Βρώμικη λέξη η συναίνεση

Το να προβληματιστούμε ουσιαστικά ωστόσο για το πώς θα αναβαθμίσουμε τον πολιτικό μας βίο το αποφεύγουμε όπως ο διάολος το λιβάνι.


Γράφει ο Παντελής Καψής

Τον Μάρτιο του 2009 ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής κάλεσε στο Μαξίμου τον Γιώργο Παπανδρέου. Ήθελε να ζητήσει τη συναίνεσή του σε μια σειρά έκτακτων μέτρων για την οικονομία. Είχε μόλις επιστρέψει από τις Βρυξέλες όπου οι Ευρωπαίοι εταίροι τού είχαν δώσει μια καθαρή εικόνα για το πού οδεύει η οικονομία: στη χρεοκοπία. 

Με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν σαφή υπεροχή του ΠΑΣΟΚ, ο Παπανδρέου είχε το πολιτικό πλεονέκτημα και δεν έδειξε την παραμικρή διάθεση να βγάλει την κυβέρνηση από τη δύσκολη θέση. Απέρριψε την πρόταση Καραμανλή λέγοντας ότι δεν είναι διατεθειμένος να δώσει «λευκή επιταγή». Όπως συνηθίζουν οι αρχηγοί της αντιπολίτευσης, έθεσε ταυτόχρονα ζήτημα πρόωρων εκλογών.

Ακριβώς δύο χρόνια αργότερα ο Παπανδρέου, πρωθυπουργός πια, θα ζητήσει και αυτός συναίνεση για την οικονομία σε διαδοχικές συναντήσεις που είχε με τους πολιτικούς αρχηγούς. Φυσικά, χωρίς αποτέλεσμα. Δεν ήταν η πρώτη ούτε η τελευταία φορά. Στη διάρκεια της δικής του θητείας θα προσπαθήσει επανειλημμένα να πετύχει ένα μίνιμουμ συναίνεσης όχι μόνο με τα κόμματα αλλά και με τους κοινωνικούς εταίρους. Άλλωστε οι έκτακτες συνθήκες ήταν πια επώδυνα φανερές σε όλους. Όλες τις φορές όμως χωρίς την παραμικρή επιτυχία, με εξαίρεση τον Νοέμβριο του 2011, όταν ουσιαστικά η κυβέρνησή του κατέρρευσε.

Τι θα είχε συμβεί αν ο Παπανδρέου είχε αποδεχθεί την πρόταση Καραμανλή το 2009; Το αποτέλεσμα των εκλογών πιθανότατα δεν θα είχε αλλάξει. Η χώρα ωστόσο θα είχε σοβαρές πιθανότητες να γλιτώσει τη χρεοκοπία και μαζί το τεράστιο κοινωνικό και οικονομικό κόστος της δεκαετίας της κρίσης. Πολύ καλύτερα θα ήταν σίγουρα τα πράγματα και αν ο Σαμαράς είχε ακολουθήσει το παράδειγμα της Ντόρας και δεν είχε υιοθετήσει τη λογική των Ζαππείων. Η χρεοκοπία ήταν δεδομένη, η χώρα ωστόσο θα μπορούσε να βγει από τα μνημόνια πιο γρήγορα και με λιγότερα τραύματα. Και το ίδιο θα είχε συμβεί βέβαια αν η αριστερά δεν είχε ακολουθήσει την γραμμή της παραφροσύνης στο εξάμηνο Βαρουφάκη. Φυσικά κανένας αρχηγός και κανένα κόμμα δεν έχουν κάνει αυτοκριτική για το παρελθόν.

Το γιατί χρεοκοπήσαμε, λίγο πολύ το ξέρουμε. Το γιατί το πολιτικό μας σύστημα αντέδρασε όπως αντέδρασε ωστόσο ποτέ δεν μας απασχόλησε. Αντιθέτως συνεχίζουμε, τρόπος του λέγειν, από εκεί που ξεκινήσαμε. Παρά το ότι βρισκόμαστε σε συνθήκες πανδημίας, τα κόμματα συγκρούονται σαν να μην υπάρχει αύριο. Ακόμα και όταν συμφωνούν, όπως στο ζήτημα με τις πατέντες των εμβολίων, φροντίζουν να διαφωνούν. Η συνεννόηση είναι μια βρώμικη λέξη.

Έχουμε κάνει εξεταστικές επιτροπές για τα πιο αδιάφορα τελικά θέματα με μόνο κριτήριο τις δυνατότητες που δίνουν να φέρει το ένα κόμμα το άλλο σε δύσκολη θέση. Το πώς θα αντιμετωπίσουμε όμως αυτό τον καρκίνο στο πολιτικό μας σύστημα, πώς θα αλλάξουμε αυτή τη δυναμική που αποτρέπει κάθε μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, ουδόλως απασχολεί. Με εξαίρεση την περίοδο Σημίτη, όταν συγκροτήθηκαν κάποιες ανεξάρτητες αρχές, ποτέ τα κόμματα δεν προβληματίστηκαν για το πώς θα μπορούσε να αναβαθμιστεί το επίπεδο της πολιτικής ζωής. Αντιθέτως και τα όποια βήματα έγιναν τότε, σιγά σιγά τα ξηλώνουμε. Ακόμα και τα στοιχειώδη, όπως η ανοιχτή προκήρυξη των θέσεων ευθύνης, εγκαταλείπονται. Αν δεν διορίσουμε τους δικούς μας, γιατί κερδίσαμε τις εκλογές; Τίποτα δεν μας γίνεται μάθημα.

Στη Γερμανία, με πολιτικούς λιγότερο επιρρεπείς στις υποσχέσεις, έβαλαν όριο χρέους στο Σύνταγμα και επέβαλαν στην Ευρώπη όριο στα ελλείμματα. Από οικονομική σκοπιά δεν είναι η πιο σωστή συνταγή, άλλωστε αυτοί πρώτοι την παραβίασαν. Δείχνει ωστόσο αυτό που φάνηκε τόσο καθαρά και στις ΗΠΑ τους τελευταίους μήνες. Την ανάγκη δηλαδή για ένα σύστημα «ελέγχου και ισορροπιών» που θα περιορίζει την πολιτική εξουσία. Μια ανάγκη που γίνεται ακόμα μεγαλύτερη αν αναλογιστούμε πόσο εσωτερικά διχασμένη και πολιτικά εκτεθειμένη είναι η δικαστική εξουσία στην Ελλάδα. Ο Παπαγγελόπουλος δεν θα υπήρχε αν δεν υπήρχαν πρόθυμοι εισαγγελικοί λειτουργοί.

Δεν είναι μόνο η οικονομία. Το καλοκαίρι η χώρα βρέθηκε μπροστά σε μια πρωτοφανή κρίση με την Τουρκία. Μαζί με την οικονομία, η εξωτερική πολιτική με την άμυνα, αποτελούν το υπαρξιακό δίδυμο της χώρας για τις επόμενες δεκαετίες. «Ξαφνικά» λοιπόν διαπιστώσαμε ότι η ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο έχει αρχίσει να γέρνει σε βάρος μας. Φυσικά το αποδώσαμε στην οικονομική κρίση - πού να βρεθούν λεφτά για όπλα. Είναι όμως επαρκής εξήγηση; Πήρε ποτέ κάποιος πολιτικός την απόφαση να αφήσει την άμυνα στη μοίρα της για μια δεκαετία αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις; Όχι. Απλώς ο ένας μετά τον άλλο ανέβαλαν αποφάσεις, χωρίς ποτέ κάποιος να χτυπά το κουδούνι του κινδύνου. Με μια έννοια, εδώ τα πράγματα είναι χειρότερα. Στην οικονομία, με τις όποιες αδυναμίες της, υπάρχει η Τράπεζα της Ελλάδος, η επιτροπή προϋπολογισμού της Βουλής αλλά και η επιτήρηση της Ευρώπης. Στην άμυνα μόνο οι υφιστάμενοι του υπουργού. Σε έναν τόσο κρίσιμο τομέα, ο οποίος, εκτός των άλλων, έχει άμεση σχέση με την οικονομία και την ανάπτυξη, η πολιτική διαμορφώνεται από μια κλειστή ομάδα αξιωματικών. Όσο άξιοι και αν είναι, ούτε ανεξάρτητος έλεγχος υπάρχει, ούτε αξιοποιούν έναν πλούτο συνεισφορών που θα μπορούσαν να έχουν από ειδικούς σε άλλους τομείς. Με την εξαίρεση του ΕΛΙΑΜΕΠ -αλλά ποιος το ακούει-, δεν έχουν το πλεονέκτημα ούτε καν ενός ελεύθερου προβληματισμού σε λιγότερο ιεραρχικούς αλλά θεσμικά συγκροτημένους φορείς.

Με όλο τον σεβασμό στους συνταγματολόγους, έχουμε κάνει διαδοχικές αλλαγές στο Σύνταγμα με μικρή ως ανύπαρκτη επίδραση στα πολιτικά μας πράγματα. Να προβληματιστούμε ουσιαστικά ωστόσο για το πώς θα αναβαθμίσουμε τον πολιτικό μας βίο το αποφεύγουμε όπως ο διάολος το λιβάνι.


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια