Με τις γενικές κατευθύνσεις της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής ολοκλήρωσε το 17ο μήνυμά του στην Ομοσπονδιακή Συνέλευση της Ρωσίας ο πρόεδρος Πούτιν, εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά του γιατί η «συλλογική Δύση», όπως την χαρακτήρισε, επιχειρεί να ενοχοποιήσει τη Ρωσία για τα πάντα και υπερβαίνει τα εσκαμμένα, όπως στην περίπτωση της συνωμοσίας για την ανατροπή και δολοφονία του προέδρου της Λευκορωσίας, όπως αποκάλυψαν πρόσφατα από κοινού οι μυστικές υπηρεσίες Ρωσίας και Λευκορωσίας.
Ο Ρώσος πρόεδρος αναμένεται να υποδεχθεί αύριο τον πρόεδρο της Λευκορωσίας Αλεξάντρ Λουκασένκο για συνομιλίες και φαίνεται πως προετοίμασε το έδαφος, προειδοποιώντας σε αυστηρό τόνο όσους επιβουλεύονται την ασφάλεια της Ρωσίας, ότι «θα θα μετανιώσουν για ό,τι έπραξαν έτσι, όπως δεν έχουν εδώ και καιρό μετανιώσει για κάτι».
«Το νόημα και το περιεχόμενο της πολιτικής της Ρωσίας στη διεθνή σκηνή είναι να διασφαλίσει την ειρήνη και την ασφάλεια για την ευημερία των πολιτών μας, για τη σταθερή ανάπτυξη της χώρας. Η Ρωσία έχει τα δικά της συμφέροντα, φυσικά και τα υπερασπιζόμαστε και θα το πράττουμε στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, όπως άλλωστε κάνουν και τα άλλα κράτη του κόσμου», είπε, σημειώνοντας: «Εάν κάποιος αρνείται να κατανοήσει αυτό το αυτονόητο πράγμα, δεν θέλει να κάνει διάλογο και επιλέγει εγωιστικό και αφ’ υψηλού τόνο, η Ρωσία θα βρει πάντοτε τρόπο να υπερασπιστεί τη θέση της».
Ο Ρώσος πρόεδρος περιέγραψε ως μία αρνητική πρακτική των τελευταίων ετών την επιβολή «παράνομων κυρώσεων με πολιτικά κίνητρα στην οικονομία», που χαρακτήρισε «βάναυσες προσπάθειες οι μεν να επιβάλλουν με τη βία τη θέλησή τους στους άλλους» και διαπίστωσε ότι «σήμερα αυτή η πρακτική μετεξελίσσεται σε κάτι πολύ πιο επικίνδυνο, εννοώ τα στοιχεία, που έγιναν πρόσφατα γνωστά για ευθεία απόπειρα διοργάνωσης πραξικοπήματος στη Λευκορωσία και τη δολοφονία του προέδρου αυτής της χώρας. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι παρόμοιες απαράδεκτες πράξεις δεν επικρίνονται από τη λεγόμενη “συλλογική Δύση”. Σαν κανείς να μην προσέχει καν ότι υπάρχουν. Όλοι παριστάνουν ότι τίποτε δεν συμβαίνει».
Υπενθύμισε την περίπτωση του πρώην προέδρου της Ουκρανίας Γιανουκόβιτς, «τον οποίον επίσης παρ’ ολίγον να σκοτώσουν και ανέτρεψαν από την εξουσία» το 2014, αναφέρθηκε επίσης στον πρόεδρο της Βενεζουέλας Μαδούρο, για τους οποίους «μπορείτε να έχετε όποια άποψη θέλετε», όμως τόνισε ότι «η πρακτική της διοργάνωσης πραξικοπήματος, τα σχέδια πολιτικών δολοφονιών, μεταξύ άλλων και της ανώτατης κρατικής ηγεσίας, αυτό είναι υπερβολικό. Ξεπεράσατε ήδη όλα τα όρια».
Χωρίς να στραφεί συγκεκριμένα εναντίον κάποιας συγκεκριμένης χώρας ή στρατιωτικής συμμαχίας, υπογράμμισε τη σημασία των ομολογιών των συλληφθέντων, που δήλωσαν, σύμφωνα με τις ανακριτικές Αρχές της Λευκορωσίας ότι «μετείχαν στη συνωμοσία, ότι προετοιμάζονταν ο αποκλεισμός του Μινσκ, συμπεριλαμβανομένων των υποδομών της πόλεως, των μέσων επικοινωνίας, η πλήρης διακοπή του ενεργειακού συστήματος της πρωτεύουσας της Λευκορωσίας, αυτό σημαίνει ουσιαστικά ότι γινόταν προετοιμασία μαζικής κυβερνο-επίθεσης, πώς αλλιώς;».
Συνέδεσε μάλιστα τις φερόμενες ως σχεδιαζόμενες κυβερνο-επιθέσεις με το γεγονός ότι «οι δυτικοί συνάδελφοί μας αρνούνται επίμονα τις πολυάριθμες ρωσικές προτάσεις να αναπτυχθεί ένας διεθνής διάλογος στον τομέα της πληροφοριακής και κυβερνητικής ασφάλειας. Πολλές φορές το έχουμε προτείνει. Αλλά αποφεύγουν τη συζήτηση επί της ουσίας του ζητήματος».
Δείχνοντας ότι το συγκεκριμένο περιστατικό απασχολεί σοβαρά τη ρωσική ηγεσία, αναρωτήθηκε: «Και τι θα συνέβαινε, εάν η απόπειρα πραξικοπήματος στη Λευκορωσία γινόταν πραγματικά; Εκεί οδηγούνταν όλα τα πράγματα. Πόσοι άνθρωποι θα υπέφεραν; Πώς θα διαμορφωνόταν εν γένει η τύχη της Λευκορωσίας; Γι’ αυτό κανείς δεν σκέφτεται, όπως δεν σκέφτηκαν για τη μοίρα της Ουκρανίας, όταν υλοποιήθηκε το πραξικόπημα σ’ εκείνη τη χώρα».
Κλιμακώνοντας την αυστηρότητα των προειδοποιήσεών του, σημείωσε: «Θέλουμε όντως να έχουμε καλές σχέσεις με όλους τους μετέχοντες της διεθνούς συναναστροφής, ακόμη και μ’ εκείνους με τους οποίους το τελευταίο διάστημα οι σχέσεις μας, για να το πω ήπια, δεν πάνε καλά. Όντως δεν θέλουμε να κάψουμε τις γέφυρες, αλλά, εάν κάποιος αντιλαμβάνεται τις καλές μας προθέσεις ως αδιαφορία ή αδυναμία και ο ίδιος σκοπεύει τελειωτικά να κάψει ή να ανατινάξει τις γέφυρες, πρέπει να γνωρίζει ότι η απάντηση της Ρωσίας θα είναι ασύμμετρη, γρήγορη και σκληρή. Οι διοργανωτές οποιωνδήποτε προκλήσεων, οι οποίες απειλούν θεμελιώδη συμφέροντα της ασφάλειάς μας, θα μετανιώσουν για ό,τι έπραξαν έτσι, όπως δεν έχουν εδώ και καιρό μετανιώσει για κάτι».
Χειροκροτούμενος από τους συγκεντρωμένους στην ειδική συνεδριακή αίθουσα μπροστά στα τείχη του Κρεμλίνου, τόνισε ότι «την ίδια στιγμή, είμαι απλώς αναγκασμένος να το πω αυτό, έχουμε αρκετή υπομονή, ευθύνη, επαγγελματισμό, αυτοπεποίθηση και βεβαιότητα για το δίκιο μας και λογικά κατά τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης. Όμως ελπίζω ότι κανείς δεν θα σκεφτεί να περάσει ως προς τη Ρωσία τη λεγόμενη «κόκκινη γραμμή». Και από πού αυτή διέρχεται, αυτό θα το αποφασίζουμε σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση μόνοι μας».
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ
0 Σχόλια