Μια τέτοια πορεία του δημοσίου χρέους, για την οποία δεν γίνεται καμία συζήτηση, θα το καταστήσει, αν δεν είναι ήδη, μη βιώσιμο.
Η οικονομική πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση και επαγγέλλεται και η αντιπολίτευση εκδηλώνεται κυρίως με παροχές, φορολογικές μειώσεις, αναστολή και χρονική άνεση στις υποχρεώσεις προς τις τράπεζες. Ολα αυτά συνεπάγονται αύξηση του δανεισμού από το κράτος και συνεπώς διόγκωση του δημοσίου χρέους, το οποίο ήδη καλπάζει σε επίπεδα εφιαλτικά. Ηδη η Ελλάδα έχει το παγκόσμιο ρεκόρ δημοσίου χρέους καθώς το 2020 έφθασε τα 392 δισεκατομμύρια ευρώ, που αντιστοιχούν στο 205% του ΑΕΠ, με διατηρούμενη και το 2021 την αυξητική τάση, που αν συνεχισθεί με τους σημερινούς ρυθμούς σύντομα θα φθάσει το δυσθεώρητο ύψος των 400 δισεκατομμυρίων. Μια τέτοια πορεία του δημοσίου χρέους, για την οποία δεν γίνεται καμία συζήτηση, θα το καταστήσει, αν δεν είναι ήδη, μη βιώσιμο. Και είναι καθαρή απρονοησία να αντιμετωπίζεται το γεγονός με το επιχείρημα ότι μεγάλο μέρος του χρέους έχει προς το παρόν ρυθμισθεί και δεν πρέπει να ανησυχούμε. Αλλά έτσι πολύ βολικά και με ασύγγνωστη ανευθυνότητα επιφυλάσσουμε την αντιμετώπιση ενός εφιάλτη στα παιδιά και στα εγγόνια μας.
Το γεγονός αυτό είναι ίσως ο μόνος που με σαφήνεια και χωρίς ωραιοποιήσεις επικρίνει ο τ. υπουργός Αλέκος Παπαδόπουλος σε άρθρο του στα «Νέα» (18/9) χαρακτηρίζοντας ως παραλογισμό τις αλόγιστες παροχές με δανεικά. Αναπόφευκτα μάλιστα το δημόσιο χρέος θα επιβαρυνθεί ακόμα περισσότερο μετά την αναγκαία μεν αλλά δαπανηρότατη αμυντική συμμαχία με τη Γαλλία, στην προσπάθεια να αναβαθμισθεί – πολύ καθυστερημένα μάλιστα – η άμυνά μας απέναντι στον επίβουλο εξ Ανατολών γείτονά μας.
Οπως μάλιστα επισημαίνει ο κ. Παπαδόπουλος, αλλά και οι περισσότεροι οικονομικοί αναλυτές, ήδη ο πληθωρισμός εξελίσσεται ως μία παγκόσμια άμεση απειλή, που θα αναγκάσει τις κεντρικές τράπεζες να ασκήσουν αντιπληθωριστική πολιτική αυξάνοντας αναπόφευκτα τα επιτόκια. Αυτό θα επιβαρύνει ακόμα περισσότερο τα τοκοχρεολύσια και συνεπώς θα καταστήσει ακόμα λιγότερο βιώσιμο το δημόσιο χρέος.
Είναι ευτυχώς γεγονός ότι η πορεία της οικονομίας μας, παρά την πανδημία, είναι περισσότερο από ικανοποιητική, καθώς οι βελτιωμένες προβλέψεις κυβέρνησης και Τράπεζας της Ελλάδος και των διεθνών οίκων αξιολόγησης βεβαιώνουν για ρυθμό ανάπτυξης 6-8% για εφέτος και του χρόνου και αρκετά υψηλό και τα επόμενα χρόνια. Ετσι θα αυξηθεί ουσιωδώς το εθνικό εισόδημα και θα μειώνεται αντίστοιχα η αναλογία δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ, αν φυσικά δεν διογκωθεί ακόμα περισσότερο ο δημόσιος δανεισμός. Η κυβέρνηση ελπίζει ότι οι ρυθμοί αυτοί ανάπτυξης θα αποδώσουν υψηλή αύξηση εθνικού εισοδήματος και συνεπώς υψηλότερα έσοδα για το Δημόσιο, παρά τις μειώσεις φόρων και τελών που αποφάσισε.
Μια καλή εξισορρόπηση της κατάστασης των δημοσίων οικονομικών θα εξασφάλιζε η αποτελεσματικότερη δίωξη της φοροδιαφυγής. Δυστυχώς όμως, πάγια πολιτική όλων των κυβερνήσεων από τη μεταπολίτευση και μετά είναι να αφήνει ανενόχλητη τη φοροδιαφυγή, ιδιαίτερα στον ΦΠΑ από τους μικρομεσαίους και τους ελεύθερους επαγγελματίες. Προκλητικά ανενόχλητο παραμένει επίσης το όργιο φοροδιαφυγής στη διακίνηση των υγρών καυσίμων. Αφήνουμε λάσκα για να μην κλείσουν οι μικρομεσαίοι είναι η δικαιολογία όλων των κυβερνήσεων, όπως υπογράμμισε ο Ζώης Τσώλης στο «Βήμα» της 19/9. Και δυστυχώς κανένα από τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν πιέζει για ριζική αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής. Έτσι δεν την τολμά και η κυβέρνηση.
0 Σχόλια