεία της ριζοσπαστικής αριστεράς. Τη φορομπηχτική πολιτική και την
υπονόμευση όλων των επενδύσεων, μεταξύ αυτών και του Ελληνικού. Το
ξεχαρβάλωμα της Παιδείας, το μπάχαλο στο μέτωπο της δημόσιας τάξης, τους
παρακρατικούς μηχανισμούς που είχαν στήσει οι Παππάς και Παπαγγελόπουλος και
την κομματικοποίηση στη δημόσια τηλεόραση. Τη συνεργασία με την άκρα δεξιά
και το χάος με τους μετανάστες στους δρόμους της Αθήνας.
Και αν δεν κάνω λάθος, ακόμα στον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν αναλύσει τις αιτίες της
εκλογικής τους ήττας. Αλλά υπομονή, νωρίς είναι ακόμα. Θα το κάνουν ίσως
μαζί με το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών.
0 Σχόλια