Τα αγκάθια στον δρόμο για τη νέα καγκελαρία


Του Κώστα Ράπτη 

Οι δύο "μεγάλοι" (Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες) είναι αρκετά μικρότεροι από άλλοτε. Οι δύο "ακραίοι" (Εναλλακτική για τη Γερμανία και Αριστερά) βρίσκονται εκτός του παιχνιδιού της διαπραγμάτευσης. Μένουν οι δύο "μεσαίοι" (Πράσινοι και Φιλελεύθεροι), που επαίρονται ότι αντιπροσωπεύουν το μέλλον, για να δώσουν τη λύση στο μετεκλογικό αίνιγμα του σχηματισμού νέας ομοσπονδιακής κυβέρνησης στη Γερμανία. Και θα το κάνουν συντονισμένα, καθώς ήδη συνομιλούν μεταξύ τους, πριν θέσουν τους όρους τους στα κόμματα των δύο υποψήφιων καγκελαρίων. 

Όπως μας έχει προϊδεάσει το πρόσφατο ιστορικό προηγούμενο του 2013 και του 2017 οι συνομιλίες για την συγκρότηση κυβερνητικού συνασπισμού, επί τη βάσει συγκεκριμένων προγραμματικών δεσμεύσεων, όπως είθισται στη Γερμανία, θα διαρκέσουν πολύ. Πόσω μάλλον που τώρα, για πρώτη φορά στα γερμανικά χρονικά, η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να είναι τρικομματική, όπως επιβάλλει η κοινοβουλευτική αριθμητική ενός κατακερματισμένου πολιτικού τοπίου. (Το οριακό ενδεχόμενο ενός ακόμη "μεγάλου συνασπισμού" Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών, καίτοι αριθμητικά εφικτό, προσκρούει σε πολλά πολιτικά εμπόδια, με κυριότερο την αντίθεση των Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας, που συναπαρτίζουν με τους Χριστιανοδημοκράτες την κεντροδεξιά Ένωση.) 

Πρόκειται προφανώς για μαραθώνιο, με τερματισμό κάπου προς τα Χριστούγεννα. Και στους μαραθωνίους το κυριότερο προσόν είναι η αντοχή. Ιδιότητα που ενδέχεται με έναν φαινομενικώς παράδοξο τρόπο να αναδείξει εντέλει νικητή τον "μεγάλο χαμένο" της βραδιάς των εκλογών, δηλ. τον υποψήφιο καγκελάριο των Χριστιανοδημοκρατών, Άρμιν Λάσετ. Τουλάχιστον αν το κόμμα του καταφέρει να μην υποστρέψει στις εσωτερικές διαμάχες. 

Η πρωτιά δεν αρκεί

Η διακηρυσσόμενη νίκη των Σοσιαλδημοκρατών του Όλαφ Σολτς θα πρέπει να σχετικοποιηθεί. Η απόσπαση εκλογικού ποσοστού που αγγίζει το 26% (με προβάδισμα μικρότερο των δύο μονάδων, επιστρέφοντας στα επίπεδα του 2013) δεν είναι κάποια ηχηρή "εντολή διακυβέρνησης" που προδικάζει τις μετεκλογικές εξελίξεις. Και πάντως, σε χώρες με αναλογικά εκλογικά συστήματα, η εντολή διακυβέρνησης προκύπτει από την ικανότητα σύναψης συμμαχιών και όχι από μόνη την πρωτιά.

Από τα πιθανά σενάρια σχηματισμού ομοσπονδιακής κυβέρνησης, ο συσχετισμός που καταγράφεται στη νέα Μπούντεσταγκ επιτρέπει πρακτικά μόνο δύο: είτε έναν συνασπισμό τύπου "σηματοδότη", με τους Σοσιαλδημοκράτες, τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους, είτε έναν τύπου "Τζαμάικα" (όπως είχε συζητηθεί και το 2017), με τους Χριστιανοδημοκράτες, τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους.

Εν ολίγοις, μόνη βεβαιότητα είναι η συμμετοχή στην κυβέρνηση των Πρασίνων και των Φιλελευθέρων οι οποίοι, απομένει, στον ιδιόμορφο "πλειστηριασμό" που εγκαινιάζεται, να επιλέξουν μείζονα εταίρο. 

Πρώτες κινήσεις στο παζάρι

Ο ηγέτης των Φιλελευθέρων Κρίστιαν Λίντερ και ο συμπρόεδρος των Πρασίνων Ρόμπερτ Χάμπεκ (ο οποίος προορίζεται για αντικαγκελάριος) διεκδικούν αμφότεροι το υπουργείο Οικονομικών, ήτοι τη δεύτερη ισχυρότερη θέση στην κυβέρνηση. Σύμφωνα με την Frankfurter Allgemeine, το ποιος θα είναι ο τυχερός θα εξαρτηθεί από το πρόσωπο του καγκελαρίου: Με τον Σοσιαλδημοκράτη Όλαφ Σολτς η ανάθεση των δημοσιονομικών στον Λίντνερ θα είναι ένα λογικό "αντίβαρο", ενώ με τον Χριστιανοδημοκράτη Άρμιν Λάσετ θα ισχύσει το αντίθετο.

Από την άλλη πλευρά, ο Όλαφ Σολτς έχει το δικό του μειονέκτημα, που ίσως αποδειχθεί μοιραίο. Οι προγραμματικές παραχωρήσεις του προς την αριστερή πτέρυγα των Σοσιαλδημοκρατών (η οποία, άλλωστε, μόλις πέρσι τον απέρριψε με συνοπτικές διαδικασίες ως υποψήφιο πρόεδρο του κόμματος) συνεπάγονται μια επεκτατική οικονομική πολιτική, στην οποία πολύ δύσκολα θα συμφωνήσουν οι Φιλελεύθεροι. Το ίδιο ισχύει και με τις εξαγγελίες του για αυστηρότερη ρύθμιση της αγοράς εργασίας.


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια