Η ιστορία των εισβολών των δύο υπερδυνάμεων στο Αφγανιστάν αφορά σε τελική ανάλυση όλες εκείνες τις ομοιότητες που καταλήγουν να επισκιάζουν τις αναμφισβήτητες διαφορές τους.
Μνήμες
Καθώς η Σοβιετική Ένωση ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει το Αφγανιστάν το 1988, αύξησε την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια στην κυβέρνηση του Μοχάμαντ Νατζιμπουλάχ, παρόλο που γνώριζε ότι τα αιτήματά της για περισσότερα όπλα ήταν συχνά βασισμένα σε απάτες, με βάση τους εξωφρενικά διογκωμένους (στα χαρτιά) αριθμούς Αφγανών στρατιωτών.
Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΣΕ υπό τον ίδιο ένιωθαν ένοχοι για την απόσυρση και ήθελαν να αποζημιώσουν τους "Αφγανούς φίλους" τους, όπως χαρακτηρίζονταν σε επίσημα σοβιετικά έγγραφα της εποχής ο Νατζιμπουλάχ και ο λαός του, καθώς τους άφηναν να αντιμετωπίσουν μόνοι τους την "μήνιν" της εκπαιδευμένης, εξοπλισμένης και χρηματοδοτούμενης από τις ΗΠΑ αντιπολίτευσης.
Ο Γκορμπατσόφ αναγνώριζε επίσης και ένα συγκεκριμένο ζήτημα τιμής και αξιοπρέπειας το οποίο ετίθετο στο τραπέζι. "Είχε πει αρκετές φορές ότι δεν μπορούμε απλώς να σηκώσουμε τα μπατζάκια μας και να τρέξουμε, όπως έκαναν οι Αμερικανοί στο Βιετνάμ", υπενθύμιζε ο σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής του, Ανατόλι Τσερνιάεφ, το 2009.
Οι Σοβιετικοί χρειάστηκαν περισσότερα από τρία χρόνια για να εγκαταλείψουν τη χώρα μετά τη λήψη της σχετικής απόφασης. Καθώς παρέδιδαν εγκαταστάσεις και στρατιωτικό εξοπλισμό, οι διαδικασίες ήταν περίτεχνα λεπτομερείς, με τους νέους ντόπιους ιδιοκτήτες να λαμβάνουν υπό τον έλεγχό τους καλλωπισμένους στρατώνες και φρεσκοδοκιμασμένα όπλα, ενώ τα πάντα γίνονταν με υπογραφή αποδείξεων. Ο στρατηγός Μπόρις Γκρόμοφ, ο οποίος προΐστατο της απόσυρσης, υπενθύμιζε, στα απομνημονεύματά του το 2019, με τίτλο "The Limited Contingent", πώς η σοβιετική φρουρά της Jalalabad εγκατέλειπε τους στρατώνες της:
"Τα κρεβάτια ήταν ολόισια τοποθετημένα. Ακόμα και τα στρώματα δαπέδου δίπλα στις κλίνες ήταν στα προβλεπόμενα σημεία, ενώ υπήρχαν παντόφλες κάτω από τα ερμάρια. Οι στρατώνες είχαν όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό. Η παροχή νερού λειτουργούσε χωρίς κανένα πρόβλημα".
Εξαφάνιση μέσα στη νύχτα
Καθώς οι ΗΠΑ αποσύρονται εν έτει 2021, στοχεύουν να ολοκληρώσουν την διαδικασία λίγους μήνες μετά την σχετική απόφαση του προέδρου Τζο Μπάιντεν. Φαίνονται μάλιστα κάπως πιο ανήσυχες από τους Σοβιετικούς για την πιθανότητα να πέσουν τα όπλα τους στα χέρια των πιθανών νέων κυρίων του Αφγανιστάν, οπότε καταστρέφουν ορισμένα είδη εξοπλισμού.
Μερικά από εκείνα που αφήνουν πίσω τους τα στρατεύματα των ΗΠΑ είναι, σκόπιμα ή όχι, άχρηστα - για παράδειγμα, αυτοκίνητα και φορτηγά τα οποία εγκαταλείπονται χωρίς κλειδιά. Οι ΗΠΑ δεν φαίνεται να πιστεύουν σε συντεταγμένα "αντίο", τουλάχιστον αν κρίνει κανείς από την αιφνιδιαστική νυχτερινή αναχώρησή του στρατού τους από την αεροπορική βάση Bagram. Οι Αμερικανοί έκοψαν την ηλεκτρική σύνδεση (η οποία με τη σειρά της διέκοψε την παροχή νερού) και εξαφανίστηκαν.
Και όμως, όσο με μια πρώτη ματιά τα περισσότερα στοιχεία των δύο αποχωρήσεων μοιάζουν διαφορετικά, τόσο παραμένουν ίδια. Η βάση της σοβιετικής φρουράς στη Jalalabad λεηλατήθηκε λίγες ώρες μετά την αποχώρηση των Ρώσων και "ολόκληρη η πολύτιμη ή μη περιουσία μέσα σε αυτήν - τηλεοράσεις, εξοπλισμός ήχου, κλιματιστικά, έπιπλα, ακόμη και στρατιωτικά κρεβάτια - πωλήθηκε στους πάγκους της αγοράς της πόλης", έγραφε ο Γκρόμοφ. Το ίδιο συνέβη με την Bagram λίγα λεπτά μετά την αποχώρηση των Αμερικανών - λεηλατητές μπήκαν και άρπαξαν οτιδήποτε αξίας μπορούσαν να ανακαλύψουν εκεί.
Κίνητρα
Η Σοβιετική Ένωση εισήλθε στο Αφγανιστάν για να υποστηρίξει ένα πραξικόπημα υπό την ηγεσία κομμουνιστών, ως μέρος μιας επεκτατικής στρατηγικής στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Οι ΗΠΑ το έκαναν σε μια προσπάθεια να εκκαθαρίσουν την Αλ Κάιντα μετά την 11η Σεπτεμβρίου - αδιαμφισβήτητα με μια πιο έντιμη δικαιολογία.
Οι Σοβιετικοί αντιμετώπισαν ανθρώπινες απώλειες 15.000 στρατιωτικών και πολιτών τους σε λιγότερο από 10 χρόνια, ενώ οι Αμερικανοί (Πεντάγωνο και ιδιωτικές στρατιωτικές εταιρείες αθροιστικά) λιγότερες από τις μισές σε διπλάσιο χρόνο. Η ΕΣΣΔ δεν πέτυχε τίποτε εισερχόμενη στον πόλεμο του Αφγανιστάν - ρίχνοντας πόρους στον απύθμενο "λάκκο" μιας σύγκρουσης η οποία κατάφερε μονάχα να επιταχύνει το τέλος της ως κομμουνιστικής υπερδύναμης.
Οι Αμερικανοί, οι οποίοι ξόδεψαν ένα "ζαλιστικό", δυσθεώρητο ποσό της τάξης των 2,26 τρισεκατομμυρίων δολαρίων για τον συγκεκριμένο πόλεμο, μπορούν να ζήσουν με το κόστος αυτό και κατάφεραν τουλάχιστον να τσακίσουν τη σπονδυλική στήλη της Αλ Κάιντα και να σκοτώσουν τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, αν και όχι στο έδαφος του Αφγανιστάν.
Ομοιότητες και Πακιστάν
Αλλά και πάλι, είναι δύσκολο να επικεντρωθεί κανείς σε αυτές τις διαφορές όταν οι ομοιότητες είναι ακόμη πιο ισχυρές.
Στις αρχές του 1989, σύμφωνα με τον Γκρόμοφ, η "αντιπολίτευση" - γενικός όρος υπό τη σκέπη του οποίου καλύπτονταν διάφορες ισλαμιστικές ομάδες και διάφοροι τυχάρπαστοι πολέμαρχοι - έλεγχε "207 από τις 290 επαρχίες" της χώρας. Ο αριθμός των επαρχιών είναι αρκετά ρευστός στο Αφγανιστάν και σήμερα αναφέρεται ότι οι Ταλιμπάν ελέγχουν περίπου το ένα τρίτο των "421 περιφερειών και αστικών κέντρων της χώρας". Ο αριθμός συνεχίζει να αυξάνεται μέρα με την ημέρα.
Έτσι, και οι δύο υπερδυνάμεις άφησαν - εν γνώσει τους - πίσω τους πολιορκούμενες κυβερνήσεις και ένα αίσθημα ζόφου και καταστροφής στα εδάφη που εξακολουθούσαν να ελέγχονται από αυτές οι κυβερνήσεις. Όταν οι Ταλιμπάν εμφανίστηκαν ως μια ενάρετη δύναμη η οποία δεσμευόταν να τερματίσει τις εσωτερικές διαμάχες των πολεμάρχων και ανέλαβαν τον έλεγχο της Καμπούλ, το 1996, απαγχόνισαν τον Νατζιμπουλάχ, ήδη τότε από καιρό εκτός εξουσίας. Οι Αφγανοί ηγέτες οι οποίοι συνεργάστηκαν με τις ΗΠΑ θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την ίδια μοίρα εάν δεν πάρουν την απόφαση να φύγουν από τη χώρα.
Και στις δύο περιπτώσεις, το Πακιστάν έπαιξε κρίσιμο ρόλο στην αποτροπή των φιλοδοξιών των υπερδυνάμεων να ανακόψουν τον ισλαμικό ριζοσπαστισμό. Όπως ανέφερε ο πρώην ανώτερος αξιωματoύχος της CIA Bruce Riedel, σε άρθρο του για το Brookings Institution, νωρίτερα εντός του έτους:
"Ο πόλεμος εναντίον των Ταλιμπάν είναι αδύνατο να κερδηθεί όσο το Πακιστάν τούς παρέχει καταφύγιο και ασφάλεια, εκπαίδευση, εξοπλισμό και κεφάλαια. Δεν μπορούμε να νικήσουμε το Πακιστάν, το οποίο είναι κράτος εξοπλισμένο με πυρηνικά και διαθέτει τον πέμπτο μεγαλύτερο πληθυσμό στον κόσμο".
Το 1989, το Πακιστάν ήταν ο παράγοντας εκείνος ο οποίος παραβίασε τις συμφωνίες για εθνική συμφιλίωση στο Αφγανιστάν, οι οποίες με τη σειρά τους είχαν λειτουργήσει ως βάση για την απόσυρση των Σοβιετικών. Οι Αφγανοί αντάρτες, συμπεριλαμβανομένων των μαχητών που θα κατέληγαν αργότερα στις τάξεις των Ταλιμπάν, διατηρούσαν βάσεις στο Πακιστάν και στρατολογούσαν Αφγανούς από στρατόπεδα προσφύγων. Όπλα και μετρητά έρρεαν επίσης από τη γειτονική χώρα στις περιοχές του Αφγανιστάν όπου διεξάγονταν μάχες, με τη διευκόλυνση μάλιστα των ΗΠΑ και των δυτικών συμμάχων τους. Όπως οι ΗΠΑ σήμερα, η Σοβιετική Ένωση δεν ήταν τότε έτοιμη να τα βάλει στρατιωτικά το Πακιστάν.
Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από τις αξίες τις οποίες εκπροσωπεί κανείς, ανεξάρτητα από το πόσο χρόνο ξοδεύει ή πόσους στρατιώτες χάνει, ανεξάρτητα από το αν βρίσκεται στην πλευρά των νικητών ή των ηττημένων σε γεωπολιτικές μάχες, αυτό που θα αφήνει πάντα πίσω του στο Αφγανιστάν είναι σκηνές λεηλασίας, ένα αδύναμο καθεστώς υπερβολικά εξαρτημένο από την υποστήριξή του και απίθανο να αντέξει για πολύ, σκληρούς ντόπιους μαχητές οι οποίοι θα αισθάνονται δικαιωμένοι για τα χρόνια κακουχιών που πέρασαν και Πακιστανούς στρατηγούς με χαιρέκακα βλέμματα στην άλλη πλευρά των συνόρων. Ακόμη μια σταθερά; Η ακμάζουσα "βιομηχανία" οπιούχων του Αφγανιστάν, την οποία ούτε οι Σοβιετικοί ούτε οι Αμερικανοί μπόρεσαν τελικά να υπονομεύσουν.
Οι Ταλιμπάν απλώς ήταν πάντα εκεί
Αυτές οι ανθεκτικές στον χρόνο παρόμοιες συνθήκες έχουν λιγότερη σχέση με την "πεισματάρικη" μαγεία του τόπου και του τοπίου και περισσότερο με το απλό γεγονός ότι, όσο κι αν οι Σοβιετικοί της δεκαετίας του 1980 και οι Αμερικανοί των πρώτων δύο δεκαετιών του 21ου αιώνα διαφέρουν μεταξύ τους, και οι δύο μπήκαν στο Αφγανιστάν με πολύ λίγη πρόνοια και με υπερβολική αλαζονεία και αυτοπεποίθηση - γνωρίζοντας μάλιστα από την αρχή ότι δεν μπορούσαν να μείνουν στο διηνεκές.
Και οι δύο ήταν σίγουροι για την ανωτερότητα της στρατιωτικής τους δύναμης και των αξιών τους. Και οι δύο πείστηκαν από το γεγονός ότι ορισμένοι ντόπιοι αρέσκονταν σε αυτό που έφερναν στη χώρα - η κάθε υπερδύναμη είχε τη δική της εκδοχή "κοσμικού προοδευτισμού" - και πίστεψαν ότι αυτό σήμαινε ότι αυτές οι αξίες θα μπορούσαν να ριζώσουν στο Αφγανιστάν. Καμία εκ των δύο ωστόσο δεν μπορούσε να μείνει εκεί για πάντα. Η δημιουργία αποικιών έχει περάσει πια οριστικά στην ιστορία και ο Γκορμπατσόφ δεν ήταν διόλου περισσότερο διατεθειμένος σε σχέση με τον Τζο Μπάιντεν να την επαναφέρει στο προσκήνιο. Το Αφγανιστάν δεν άξιζε να κρατηθεί σε βάθος χρόνου για καμία από τις δύο υπερδυνάμεις, δεδομένου του μεγάλου ανθρώπινου και οικονομικού κόστους.
Για τους Ταλιμπάν, ωστόσο όπως και για τους διαφόρων ειδών ένοπλους "επαναστάτες" στο έδαφος του Αφγανιστάν, όλος-όλος ο σκοπός και το νόημά της ύπαρξής τους ήταν να μείνουν πάντα παρόντες. Οι ντόπιοι μαχητές ένιωθαν το 1989 και εξακολουθούν να αισθάνονται το 2021 ότι υπερασπίζονται τη χώρα και τον τρόπο ζωής της. Οι Ταλιμπάν μπορούν να γίνουν ιδιαίτερα πειστικοί ως προς αυτό. Εάν δεν φεύγεις ποτέ από κάπου, ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει και ποιο τίμημα αναγκάζεσαι να πληρώσεις για όσο καιρό χρειάζεται, μπορείς να κερδίσεις ακόμη και υπερδυνάμεις. Η προσκόλληση σε έναν τόπο και έναν τρόπο ζωής είναι μια ισχυρή σταθερά η οποία, όπως δείχνει το παράδειγμα του Αφγανιστάν, δημιουργεί τις δικές της δυναμικές.
Bloomberg Opinion
0 Σχόλια