Έρευνα: Οι «πρωινοί τύποι» ίσως έχουν μεγαλύτερο γενετικό κίνδυνο για την ανάπτυξη Αλτσχάιμερ


Νέα επιστημονική μελέτη υποδεικνύει πως όσοι χαρακτηρίζονται ως «πρωινοί τύποι» ίσως έχουν μεγαλύτερο γενετικό κίνδυνο για την ανάπτυξη Αλτσχάιμερ.

Οι «πρωινοί τύποι» αλλά και εκείνοι που κοιμούνται για μικρές χρονικές περιόδους, σύμφωνα με νέα επιστημονική έρευνα, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν τη νόσο Αλτσχάιμερ, δηλαδή μια ασθένεια που επηρεάζει τη μνήμη και άλλες ψυχικές λειτουργίες.

Η μελέτη, που διεξήχθη από επιστήμονες στο Imperial College του Ηνωμένου Βασιλείου και δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Neurology», ανέλυσε τη σχέση μεταξύ διαφόρων μορφών ύπνου, συμπτωμάτων μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής και της νόσου Αλτσχάιμερ, αξιολογώντας έρευνες συσχέτισης σε ολόκληρο το γονιδίωμα.

Ο Αμπάς Ντεγκάν του Imperial College ανέφερε σύμφωνα με σχετικό δελτίο Τύπου:

«Γνωρίζουμε ότι τα άτομα με Αλτσχάιμερ συχνά αναφέρουν κατάθλιψη και διάφορα προβλήματα ύπνου, όπως αϋπνία. Θέλαμε να μάθουμε αν υπάρχουν αιτιώδεις σχέσεις μεταξύ διαφορετικών μορφών ύπνου και κατάθλιψης και του Αλτσχάιμερ».

Οι επιστήμονες εξέτασαν δεδομένα που συγκεντρώθηκαν από το International Genomics of Alzheimer's Project, στο οποίο συμμετείχαν περίπου 64.000 άτομα, καθώς και από την Κοινοπραξία Ψυχιατρικής Γονιδιωματικής, στην οποία έλαβαν μέρος περίπου 19.000 άνθρωποι.

Αναλύοντας τις βάσεις δεδομένων, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα διαταραγμένα πρότυπα ύπνου συνδέονται με τη νόσο Αλτσχάιμερ.

Συγκεκριμένα, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα άτομα με διπλάσιο γενετικό κίνδυνο για τη νόσο Αλτσχάιμερ είχαν 1% περισσότερες πιθανότητες να χαρακτηριστούν ως «πρωινοί τύποι» σε σύγκριση με εκείνα με χαμηλότερο γενετικό κίνδυνο.

Οι ερευνητές προειδοποίησαν ότι η μελέτη δείχνει μόνο μια πιθανή σχέση μεταξύ των προτύπων ύπνου και του Alzheimer, παρά μια άμεση αλυσίδα αιτίας και αποτελέσματος.

Δεν βρέθηκε, επίσης, αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής και του Αλτσχάιμερ.

Ένας άλλος περιορισμός της μελέτης ήταν ότι τα περισσότερα από τα υποκείμενα, των οποίων τα δεδομένα χρησιμοποιήθηκαν, ήταν ευρωπαϊκής καταγωγής επομένως τα ίδια αποτελέσματα ενδέχεται να μην ισχύουν σε άτομα διαφορετικών εθνοτήτων.


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια