Αν ένα συμπέρασμα από τον πρόσφατο ανασχηματισμό μπορεί να θεωρηθεί αδιαμφισβήτητο, είναι ότι ξεκαθάρισε πολλά πράγματα, που ίσως, στα μάτια πολλών, είχαν θολώσει τον τελευταίο ενάμιση χρόνο.
Με τον ανασχηματισμό ξεκαθαρίστηκε για παράδειγμα ότι η κυβέρνηση θεωρεί πως τα έχει κάνει όλα, ή σχεδόν όλα καλά. Αν εξαιρέσει κανείς το υπουργείο Εργασίας, η αλλαγή στο οποίο είναι ευθεία ομολογία αποτυχίας, όλες οι άλλες, περιορισμένες έτσι κι αλλιώς, παρεμβάσεις στη σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου, ελάχιστα περιέχουν αυτοκριτική διάθεση και περισσότερο αφορούν διευθέτηση πολιτικών, κομματικών και ατομικών ισορροπιών – αδιάφορο για τον κόσμο. Και πάντως ξεκαθαρίστηκε ότι η προσήλωση σε άκρως συντηρητικές ή αναποτελεσματικές πολιτικές θα συνεχιστεί.
Τι άλλο ξεκαθάρισε ο ανασχηματισμός; Ότι η ΝΔ παραμένει μία σκληρή, μασίφ «δεξιά» παράταξη, παρά τα όποια ανοίγματα έκανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην κεντροαριστερά. Ότι αυτά τα ανοίγματα έχουν ένα όριο και κακώς κάποιοι απόκληροι του ΠΑΣΟΚ περιμένουν να υπερκεράσουν τα γαλάζια τζάκια, στην κούρσα ένα υπουργικό χαρτοφυλάκιο – όχι ότι νοιάζει τον κόσμο της κεντροαριστεράς να έμπαιναν σε κυβέρνηση, αλλά έχει τη σημειολογία του το συγκεκριμένο πάρε δώσε. Ακόμα και όσοι είναι ή τελικώς βρεθούν στη γαλάζια πολυκατοικία θα υποχρεωθούν να διαμείνουν με ακροδεξιές απόψεις και εξόχως συντηρητικές λογικές.
Υπό αυτή την έννοια, ο ανασχηματισμός έχει αποκαταστήσει κάπως την πραγματική εικόνα στο πολιτικό σκηνικό. Μία εικόνα που θόλωσε με τις μεταγραφές που έκανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης τον προηγούμενο ενάμιση χρόνο από την κεντροαριστερά και έδωσε την ψευδαίσθηση περί δημιουργίας μίας μεγάλης κεντροδεξιάς παράταξης στην οποία χωράνε δήθεν από θιασώτες μίας σοβαρής Χρυσής Αυγής, έως σοσιαλδημοκράτες.
Υπό αυτή την έννοια, τελειώνουν οι όποιες ψευδαισθήσεις.
Με άλλα λόγια αποκαθίστανται οι κανονικές και υπαρκτές (παρά τη διακήρυξη περί του τέλους της ιστορίας) διαχωριστικές γραμμές: από τη μία οι συντηρητικές δυνάμεις, που διακατέχονται αφενός από τις ιδεοληψίες αποθέωσης του ιδιωτικού τομέα έναντι των δημόσιων αγαθών και αφετέρου από την υποταγή στα κελεύσματα των πιο αναχρονιστικών συστημάτων εξουσίας, όπως η εκκλησία – εδώ συναντά κανείς την επιτομή του πιο παλιού «νέου» λαϊκισμού! Και από την άλλη οι δυνάμεις που ξεκινούν από το λεγόμενο «προοδευτικό κέντρο», διαπερνούν την κλασική κεντροαριστερά και σοσιαλδημοκρατία και φτάνουν ως την ριζοσπαστική αριστερά.
Από τη μία οι δυνάμεις ενός παρηκμασμένου, αλλά συνεχώς τροφοδοτούμενου από αρχέγονα ένστικτα μα και νέα προβλήματα στην περιοχή μας, εθνικισμού, με τον οποίο μάλιστα θέλει και δεν θέλει να συγκρουστεί και ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Και από την άλλη οι δυνάμεις που αναζητούν μία προοδευτική, μακριά από σωβινισμούς, αλλά στο πνεύμα των συνεργασιών και της καλής γειτνίασης λύσεις σε συνδυασμό όμως με τον υγιή πατριωτισμό και την αποφασιστική υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Με τον ανασχηματισμό (και βέβαια τα δραματικά λάθη, που έκανε σε κρίσιμους τομείς η κυβέρνηση) ουσιαστικά σταματάει η πίεση που άσκησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο χώρο του κέντρου και της κεντροαριστεράς. Και προβάλλει η ευκαιρία στις δυνάμεις αυτού του χώρου να εξετάσουν μία νέα στρατηγική. Χωρίς ηγεμονισμούς, χωρίς μικρομεγαλισμούς. Με ρεαλισμό και κατανόηση των σύγχρονων συνθηκών και αναγκών. Κυρίως δε με αντίληψη των όποιων ευκαιριών προκύψουν. Μακριά από τα λάθη του παρελθόντος, όπως τα παντρολογήματα με τη γραφική εθνικιστική ακροδεξιά καρικατούρα του Καμμένου.
Ο ανασχηματισμός λειτουργεί σαν υαλοκαθαριστήρας για τον ευρύτερο προοδευτικό χώρο. Τώρα απομένει να πεταχτούν μακριά και τα όποια παραμορφωτικά γυαλιά των δυνάμεων αυτού του χώρου, μήπως ανακαλύψουν καινούργιους δρόμους, είτε τους ονοματίσουν «προοδευτική συγκυβέρνηση», είτε Μήτσο, Κώστα, Μαρία, Ελένη…
Γιάννης Μακρυγιάννης
0 Σχόλια