Του Κ. Κυριακόπουλου
Να ξεκαθαρίσουμε κατ’ αρχήν ότι είναι άλλο πράγμα η ανάγκη επίλυσης μιας χρονίζουσας διαφοράς μεταξύ δύο χωρών (εν προκειμένω μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας για τις θαλάσσιες ζώνες) και εντελώς διαφορετικό ζήτημα οι επιπόλαιοι πανηγυρισμοί που συνοδεύουν την συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών για παραπομπή στην Χάγη, και οι οποίοι εμφανίζουν αυτήν την εξέλιξη, ως δήθεν σοβαρή νίκη της Ελληνικής διπλωματίας.
Για όσους λοιπόν βιάστηκαν να λησμονήσουν γεγονότα και πρακτικές, είναι απαραίτητο να θυμίσουμε ότι η προσφυγή στην Χάγη γίνεται ενώ έχει προηγηθεί η απόρριψη από το Αλβανικό Συνταγματικό Δικαστήριο της προγενέστερης διμερούς συμφωνίας του 2009, με την οποία τα συμβαλλόμενα μέρη είχαν επιλύσει το πρόβλημα.
Με δεδομένο λοιπόν ότι η Αλβανία ήταν αυτή που ΔΕΝ επικύρωσε την συγκεκριμένη συμφωνία και επιδόθηκε στη συνέχεια σε σειρά εκβιασμών και προκλητικών συμπεριφορών με την αβάντα και πιθανότατα την προτροπή της Τουρκίας, από που προκύπτει ότι η προσφυγή στην Χάγη συνιστά σοβαρή νίκη της Ελληνικής και όχι της Αλβανικής Διπλωματίας;
Για όσους επίσης βιάζονται να πανηγυρίσουν για την...δήθεν αποφασιστικότητα της Ελληνικής κυβέρνησης η οποία συνέβαλε ώστε να αποδεχτεί η Αλβανία την προσφυγή στην Χάγη, θα θέλαμε να θυμίσουμε ότι δεν είδαμε να επιδεικνύεται αυτή η αποφασιστικότητα και να μπλοκάρεται η Ευρωπαϊκή πορεία της Αλβανίας
ΟΥΤΕ με αφορμή τον εχθρικό απέναντι στην χώρα μας τρόπο με την οποία διαχειρίζονται οι Αλβανοί τις υποθέσεις που αφορούν στην Ελληνική μειονότητα,
ΟΥΤΕ με αφορμή τις απαράδεκτες προκλήσεις και την αλληλουχία αυθαιρεσιών που βρίσκονται σε εξέλιξη αναφορικά με το περιουσιακό των Ελλήνων μειονοτικών,
ΟΥΤΕ φυσικά με όλα όσα σπεύδουν να λησμονήσουν οι πάντες, σχετικά με την δολοφονία Κατσίφα στους Βουλιαράτες.
Για όσους τέλος σπεύδουν να θεωρήσουν ότι αυτή η προσφυγή αναβαθμίζει τον ρόλο της χώρας μας ως πυλώνα σταθερότητας στα Βαλκάνια, και ότι ενισχύει το νομικό οπλοστάσιο της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας, θα θέλαμε να θέσουμε τρία τουλάχιστον ερωτήματα που θεωρούμε πως έχει σημασία να απαντηθούν:
Ποιος μπορεί να μιλά πραγματικά για αναβάθμιση της χώρας ως πυλώνα σταθερότητας με το ORUC REIS να ροκανίζει συστηματικά την Εθνική μας αξιοπρέπεια και εν τέλει την ίδια την Εθνική μας κυριαρχία, πλέοντας στα 6,5 νμ από το Καστελλόριζο;
Για ποια αναβάθμιση μιλάμε όταν από την μία οι Γερμανοί, την εργολαβία των οποίων υλοποιεί η Ελλάδα, αποδέχονται με δηλώσεις τους τον προκλητικό χάρτη για την Έρευνα και Διάσωση τον οποίο σέρβιρε η Τουρκία καταπατώντας κάθε έννοια λογικής και νομιμότητας… Και από την άλλη οι Αμερικανοί προστάτες μας συναντώνται στην Θράκη με τους εκπροσώπους του παράνομου αλυτρωτικού Τουρκικού σωματείου;
Για ποια ακριβώς ενίσχυση του νομικού οπλοστασίου της χώρας μιλάμε όταν έχουμε ως δεδομένη την απόρριψη της προγενέστερης διμερούς συμφωνίας από το Αλβανικό Συνταγματικό Δικαστήριο με πρωταγωνιστή του αιτήματος για την μη επικύρωση την σημερινή πολιτική και πολιτειακή ηγεσία της Αλβανίας; Μήπως θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι αυτή η συμφωνία κινήθηκε έξω από τα όρια της Διεθνούς νομιμότητας, άρα ορθώς την απέρριψε το Αλβανικό Συνταγματικό Δικαστήριο και ορθώς απευθυνόμαστε στην Χάγη για να την επαναφέρει; Μην τρελαθούμε δηλαδή…
Προφανώς και θέλουμε την επίλυση αυτής της εκκρεμότητας…
Προφανώς και προτιμούμε ένα λυμένο πρόβλημα παρά μια χρονίζουσα εκκρεμότητα, αρκεί βεβαίως η επίλυση να μην διευθετείται σε βάρος των εθνικών κυριαρχικών μας δικαιωμάτων και της εθνικής μας κυριαρχίας πολύ περισσότερο…
Αλλά δεν είναι δυνατόν να παρουσιάζουμε αυτή την εξέλιξη ώς «νίκη» της Ελληνικής Εξωτερικής πολιτικής. Και δεν είναι δυνατόν να την παρουσιάζουμε ως «νίκη» γιατί απλούστατα δεν είναι νίκη.
Ένα ακόμη γραμμάτιο υποτέλειας απέναντι στους Γερμανούς είναι, που σπεύδει όπως όπως να ξεπληρώσει η χώρα μας, προσβλέποντας όπως πάντα σε νεφελώδη και απροσδιόριστα αντισταθμίσματα τα οποία προφανώς δεν θα έρθουν ποτέ.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της
αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια