Ποιές προοπτικές επιτυχίας έχει η συνάντηση Μπάιντεν - Πούτιν


Του Κώστα Ράπτη

Στο μπρίφινγκ της Τρίτης η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Τζένιφερ Πσάκι χρειάστηκε να τονίσει το αυτονόητο: ότι διπλωματία σημαίνει να συνδιαλέγεσαι ακριβώς με αυτούς με τους οποίους έχεις διαφορές. Επρόκειτο για την απάντησή της στις κατηγορίες Ρεπουμπλικανών γερουσιαστών (όπως λ.χ. ο Μπεν Σας) ότι μετά την φυλάκιση Ναβάλνι και την "κρατική αεροπειρατεία" από μέρους του Λευκορώσου προέδρου Λουκασένκο, ο Τζο Μπάιντεν "επιβραβεύει" τον Πούτιν με την κατ' ιδίαν συνάντηση, η οποία επισημοποιήθηκε χθες ότι θα διεξαχθεί στις 16 Ιουνίου στη Γενεύη, καθώς και με την αναστολή των αμερικανικών κυρώσεων εναντίον των εταιρειών που συμμετέχουν στην κατασκευή του υποθαλάσσιου αγωγού ρωσικού φυσικού αερίου NordStream2.

Αλλά και Δημοκρατικοί, όπως ο προσφιλής στην ελληνοαμερικανική κοινότητα πρόεδρος της επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της αμερικανικής Γερουσίας Μπομπ Μενέντεζ, αντέδρασαν σχολιάζοντας ότι παραμένει άγνωστο πώς μια τέτοια συνάντηση θα αποκρούσει την "ρωσική επιθετικότητα στην Ευρώπη".

Αλλά τέτοιο είναι το αποτύπωμα της αυτοκρατορικής αντίληψης στις ΗΠΑ, ώστε κάθε συνάντηση με τον πρόεδρό της να θεωρείται "επιβράβευση", ενώ η παρεμπόδιση οικονομικών σχέσεων μεταξύ τρίτων να αποτελεί κεκτημένο δικαίωμα.

Όπως και να έχει, ο Τζο Μπάιντεν εμφανίζεται αποφασισμένος να παραμερίσει και τις εντάσεις των τελευταίων ημερών, ώστε να πραγματοποιήσει την συνάντηση την οποία ο ίδιος είχε προτείνει στον Πούτιν κατά την τηλεφωνική τους συνομιλία στις 13 Απριλίου.

Για τον Μπάιντεν θα είναι η πρώτη συνάντηση του ως προέδρου με τον Βλάντιμιρ Πούτιν, στο πλαίσιο μιας φρενήρους περιοδείας η οποία θα φέρει τον ένοικο του Λευκού Οίκου να συμμετέχει επίσης στις συνόδους κορυφής του ΝΑΤΟ και της G7. Για τον Πούτιν, πάλι, θα είναι η πρώτη εξόρμησή του εκτός συνόρων από τον Ιανουάριο του 2020, οπότε, λίγο πριν την παγκόσμια εξάπλωση του κορονοϊού, είχε επισκεφθεί το Ισραήλ και την Παλαιστινιακή Αρχή.

"Σταθερότητα και προβλεψιμότητα"

Ζητούμενο του ραντεβού της Γενεύης αποτελεί, όπως έχει ήδη δηλώσει ο Μπάιντεν και επανέλαβε η Πσάκι, η εξασφάλιση "σταθερότητας και προβλεψιμότητας" στις ρωσο-αμερικανικές σχέσεις. Όμως η ειρωνεία του πράγματος έγκειται στο ότι η προβλεψιμότητα εξέλιπε τα τελευταία χρόνια ακριβώς με ευθύνη της αμερικανικής πλευράς και μάλιστα του Δημοκρατικού Κόμματος, το οποίο εμφάνιζε την εκλογική νίκη Τραμπ το 2016 ως προϊόν ρωσικής ανάμιξης και τον Ρεπουμπλικανό τότε πρόεδρο ως οιονεί ενεργούμενο της Μόσχας. Λόγω και των πιέσεων του Κογκρέσου, ωστόσο, οι ρωσοαμερικανικές σχέσεις βρέθηκαν την τετραετία Τραμπ στο ναδίρ.

Αλλά και τώρα, η προσπάθεια επίτευξης προβλεψιμότητας από μέρους του Μπάιντεν ξεδιπλώνεται με τρόπους κάθε άλλο παρά προβλέψιμους. Την πενταετή ανανέωση της εκπνέουσας συμφωνίας ελέγχου των εξοπλισμών New Start, την οποία αποφάσισε ο νυν πρόεδρος ευθύς μόλις ήρθε στα πράγματα, ακολούθησε η εμπρηστική δήλωση Μπάιντεν ότι ο Πούτιν είναι "δολοφόνος χωρίς ψυχή", η επιβολή νέων κυρώσεων, αλλά και νέα φραστικά ανοίγματα καταλλαγής. Πρόκειται για μια τακτική προβολής αντιφατικών μηνυμάτων για να δοκιμαστούν οι αντοχές των συνομιλητών, αλλά και για την αποτύπωση πραγματικών αντιθέσεων στους διαδρόμους της εξουσίας στην Ουάσιγκτον.

Σε κάθε περίπτωση, ο Μπάιντεν οραματίζεται μιαν α λα καρτ συνεργασία με τη Μόσχα σε ορισμένα πεδία, σε συνδυασμό με οριοθετημένο ανταγωνισμό εκτός αυτών. Ο Αμερικανός πρόεδρος χρειάζεται τη συνεννόηση με τον Πούτιν σε ό,τι αφορά τη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία (λ.χ. την αναβίωση της συμφωνίας για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα και την υλοποίηση της αμερικανικής αποχώρησης από το Αφγανιστάν), αλλά μένει να φανεί αν προτίθεται γι' αυτό να πληρώσει το τίμημα της υποστολής των εντάσεων στην Ουκρανία. Όπως και αν έχει, οι δύο αυτές μεγάλες δυνάμεις έχουν την πολυτέλεια να βρίσκουν κοινή γλώσσα, την ίδια ώρα που θα εξάγουν τις εντάσεις τους στο ευρωπαϊκό έδαφος και όχι μόνο.

Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι ο Τζο Μπάιντεν βρίσκει απέναντί του μια Ρωσία πολύ διαφορετική σε σχέση με αυτήν που γνώριζε όταν εγκατέλειψε την αντιπροεδρία. Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη είναι η ρωσική ανοχή (αλλά, εικάζει κανείς, και προσυνεννόηση) για τα όσα διέπραξε αυτές τις ημέρες ο Λουκασένκο, καθώς και τα όσα τόνισε ο επικεφαλής της ρωσικής διπλωματίας Σεργκέι Λαβρόφ σε ομιλία του σε εκπαιδευτικό τηλεμαραθώνιο την Παρασκευή.

"Δεν είναι προτεραιότητά μας η ειρηνοποιός πρόθεση και η επίτευξη συμφωνιών, αλλά η ανάγκη διαφύλαξης των συμφερόντων της χώρας μας και του λαού της. Οι συμφωνίες μπορούν να αποτελέσουν εργαλείο μόνο επί ίσης βάσεως. Όλοι θέλουμε την ειρήνη, αλλά ποτέ δεν είπαμε ότι θα στρέψουμε και την άλλη παρειά, παρά την αγάπη μας για τον Λέοντα Τολστόι”.

Και κατέληξε: "Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, ήμασταν πολύ πρόθυμοι να αποτελέσουμε τμήμα των θεσμών της Δύσης με τους δικούς της όρους. Αλλά ήμασταν πολύ μεγάλη χώρα για να μας καταπιούν, οπότε, Δόξα τω Θεώ, δεν μας αποδέχθηκαν πουθενά. Αξιολογήσαμε αυτή την περίοδο και μάθαμε το μάθημά μας".


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια