Στη "μεγάλη πίστα” δεν τα πηγαίνει καλά. Ο Ταγίπ Ερντογάν έχει βρεθεί να πιέζεται τόσο από τις ΗΠΑ του Τζο Μπάιντεν όσο και από τη Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν, δεχόμενος από τη μία το μήνυμα ότι η εγκατάλειψη των συστημάτων S-400 αποτελεί την sine qua non για την αποκατάστασή του στα μάτια της αμερικανικής ηγεσίας και από την άλλη την προειδοποίηση ότι η στρατιωτική συνεργασία του με την Ουκρανία νοείται ως απειλή κατά της ρωσικής ασφάλειας. Με άλλα λόγια, παρά τις διαφωνίες τους Ουάσιγκτον και Μόσχα δεν σκοπεύουν να αφήσουν χώρο σε υπερφιλόδοξους "αναδυόμενους” τρίτους να κάνουν το δικό τους αυτόνομο παιχνίδι. Πόσω μάλλον που πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι βαδίζουν προς μια συνολική διαχείριση των διαφορών τους.
Όμως σε ένα ενδιάμεσο επίπεδο, ο ισχυρός άνδρας της Άγκυρας διατηρεί ή και διευρύνει τα ερείσματά του. Στηριζόμενος ακριβώς σε ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες υφίστανται αντίστοιχη συμπίεση στο νεοψυχροπολεμικό πλαίσιο. Η γερμανο-τουρκική σχέση είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Βρίσκει έτσι τα κατάλληλα συμφραζόμενά της, η αγανάκτηση του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια για το ότι "η Γερμανία, εμμένοντας εμμονικά σε μια τακτική” δεν κάλεσε ούτε αυτή τη φορά την Ελλάδα στη συνάντηση που διοργανώνει για τη Λιβύη στις 23 Ιουνίου στο Βερολίνο, παρά το προφανές ενδιαφέρον της χώρας μας λόγω του τουρκο-λιβυκού μνημονίου, αλλά και τον διάλογο που έχει εγκαινιάσει η ελληνική διπλωματία με τη λιβυκή κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Το ότι αυτός ο παραγκωνισμός της Αθήνας κινδυνεύει να βρει αντανάκλαση και στις προσπάθειες τουρκο-αιγυπτιακής επανασυμφιλίωσης καταδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος.
Το ζήτημα είναι ότι στα θέματα της Μεσογείου η Τουρκία πορεύεται σε κλίμα συνεννόησης όχι μόνο με τη Γερμανία, αλλά και με την Ιταλία, την Ισπανία και τη Μάλτα. Τις δε ακροβασίες της τουρκικής διπλωματίας καταδεικνύουν τα τελευταία της ανοίγματα προς την πλευρά της ανατολικής Ευρώπης.
Την περασμένη εβδομάδα κατά την επίσκεψη του προέδρου της Πολωνίας Αντρέι Ντούντα στην Άγκυρα, συμφωνήθηκε η αγορά από τη Βαρσοβία 24 μη επανδρωμένων αεροσκαφών Bayraktar TB2, που παράγονται από την εταιρεία του γαμπρού του Ερντογάν, Σελτζούκ Μπαϊρακτάρ, καθώς και πυρομαχικών της τουρκικής εταιρείας Roketsan. Πρόκειται για ένα βήμα στρατιωτικής συνεργασίας πέρα από αυτήν που προκύπτει από τη συμμετοχή Τουρκίας και Πολωνίας στο ΝΑΤΟ, αλλά και για μια κίνηση σύσφιξης των σχέσεων με μία χώρα παραδοσιακά φιλοαμερικανική, η οποία πρωταγωνιστεί στον νέο Ψυχρό Πόλεμο.
Δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τον υπολογισμό του Ερντογάν: Πουλώντας τα drones για πρώτη φορά σε μία χώρα του ΝΑΤΟ (έχουν προηγηθεί η Ουκρανία, το Κατάρ και το Αζερμπαϊτζάν), ο ηγέτης της Τουρκίας θέλει, παραμονές της συνάντησής του με τον Τζο Μπάιντεν, να δείξει πόσο χρήσιμη μπορεί να φανεί η χώρα του για την άμυνα του ατλαντικού στρατοπέδου, ενώ ταυτοχρόνως αποκτά άλλον έναν "Δούρειο Ίππο” εντός της Ε.Ε.
Παρά τις ισλαμοφοβικές κορώνες που είναι του συρμού στην ανατολική Ευρώπη για τον κίνδυνο ισλαμοποίησης που αντιπροσωπεύει η αμελητέα σε αυτές τις χώρες μετανάστευση, η Τουρκία αξιολογείται αίφνης ως "ο σημαντικότερος σύμμαχος της Πολωνίας σε αυτή την περιοχή του κόσμου”, όπως δήλωσε χαρακτηριστικά ο Ντούντα, ηγέτης στενά συνδεδεμένος, όπως και ο Τούρκος οικοδεσπότης του, με το πρόσωπο και το κλίμα του προηγούμενου Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Τα αίτια αυτής της διαχυτικότητας δεν είναι δύσκολο να ερμηνευτούν. Η Πολωνία ιστορικά φιλοδοξεί να ηγεμονεύσει στον χώρο μεταξύ Βαλτικής, Αδριατικής και Μαύρης Θάλασσας και στην παρούσα φάση εκτιμά ότι η Τουρκία μπορεί να αποτελέσει αποτελεσματικό ανάχωμα απέναντι στην ρωσική ισχύ στον παρευξείνιο χώρο.
Η σταδιακή διαμόρφωση ενός άξονα Βαρσοβίας-Κιέβου-Άγκυρας προορίζεται βέβαια να επιδεινώσει ακόμη περισσότερο την ρωσο-τουρκική σχέση. Όμως προς το παρόν ο Ερντογάν αξιοποιεί κάθε περιθώριο ελιγμού – και ο ευρωπαϊκός χώρος προσφέρει ακόμη αρκετά.
0 Σχόλια