Το βήμα της ετήσιας Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών υπήρξε, πρόσφατα μόλις, ο χώρος από τον οποίο εκτοξεύθηκαν οι φοβερότερες απειλές, που έχουν ακουστεί στα χρονικά του Οργανισμού και βέβαια αντιβαίνουν ευθέως τον λόγο ύπαρξής του. Ήταν ο Ντόναλντ Τραμπ έκανε λόγο για εξαφάνιση της Βόρειας Κορέας από τον χάρτη εάν συνέχιζε την προκλητική πυρηνική πολιτική της.
Η έλευση ενός νέου ενοίκου στον Λευκό Οίκο χαιρετίσθηκε στη διεθνή σκηνή με ανακούφιση, ως επάνοδος σε εποχές μεγαλύτερης σωφροσύνης. Ωστόσο, μέχρι να φθάσει η ώρα για την πρώτη εμφάνιση του Τζο Μπάιντεν ως προέδρου στο ίδιο βήμα το κλίμα είχε ήδη αλλάξει.
Η ανακούφιση βέβαια δεν αφορούσε δυνάμεις όπως η Κίνα και η Ρωσία που αντέδρασαν μάλλον ψυχρά στην έκβαση των αμερικανικών προεδρικών εκλογών, έχοντας κατά νου και τη νεοψυχροπολεμική πλειοδοσία που αποτέλεσε την κύρια αντιπολιτευτική αιχμή των Δημοκρατικών την προηγούμενη τετραετία. Αφορούσε όμως τους Ευρωπαίους και λοιπούς συμμάχους των ΗΠΑ, οι οποίοι επί Τραμπ αισθάνονταν μετέωροι, απέναντι σε ό,τι προσλάμβαναν ως αμερικανικό κρεσέντο μονομέρειας και απομονωτισμού.
Η χθεσινή ομιλία Μπάιντεν στην 76η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών (στο φόντο των προειδοποιήσεων του Γ.Γ. του Οργανισμού Αντόνιο Γκουτέρες περί του νέου ψυχρού πολέμου που είναι πιο επικίνδυνος από τον προηγούμενο) υπήρξε μια προσπάθεια του Αμερικανού προέδρου να τονίσει απέναντι στο μεν εγχώριο κοινό του ότι οι ΗΠΑ έχουν περάσει από την πολιτική του "αδιάκοπου πολέμου” σε αυτήν της "αδιάκοπης διπλωματίας”, στο δε διεθνές ακροατήριο ότι η Ουάσιγκτον "έχει επιστρέψει”, φιλοδοξώντας να ηγηθεί, όχι μόνη της, της αντιμετώπισης των κυριότερων προκλήσεων των ημερών, όπως είναι η πανδημία και η κλιματική μεταβολή, ως προς την οποία ανακοίνωσε την αύξηση των αμερικανικών χρηματοδοτικών δεσμεύσεων.
Όλα αυτά με μία διαρκή "διπλότητα” στον λόγο, που από τη μια μεριά προβάλλει τις αξίες του ρεαλισμού και της όσο το δυνατόν πλατύτερης διεθνούς συνεργασίας και από την άλλη
Από μια άποψη, είναι κιόλας αργά για να πείσει. Οι οκτώ μήνες της προεδρίας του σκιάζονται από την άτακτη υλοποίηση της αμερικανικής αποχώρησης από το Αφγανιστάν και από την ρήξη με τη Γαλλία λόγω της παρεμβολής του νέου αγγλοσαξωνικού άξονα στην ακύρωση της παραγγελίας γαλλικών υποβρυχίων από την Αυστραλία.
Η αμερικανική αξιοπιστία δοκιμάζεται – και το να είναι κανείς σύμμαχος των ΗΠΑ αποδεικνύεται περισσότερο ακροβατικό από το να είναι ανταγωνιστής τους.
Η στοχοποίηση της Κίνας αποδεικνύεται ότι αποτελεί διακομματική στρατηγική του αμερικανικού κατεστημένου και όχι εμμονή του Τραμπ. Όμως η επιβεβαίωση της επιθυμίας ανάσχεσης του Πεκίνου προσκρούει σε δύο προβλήματα. Το πρώτο είναι ότι καμία από τις χώρες της Ασίας-Ειρηνικού δεν δείχνει πρόθυμη να εμπλακεί σε παιχνίδια "μηδενικού αθροίσματος”: οι γείτονες της Κίνας έχουν ασφαλώς ανησυχίες ασφαλείας τις οποίες η "αυτοπεποίθηση” με την οποία κινείται ολοένα και περισσότερο το Πεκίνο , οπωσδήποτε ενισχύει. Δεν είναι όμως διατεθειμένες να στερηθούν αυτά που τους προσφέρει η οικονομική αλληλεπίδραση με την μεγαλύτερη αγορά του πλανήτη ούτε καλωσορίζουν το ενδεχόμενο να συρθούν σε μία κούρσα εξοπλισμών. Πόσο μάλλον όταν διακρίνουν το ρίσκο πυρηνικής αντιπαράθεσης με αφορμή την Ταϊβάν, που προκαλεί η εμφάνιση της συμμαχίας Aukus.
Αλλά και στην άλλη άκρη της Ευρασίας, οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι έχουν κάθε λόγο να είναι από επιφυλακτικοί έως απογοητευμένοι, μετά το πλήγμα στη συνοχή του ΝΑΤΟ που αντικειμενικά προκαλεί η τελευταία αντιπαράθεση Γάλλων και Αγγλοσαξόνων. Δεν μπορεί άλλωστε κανείς να παραβλέψει το γεγονός ότι η "επιστροφή στη σωφροσύνη” ενδέχεται να αποδειχθεί όλως προσωρινή. Ο "απόβλητος” Ντόναλντ Τραμπ καταγράφει ποσοστά δημοφιλίας μεγαλύτερα από αυτά του Μπάιντεν, και προβάλλει ως ο προτιμώμενος προεδρικός υποψήφιος του 2024 για την βάση των Ρεμπουμπλικανών, οι οποίοι άλλωστε προεξοφλούν ανάκτηση του ελέγχου του Κογκρέσου στις ενδιάμεσες εκλογές του φθινοπώρου 2022.
0 Σχόλια