Το 65.94% πασχόντων από ημικρανία νιώθει ότι χάνει τη ζωή του πονώντας


Της Ανθής Αγγελοπούλου

Η ημικρανία είναι μια εξουθενωτική νευρολογική νόσος που σχετίζεται συνήθως με δυνατή κεφαλαλγία, η οποία περιορίζει σε μεγάλο βαθμό την ικανότητα των ατόμων να πραγματοποιούν τις καθημερινές τους δραστηριότητες. Απασχολεί άτομα κάθε ηλικίας, άντρες και γυναίκες, με την συντριπτική πλειοψηφία όμως, σε ποσοστό 92,45%, να αφορά τις γυναίκες σύμφωνα με την έρευνα «Η ημικρανία στην Ελλάδα το 2020» που έγινε σε 2.105 ασθενείς από το Σύλλογο Ασθενών με Ημικρανία και Κεφαλαλγία Ελλάδος, με αφορμή την Ευρωπαϊκή Ημέρα Ευαισθητοποίησης για την Ημικρανία (12 Σεπτεμβρίου) και παρουσιάστηκε σήμερα στους εκπροσώπους του Τύπου.

Τα στοιχεία από την έρευνα που είναι αποκαλυπτικά:

Το 35% των πασχόντων χάνει 1-2 μέρες από τη δουλειά του.

Το 10% χάνει 3-5 μέρες το μήνα.

Το 6% πάνω από 5 μέρες κάθε μήνα από τη δουλειά του.

Το 94% δηλώνει πως έχει μειωμένη απόδοση τουλάχιστον για 1-2 μέρες το μήνα στην εργασία του.

Το 65.94% νιώθει ότι χάνει τη ζωή του πονώντας.

Το 55.87% ότι έχει άγχος για την επόμενη κρίση.

Το 24.53% έχει την ανάγκη να κρύψει την ημικρανία από τους άλλους, σημείο που δείχνει το στίγμα που συνοδεύει ακόμη και σήμερα την ημικρανία.

1 στους 4 συμμετέχοντες στην έρευνα θεωρεί ότι η πανδημία και τα περιοριστικά μέτρα είχαν αρνητική επίδραση στη πάθησή τους.

Επίσης, οι μισοί συμμετέχοντες (ποσοστά κοντά στο 50%) δήλωσαν πως νιώθουν άγχος, αβοήθητοι ή και απογοητευμένοι από τη ζωή τους με  την ημικρανία.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα ωστόσο, όπως αναφέρει η κα Κατερίνα Κουρούδη, μέλος του Συλλόγου και της ομάδας σύνταξης της έρευνας, είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που βιώνουν ημικρανίες διστάζουν να μιλήσουν και να βρουν κατανόηση από το κοινωνικό ή εργασιακό τους περιβάλλον, είτε επειδή θεωρούν ότι αυτό θα υποβαθμίσει το εργασιακό τους προφίλ, είτε διότι θεωρούν ότι οι άλλοι δε θα τους καταλάβουν.

Για παράδειγμα, όπως ανέφερε ο γενικός γραμματέας του Συλλόγου Ασθενών με Ημικρανία και Κεφαλαλγία Ελλάδος, Κωνσταντίνος Μπίλιας, ενώ το 70,84% των συμμετεχόντων στην έρευνα, δήλωσε ότι υποφέρει από ημικρανία πάνω από 10 χρόνια και το 50,70% έχει πάει στα Επείγοντα νοσοκομείου λόγω σοβαρής κρίσης, ωστόσο το 60,90% δήλωσε ότι έχει πάνω από ένα χρόνο να επισκεφθεί τον γιατρό του για να λάβει εξειδικευμένη βοήθεια.

Κάθε σχολική τάξη έχει και 1 παιδί με ημικρανία

Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της έρευνας ο νευρολόγος και επιστημονικός Σσμβουλος του Συλλόγου Μανώλης Δερμιτζάκης, διδάκτωρ Τμήματος Ιατρικής ΑΠΘ, επεσήμανε ότι η ημικρανία αφορά και τα παιδιά. Όπως είπε, επιδημιολογικές μελέτες 1 στα 20 παιδιά έχουν ημικρανία. Το 5% των παιδιών δηλαδή  πάσχουν από ημικρανία, που σημαίνει ότι σε κάθε σχολική τάξη υπάρχει τουλάχιστον ένα παιδί με ημικρανία. Ο λόγος είναι συνήθως η υπερβολική χρήση ηλεκτρονικών μέσων (tablet, pc, κινητό κ.λπ.). Ωστόσο, τόνισε ότι σε πολλές περιπτώσεις γίνεται λάθος χειρισμός στην αντιμετώπιση της ημικρανίας, και όπως έδειξε και η έρευνα, 1 στους 3 ημικρανικούς «αρκείται» στην κατάχρηση απλά παυσίπονων, που βέβαια μακροπρόθεσμα επιδεινώνει την ημικρανία του και την γενική κατάσταση της υγείας του.

Σωτήρια λύση τα μονοκλωνικά αντισώματα

Στις θεραπευτικές επιλογές αναφέρθηκε ο νευρολόγος Δρ. Μιχάλης, Βικελής, διδάκτωρ πανεπιστημίου Αθηνών και επιστημονικός σύμβουλος  του Συλλόγου λέγοντας ότι έχουμε δύο κατηγορίες. Αυτές που χορηγούνται κατά τη διάρκεια μιας κρίσης ημικρανίας και αυτές που λαμβάνονται προληπτικά για να μειωθεί η συχνότητα και η βαρύτητα των επεισοδίων.

Οι προληπτικές θεραπείες χορηγούνται συνήθως για μεγάλα χρονικά διαστήματα και έχουν ένδειξη όταν οι ημικρανίες εμφανίζονται αρκετές μέρες το μήνα. Όμως, σύμφωνα με το γιατρό αποτελεσματική λύση αποτελεί η θεραπεία με τα μονοκλωνικά αντισώματα.

Έρευνα που έχει γίνει έδειξε ότι το 65% των ατόμων που τα δοκίμασε έχει δει θετικά αποτελέσματα έναντι ενός 35-40% που είναι θετικό με τις συμβατικές θεραπείες.

Ο προβληματισμός που υπάρχει για τις νέες θεραπείες είναι η μικρή εμπειρία που υπάρχει καθώς στην Ελλάδα κυκλοφορούν μόλις ένα χρόνο. Οι ειδικοί βασίζονται στην 4χρονη εμπειρία που υπάρχει όμως διεθνώς από την περίοδο των κλινικών μελετών και η συνολική αποτίμηση είναι πολύ θετική.

Αξίζει, τέλος να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα κυκλοφορούν δύο από αυτά τα φάρμακα ωστόσο, κανένα από αυτά δεν καλύπτεται από τον ΕΟΠΥΥ.


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια