Η πρώτη μεγάλη δημοσκόπηση που ασχολήθηκε με τα εσωτερικά του Κινήματος Αλλαγής ήταν αυτή της MRB και έχει μία πρώτη – και εύκολη – ανάγνωση: Η Φώφη Γεννηματά, μία από τις δημοφιλέστερες πολιτικούς στη χώρα μας, ανεξαρτήτως φύλου, καταγράφει ένα δυσθεώρητο προβάδισμα απέναντι σε όσους έχουν εκδηλώσει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο , την πρόθεσή τους να διεκδικήσουν την πρωτοκαθεδρία στο Κίνημα Αλλαγής.
Το προβάδισμα της κυρίας Γεννηματά – μεταξύ εκείνων που δήλωσαν ότι θα είναι υποψήφιοι για το αξίωμα – έχει ασφαλώς να κάνει με το γεγονός ότι παρέλαβε το καθημαγμένο ΠΑΣΟΚ στο 4,7% και το πήγε στο 8,1%. Δεν είναι θρίαμβος, αλλά είναι το ίδιο δύσκολο με το να δοκιμάσει κάποιος να αυξήσει την κυκλοφορία μίας – κάποτε – εφημερίδας στην εποχή του ίντερνετ. Είναι μία νίκη που – αν συμβεί – συνήθως δεν αναγνωρίζεται από την «πιάτσα», αλλά υπάρχουν πάντοτε οι αναγνώστες.
Οι ψηφοφόροι του Κινήματος Αλλαγής, οι οποίοι στην πολύ μεγάλη πλειονότητά τους προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ του '80, του '90 και του 2000 , είναι άνθρωποι που δεν θέλουν πάρε – δώσε ,κυρίως με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ούτε και με τη Ν.Δ, έστω κι αν αυτή εκπροσωπείται σήμερα από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος έχει αξιόλογες επιδόσεις στον χώρο του λεγόμενου «Κέντρου».
Προφανώς, ένα κόμμα που χρειάστηκε να διαχειριστεί το πρώτο Μνημόνιο – που έπεσε σαν τις δέκα πληγές του Φαραώ στην ελληνική κοινωνία – δεν μπορούσε να ελπίζει σε μία συγκράτηση των δυνάμεών του, ούτε σε μία γρήγορη ανάκαμψη, ό,τι κι αν σημαίνει η έννοια του χρόνου στην πολιτική.
Από την στιγμή που ο Κυριάκος Μητσοτάκης νίκησε στην εκλογή της Νέας Δημοκρατίας και ο Αλέξης Τσίπρας έκανε την λεκτική στροφή προς την κεντροαριστερά , ήταν δεδομένο ότι η πίεση προς το πάλαι ποτέ ΠΑΣΟΚ θα ήταν διπλή: ό,τι κι αν έκανε ο Βαγγέλης Βενιζέλος, ό,τι κι αν έκανε η Φώφη Γεννηματά στη συνέχεια, εκείνοι που ένιωθαν πιο κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ θα έφευγαν, αλλά και όσοι έλκονταν από τον κεντρώο λόγο του πρωθυπουργού δεν έβλεπαν κάποιο ιδιαίτερο λόγο να παραμείνουν.
Έχει γραφτεί πολλές φορές ότι το ΠΑΣΟΚ – και το Κίνημα Αλλαγής στη συνέχεια – έπεσε θύμα του δικομματισμού που το ίδιο δημιούργησε, με την πραγματική, αλλά και με πολλά στοιχεία θεατρικότητας, αντιπαράθεση μεταξύ Παπανδρέου και Καραμανλή, από το 1974 ως το 1985 και μεταξύ Παπανδρέου και Μητσοτάκη, από το 1985 ως το 1993.
Πράγματι, το ΚΚΕ, που ήταν η μεγάλη δύναμη της Αριστεράς εκείνα τα χρόνια – και από το οποίο προέρχεται ακόμα και σήμερα το μεγαλύτερο κομμάτι των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, παρά την αποχώρηση της πλευράς Λαφαζάνη, ο οποίος ήταν εκ των εκλεκτών του Χαρίλαου Φλωράκη, στον Περισσό – δεν μπόρεσε ποτέ να κεφαλαιοποιήσει το γεγονός ότι θεωρητικά, ήταν πιο «αριστερά» από το ΠΑΣΟΚ του Παπανδρέου. Και είναι αλήθεια ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε καταφέρει να υπερκεράσει το κομμουνιστικό κόμμα, ακόμα και στο επίπεδο των συνθημάτων, στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του.
Όμως, όλα αυτά είναι εκ των υστέρων αναλύσεις: Η αλήθεια είναι ότι ο Καραμανλής εγγυήθηκε – για πρώτη φορά μετά από τον Εμφύλιο – την ομαλή μετάβαση της διακυβέρνησης από το ένα κόμμα στο άλλο. Αυτό που σήμερα θεωρείται ως αυτονόητο, δεν ήταν δεδομένο το '81 – και η «βελούδινη» σχέση Παπανδρέου – Καραμανλή, με τον δεύτερο στην προεδρία της Δημοκρατίας με αυξημένες εξουσίες που ουδέποτε εμπόδισαν την κυβέρνηση να κάνει ό,τι νόμιζε σωστό, ασφαλώς ήταν ακόμα ένας πόντος για τον παλιό αρχηγό της ΕΡΕ.
Το βασικό ζήτημα ωστόσο, ήταν η κανονικότητα: οι πολίτες δεν ήταν δυσαρεστημένοι από το καραμανλικό κράτος – απλώς θεωρούσαν ότι ο Ανδρέας εκπροσωπούσε μία νέα εποχή, που θα έφερνε ευμάρεια για περισσότερους. Και αν σκεφτεί κανείς ότι οι πληγές του Εμφυλίου ήταν ακόμα ανοιχτές, τότε ναι – οι πολίτες ήθελαν μία «κανονικότητα» , ακόμα κι αν δεν υπήρχε τότε ως όρος...
Αντίθετα, η μετεωρική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα συνέβαινε ποτέ, αν δεν κατέρεε η Λίμαν Μπράδερς: όπως η κρίση του '29 «τελείωσε» - έστω και με τρία χρόνια καθυστέρηση, αφού τότε δεν υπήρχαν κινητά, ούτε χρηματιστηριακή παγκοσμιοποίηση - τον βενιζελισμό, έτσι και το Μνημόνιο «έσβησε» από την συνείδηση των ψηφοφόρων τα όσα θετικά είχε κάνει ο παπανδρεϊσμός, ενώ τα αρνητικά γιγαντώθηκαν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρήθηκε τότε – στο πλαίσιο του «αντιμνημονιακού αγώνα» - ως κάτι που έμοιαζε με το ΠΑΣΟΚ – για πολλούς «παπανδρεϊκούς» ψηφοφόρους. Αντίθετα, οι συντηρητικοί ψηφοφόροι μία και μοναδική φορά έδωσαν ένα 10% στους Ανεξάρτητους Έλληνες του Πάνου Καμμένου.
Από την άλλη πλευρά , ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε ως «τέκνο ανάγκης, ως τέκνο της οργής» - ώριμο ή ανώριμο, θα μας το πουν οι ιστορικοί, αλλά πάντως δεν έπεσε από το δένδρο. Και μπορεί να υπάρχει και σήμερα και ανάγκη και οργή, αλλά λόγω πανδημίας – που δεν είναι εύκολο για κανέναν να την χρεώσει στον Μητσοτάκη, στη Μέρκελ ή στον Πούτιν και τον Ερντογάν. Οπότε, το αίτημα για επιστροφή στην κανονικότητα δεν δημιουργεί καταστάσεις τύπου 2012 – επομένως, ο Αλέξης Τσίπρας μπορεί να μην βρεθεί ξανά με την ευκαιρία στο χέρι. Και αυτός είναι ο λόγος ύπαρξης του Κινήματος Αλλαγής...
Για το Κίνημα Αλλαγής, ο χρόνος είναι ποσοστά – απλώς , ο πολιτικός χρόνος είναι διαφορετικός και στην περίπτωσή μας, μπορεί να είναι μακρύτερος από όσο θέλουν να πιστεύουν κάποιοι από τους υποψηφίους ηγέτες του χώρου. Η επάνοδος των ψηφοφόρων δεν διατάσσεται, επομένως και η αύξηση των ποσοστών δεν είναι ευθέως ανάλογη των υπολογισμών του κάθε υποψηφίου. Το Κίνημα Αλλαγής πρέπει να γίνει αναγκαίο ξανά ώστε να μπορέσει να υπάρξει ως ένα κόμμα που επιζητεί να γίνει πλειοψηφικό– αλλά για να υπάρξει, πρέπει να είναι ενωμένο.
Και φυσικά, το ζητούμενο δεν είναι τόσο η οργανωτική ενότητα – παρότι κάτι τέτοιο είναι μάλλον αυτονόητο – όσο η πολιτική ενότητα. Αν δηλαδή κάποιος , ομνύει στο ΠΑΣΟΚ για να ρυμουλκήσει το Κίνημα Αλλαγής είτε στη δεξιά, είτε στην αριστερή πλευρά του λιμανιού, μπορεί να το κάνει, εφόσον νικήσει. Αλλά αν χάσει; Αντε γειά; Δεν σε ξέρω, δεν με ξέρεις; Υποψηφιότητα μόνο και μόνο για να ανεβούν οι μετοχές σε ένα άλλο κόμμα; Διότι και αυτό συνέβη το 2017, με έναν πρώην γραμματέα του ΠΑΣΟΚ, που σήμερα είναι στελεχάρα του ΣΥΡΙΖΑ...
Επομένως, τα πράγματα είναι απλά: εφόσον δεν δεσμευτούν όλοι οι υποψήφιοι ότι δεν πρόκειται να αποχωρήσουν την επόμενη μέρα, εφόσον ηττηθούν, τότε οι ψηφοφόροι – στην συγκεκριμένη περίπτωση, όποιοι θελήσουν να ασχοληθούν με τα εσωτερικά του Κινήματος Αλλαγής - θα πρέπει να λάβουν υπόψη και τα «θέλω» τους, πέρα από τις συμπάθειές τους. Οι εσωτερικές εκλογές ενός κόμματος, είναι πάντοτε ένα θέμα υπαρξιακό- και όχι μόνον για τους υποψήφιους προέδρους.
Στέφανος Τζανάκης
0 Σχόλια