Είτε ήταν ηθελημένη είτε όχι, η εθιμοτυπική υποτίμηση της παρουσίας της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στην συνάντηση των εκπροσώπων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τον Τούρκο Πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν στο παλάτι του τελευταίου στην Άγκυρα έκανε τον γύρο του κόσμου επαναφέροντας στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος το ζήτημα της ισλαμοποίησης του Τουρκικού κράτους.
Μόλις προ ολίγον ημερών υπήρξε το ένα εκ των δυο θεμάτων που οι 104 απόστρατοι ναύαρχοι του τουρκικού πολεμικού ναυτικού επεσήμαναν ως επικίνδυνο για το μέλλον της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Τώρα αναδεικνύεται σε μείζον ζήτημα για τις σχέσεις της γείτονος με τον δυτικό κόσμο δεδομένου ότι συσχετίζεται με την απόφαση της Τουρκίας να αποσυρθεί από την Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την προστασία των γυναικών από την βία και διερευνάται το κατά πόσο το εθιμοτυπικό φάουλ εις βάρος της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής συνιστά εκδήλωση συνειδητού θεσμικού σεξισμού εκ μέρους του καθεστώτος Ερντογάν.
Εξίσου κρίσιμο υπήρξε και το δεύτερο θέμα που οι απόστρατοι ναύαρχοι έθιξαν στην ανοιχτή επιστολή τους και αφορούσε στον κίνδυνο το καθεστώς Ερντογάν να προχωρήσει σε αναθεώρηση ή de facto κατάργηση της Συνθήκης του Μοντρέ που διέπει τους κανόνες της ελεύθερης ναυσιπλοΐας στα στενά των Δαρδανελίων και του Μαρμαρά.
Και αυτό πλέον προξενεί το διεθνές ενδιαφέρον δεδομένου ότι τα όσα είπε χθες ο Τούρκος Πρόεδρος σε συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος του επιβεβαιώνουν την απόφασή του να προχωρήσει στην διάνοιξη του καναλιού της Κωνσταντινούπολης αγνοώντας τόσο τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις του φαραωνικού αυτού έργου όσο και τις γεωπολιτικές συνέπειές του εξαιτίας της εκ των πραγμάτων μεταβολής που θα επιφέρει στους όρους διέλευσης από τα στρατηγικής σημασίας στενά της Κωνσταντινούπολης.
Όπως και να έχει αμφότερα τα ζητήματα συνιστούν όψεις του αυτού νομίσματος και επανατοποθετούν το «τουρκικό ζήτημα» ως ζήτημα εξισλαμισμού μιας χώρας μεγάλης γεωστρατηγικής βαρύτητας ο κοσμικός ή μη χαρακτήρας της οποίας έχει ειδική και πρωτεύουσα σημασία. Όχι μόνον ως πρόβλημα πολιτισμικής ταυτότητας της δυτικής συμμαχίας στην οποία προς το παρόν ακόμα ανήκει η Τουρκία. Αλλά και ως πρόβλημα ασφαλείας του παγκοσμίου συστήματος σε μια εποχή που οι θρησκευτικές συγκρούσεις αναζωπυρώνονται εξελισσόμενες σε μείζονα διακυβεύματα της νέας τάξης πραγμάτων.
Όχι μόνον εξ αιτίας της συνάφειάς τους με την διεθνή τρομοκρατία. Αλλά και λόγω του ρόλου που παίζουν στην αποσταθεροποίηση τόσο των υφιστάμενων διεθνών ισορροπιών, όσο και των μεγάλων κρατικών οντοτήτων.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ανεξαρτήτως του πώς και του γιατί δημιουργήθηκε το sofagate με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η αποχώρηση από την Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την προστασία των γυναικών απέναντι στην βία, αποτελεί αποχρώσα ένδειξη εξισλαμισμού της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της Τουρκίας.
Όπως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σουλτανικής έμπνευσης διάνοιξη του καναλιού της Κωνσταντινούπολης παραπέμπει ευθέως στον φαντασιακό κόσμο των θρησκευόμενων υπερσυντηρητικών ισλαμικών μαζών της βαθιάς Τουρκίας που μαζί με τον Τούρκο Πρόεδρο συνεπαίρνεται από την ιδέα της ανασύστασης της κατά τεκμήριο αντιδυτικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της επιστροφής στις ρίζες του σουνιτικού φονταμενταλισμού.
Αν αυτό σημαίνει προφανώς ότι ενόψει της εκλογικής μάχης για την παραμονή του στην εξουσία ο Ερντογάν δεν έχει υπό τις συνθήκες της οικονομικής κρίσης άλλη επιλογή από την ανασυγκρότηση των πολιτικών του συμμαχιών στην ενοποιητική ιδεολογική βάση του λαϊκιστικού ισλαμοεθνικισμού, το παράδοξο είναι ότι το εγχείρημά του αυτό συντελείται σε μια φάση που, σύμφωνα με τις σχετικές έρευνες κοινής γνώμης, παρατηρείται μια κάθετη πτώση των ποσοστών των θρησκευομένων τούρκων πολιτών.
Επειδή αυτό δεν μπορεί να είναι κάτι που έχει διαφύγει της προσοχής των επιτελών του, σημαίνει ότι ο Ερντογάν έχει επιλέξει συνειδητά να οδηγήσει τον εσωτερικό πολιτικό ανταγωνισμό σε μια μετωπική ρήξη με τα πιο κοσμοπολίτικα, φιλελεύθερα, εκσυγχρονιστικά και δυτικόφιλα κοινωνικά στρώματα της αστικής Τουρκίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους γεωστρατηγικούς προσανατολισμούς του καθεστώτος.
Θα του είναι εξαιρετικά δύσκολο να ισορροπήσει μεταξύ των ευρασιανιστών που θα τον ωθούν προς το σινορωσικό μπλοκ της Ανατολής και των ατλαντιστών και ευρωπαϊστών που θα προσπαθούν να αποτρέψουν τον εναγκαλισμό του καθεστώτος με το πολιτικό Ισλάμ και τους εχθρικούς προς την Δύση Τούρκους εθνικιστές.
Το πώς ενόψει ενός διαφαινόμενου τέτοιου πολιτικού διχασμού θα αντιδράσουν τα στελέχη των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων καθώς και οι παράγοντες του βαθέως τουρκικού κράτους είναι ένα ερώτημα που τίθεται μοιραία και που επίσης μοιραία θα απαντηθεί εντός του μεσοδιαστήματος που ακολουθεί μέχρι τις εκλογές του 2023.
Εάν αυτές δεν επισπευσθούν, όπως μοιάζει να εξετάζει ο Ερντογάν. Εξ ου και ο λεπτομερής απολογισμός από το βήμα της χθεσινής συνεδρίασης της κοινοβουλευτικής ομάδας του κυβερνώντος AKP του έργου που έχει επιτελέσει από την προ δεκαοκταετίας άνοδο του στην εξουσία μέχρι σήμερα.
Πιθανότατα η ώρα της αλήθειας να σημάνει πολύ νωρίτερα. Οι εξελίξεις στο ρωσοουκρανικό μέτωπο τρέχουν. Και, όπως ήδη έχει προ καιρού επισημανθεί από την στήλη, θα αποτελέσουν ενδεχομένως καταλύτη για το μέλλον των ρωσοτουρκικών και, κατ' επέκταση των ευρωτουρκικών και αμερικανοτουρκικών σχέσεων.
Σε κάθε περίπτωση, αν τα πράγματα οδηγηθούν σε μια ρωσοουκρανική σύρραξη, η Τουρκία θα τεθεί προ ενός κρίσιμου διλήμματος: Να παρέμβει στο πλευρό των Ουκρανών με τους οποίους έχει προ καιρού αρχίσει να συζητά το ενδεχόμενο σύναψης μιας στρατηγικής συμμαχίας και στους οποίους προμηθεύει ήδη πολεμικό υλικό ή να μην εμπλακεί προκειμένου να μη διαταράξει τις φιλικές και οιωνεί συμμαχικές σχέσεις της με τους Ρώσους με τους οποίους κατά τα άλλα παραμένει αντιμέτωπη στα μέτωπα της Συρίας και της Λιβύης;
Αν ο Ερντογάν αποφασίσει να παρέμβει υπέρ της Ουκρανίας θα το κάνει σίγουρα για να κερδίσει ένα ακόμα διαπραγματευτικό ατού απέναντι στην ευρωατλαντική συμμαχία στην οποία και θα «πουλήσει» την παρέμβασή του ως εξυπηρέτηση των στρατηγικών της στόχων ζητώντας, εννοείται, τα αντίστοιχα ανταλλάγματα. Και τότε το ερώτημα θα είναι περί ποιων ανταλλαγμάτων θα πρόκειται.
Ο περιορισμός των ανταλλαγμάτων στην άρση των αμερικανικών κυρώσεων, στην επανένταξη της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F35 και στην ευνοϊκή μεταχείριση της Halkbank από την αμερικανική δικαιοσύνη στην οποία η τουρκική τράπεζα έχει παραπεμφθεί για παραβίαση του εμπάργκο εναντίον του Ιράν, μπορεί να είναι ένα σενάριο.
Ένα άλλο όμως σενάριο θα μπορούσε να περιλαμβάνει ανταλλάγματα στην εγγύτερη προς την Ελλάδα γειτονιά της Ανατολικής και Κεντρικής Μεσογείου όπου διακυβεύονται, μεταξύ άλλων, η μορφή της λύσης του κυπριακού και η τουρκική στρατιωτική, και όχι μόνο, παρουσία στην Λιβύη.
Θα μπει η Διοίκηση Μπάιντεν σε μια τέτοια διαπραγμάτευση με μια χώρα που είναι μεν μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά, εκτός από επεκτατικές βλέψεις σε βάρος ενός άλλου μέλους, έχει και ένα αυταρχικό καθεστώς που παραβιάζει κατάφωρα τις αρχές της Δημοκρατίας στο όνομα της οποίας οι ΗΠΑ διακηρύσσουν ότι επιθυμούν να επιστρέψουν στην διεθνή σκηνή και να επανεργοποιήσουν την ατλαντική συμμαχία;
Και πώς θα αξιολογήσουν μια τέτοια διαπραγμάτευση οι εταίροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικότερα οι Γάλλοι που έχουν τουλάχιστον δυο σπουδαίους λόγους να μην είναι ανεκτικοί απέναντι σε μια αναβάθμιση του ρόλου της Τουρκίας;
Ο πρώτος λόγος άπτεται ευθέως των γαλλικών γεωστρατηγικών συμφερόντων τόσο στην Ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή (Λίβανος, και όχι μόνον), όσο και στην Βόρεια και την Κεντρική Αφρική, όπου η επιθετική διείσδυση της Τουρκίας τα τελευταία χρόνια συνιστά μια μείζονα και μόνιμη απειλή για το Παρίσι. Αναβάθμιση του ρόλου της στην περιοχή θα καθιστούσε την αναθεωρητική Τουρκία έτι επιθετικότερη και διεκδικητικότερη.
Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με αμεσότερα ζητήματα εσωτερικής ασφαλείας της Γαλλίας, όπου το «τουρκικό ζήτημα» αποτελεί από καιρό πλέον σοβαρό ζήτημα εσωτερικής πολιτικής.
Παραμονές του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 25ης Μαρτίου ο Πρόεδρος Μακρόν, χωρίς να μασά τα λόγια του, αναφέρθηκε στον κίνδυνο τουρκικής ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας και ειδικότερα στις επικείμενες περιφερειακές και στις προγραμματισμένες για τον Μάιο του 2022 προεδρικές εκλογές. Ποτέ στο παρελθόν Γάλλος Πρόεδρος δεν είχε εκφραστεί με τέτοιον τρόπο, τόση κατηγορηματικότητα και τέτοια ευθύτητα στις επιχειρήσεις επηρεασμού της κοινής γνώμης και των πολιτικών εξελίξεων που διεξάγει το καθεστώς Ερντογάν επί γαλλικού εδάφους. Πράγμα βεβαίως ενδεικτικό των διαστάσεων που έχει πάρει το πρόβλημα της εξάπλωσης των τουρκικών δικτύων στην Ευρώπη.
Γιατί βεβαίως το πρόβλημα δεν αφορά μόνον στην Γαλλία. Αφορά σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες όπου ζουν και εργάζονται μουσουλμανικές κοινότητες που χειραγωγούνται από τουρκικές οργανώσεις και εργαλειοποιούνται μέσω θρησκευτικών κυρίως ιδρυμάτων.
Στην πραγματικότητα η ιστορία είχε αρχίσει από τον περασμένο αιώνα όταν οι δεσποτικές αραβικές ηγεσίες άρχισαν να επενδύουν στο θρησκευτικό συναίσθημα των μουσουλμάνων προκειμένου να αποφύγουν την αποσταθεροποίησή τους μέσα από τη διάδοση του ισλαμισμού με την μορφή μιας ανατρεπτικής κοινωνικής ιδεολογίας των φτωχότερων και καταπιεζόμενων λαϊκών στρωμάτων.
Σε πρώτη φάση τα ισλαμιστικά κινήματα ενσωματώθηκαν στον εθνικιστικό παναραβισμό που όμως ηττήθηκε όταν οι ισραηλινοί συνέτριψαν στρατιωτικά τις μητέρες-πατρίδες του στους τρεις πολέμους του 1948-49, του 1967 και του 1973.
Μετά την υπογραφή της ειρήνης στο Καμπ Ντέηβιντ και την συμφιλίωση της Αιγύπτου και της Ιορδανίας με το Ισραήλ ο ισλαμισμός άρχισε να παίρνει διαφορετικές μορφές όλο και πιο ριζοσπαστικές από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους μέχρι τους τζιχαντιστές της Αλ-Κάντα και του ISIS.
Ο Ταγίπ Ερντογάν υπήρξε ο πρώτος ισλαμιστής ηγέτης που έχοντας πετύχει την οικονομική ανάπτυξη και την γεωπολιτική αναβάθμιση της Τουρκίας πρόβαλε στους ταπεινωμένους μουσουλμάνους το όραμα της αναβίωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως υποκατάστατο του παλιού παναραβισμού και ταυτόχρονα απευθύνθηκε στο πληγωμένο θυμικό τους με μια πιο επιθετική-ρεβανσιστική λογική υποσχόμενος ταυτόχρονα ανακατάκτηση της χαμένης δόξας και αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης που οι ευρωπαϊστικές και εκσυγχρονιστικές ελίτ δεν έπειθαν ότι μπορούσαν ή ήθελαν να αποδώσουν στους εργαζόμενους.
Εξ ου και η επιρροή που απέκτησε όχι μόνο μεταξύ των Τούρκων μεταναστών, αλλά και μεταξύ των λοιπών μουσουλμανικών κοινοτήτων που είχαν εισέλθει σε τροχιά σύγκρουσης με τις κοινωνίες των χωρών υποδοχής των μεταναστευτικών ροών των τελευταίων πενήντα ετών.
Αρχικά ήταν η ιδρυμένη από τον Ατατούρκ Αρχή Θρησκευτικών Υποθέσεων (Diyanet) που επιλαμβανόταν της χρηματοδότησης και της λειτουργίας των θρησκευτικών εκπαιδευτικών και λατρευτικών ιδρυμάτων των τούρκων μεταναστών. Τώρα είναι η πολύ αυστηρά οργανωμένη και ιεραρχημένη Milli Görüs (κατά λέξη «Εθνικό Όραμα») που ελέγχει πάνω από 500 τζαμιά σε όλη την Ευρώπη που συντονίζει για λογαριασμό του καθεστώτος Ερντογάν την διείσδυση του ερντογανισμού σε ευρωπαϊκή κλίμακα.
Ο Σαρκοζί υπήρξε ο πρώτος που συγκρούστηκε με τον Ερντογάν αντιλαμβανόμενος ότι καταστρώνει σχέδια εξισλαμισμού της Ευρώπης. Ο Πρόεδρος Μακρόν είναι ο πρώτος που κατάλαβε ότι ο Ερντογάν παρέμεινε ο πιο πιστός μαθητής του Ερμπακάν που βάλθηκε να σταματήσει τον εκδυτικισμό της Τουρκίας και δίδασκε ότι «οι Ευρωπαίοι είναι άρρωστοι … θα τους συστήσουμε φάρμακα… ολόκληρη η Ευρώπη πρέπει θα γίνει ισλαμική… θα κατακτήσουμε την Ρώμη» (από ομιλία του του 1989 στην Ολλανδία).
Σήμερα η Milli Görüs του Ερντογάν είναι αυτή που ηγείται στην Γαλλία της εκστρατείας εναντίον της αυστηροποίησης του νομοθετικού πλαισίου για την λειτουργία των μουσουλμανικών κοινοτήτων με όρους που θα σέβονται την κοσμικότητα του κράτους και την ιερότητα των δημοκρατικών θεσμών.
Γιώργος Σεφερτζής
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της
αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια