Του Κώστα Στούπα
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη μετρά ήδη τον πρώτο χρόνο από τις τελευταίες εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 και φαίνεται πως διατηρεί την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης.
Σε δυο από τις τελευταίες δημοσκοπήσεις δεν διατηρεί απλώς το προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ αλλά φαίνεται να έχει σταθεροποιήσει μια διαφορά που είναι μεγαλύτερη από το αποτέλεσμα των τελευταίων εκλογών.
Στη δημοσκόπηση της MRB της 2ας Ιουλίου του 2020 η N.Δ. προηγείται με 40,1% και ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί με 21,9%. Στη δημοσκόπηση της Prorata στις 29 Ιουνίου 2020 η Ν.Δ. συγκεντρώνει 38% και ο ΣΥΡΙΖΑ περί το 24%.
Πάνω κάτω αντίστοιχες διαφορές δείχνουν όλες οι έρευνες της κοινής γνώμης των τελευταίων μηνών.
Ένα χρόνο μετά την πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 αντίστοιχα, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε χάσει το προβάδισμα στις προτιμήσεις της κοινής γνώμης.
Στη δημοσκόπηση της MRB στις 18 Φεβρουαρίου του 2016 η Νέα Δημοκρατία είχε περάσει μπροστά με 26,9% και ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθούσε με 23,2%.
Ανάλογα ήταν τα αποτελέσματα και στην έρευνα της Alco στις 19 Μαρτίου του 2016 όπου η Ν.Δ. προηγούνταν με 21,1% και ο ΣΥΡΙΖΑ είχε πέσει στο 17,3%.
Το 2015 βέβαια ο ΣΥΡΙΖΑ μέσα σε λίγους μήνες κέρδισε τρεις-τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις (με τις ευρωεκλογές και το δημοψήφισμα) μέσα σε λίγους μήνες. Στην πολιτική όμως από τη σκοπιά της διάρκειας νομής της εξουσίας είναι πιο σημαντικό να κερδίζεις δυο εκλογικές αναμετρήσεις σε τέσσερα χρόνια παρά δέκα αναμετρήσεις σε ένα μήνα...
Από πλευράς προκλήσεων ούτε το 2015 αλλά ούτε το 2019-20 ήταν εύκολες χρονιές.
Το 2015 ήταν η "περήφανη" διαπραγμάτευση και η "κωλοτούμπα" ενώ αμέσως μετά προέκυψε η προσφυγική κρίση τα οποία η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είχε χειριστεί με απογοητευτικό τρόπο. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έχασε τις εκλογές του 2019 το 2015...
Το 2019 και το 2020 αντίστοιχα η κυβέρνηση Μητσοτάκη χειρίστηκε επιτυχώς την κρίση στον Έβρο και την επιδημία του "κορονοϊού". Τούτο δεν σημαίνει πως η κατάσταση στην οικονομία μετά την επιδείνωση του διεθνούς κλίματος και το κλείδωμα λόγω "πανδημίας" δεν θα μπορούσε σε λίγους μήνες να ανατρέψει την θετική εικόνα που έχει η κυβέρνηση στην κοινωνία.
Παρ’ όλα αυτά ένα χρόνο μετά εμφανίζει αξιομνημόνευτα σημάδια αντοχής.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη απογοήτευσε όσους περίμεναν ριζικές μεταρρυθμίσεις, σε κομβικούς τομείς του κρατικοδίαιτου συμπλέγματος εξουσίας που λυμαίνεται τη χώρα για δεκαετίες.
Αυτός είναι και ένας λόγος που δεν υπάρχουν μεγάλες συγκρούσεις με οργανωμένες ομάδες συμφερόντων όπως ήταν η περίοδος διακυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στις αρχές της δεκαετίας του ’90 όταν η ΔΕΗ και οι εργαζόμενοι στις αστικές συγκοινωνίες είχαν παραλύσει τη χώρα.
Αντιθέτως με τη διακυβέρνηση της περιόδου του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη η περίοδος διακυβέρνησης του Κυριάκου εμφανίζει στοιχεία που αποσκοπούν στην εξασφάλιση της όσο το δυνατόν μεγαλύτερης συναίνεσης.
Δυστυχώς για τη χώρα όσοι επιζητούν μεταρρυθμίσεις και ριζική αναδιάταξη της οικονομίας με λιγότερο κράτος και ισχυρό ιδιωτικό τομέα είναι μειοψηφία.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη προσπαθεί να μειώσει τους φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές χωρίς αντίστοιχες μειώσεις στις κρατικές και συνταξιοδοτικές δαπάνες. Αυτό στην αρχή δημιουργεί μόνο ευχαριστημένους πολίτες. Αν υπήρχε μια περίπτωση να μην δημιουργηθούν ελλείμματα θα ήταν αν ακολουθούσαν επενδύσεις και επιθετικοί ρυθμοί ανάπτυξης.
Τούτο όμως μέχρι στιγμής μοιάζει απίθανο...
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη στον πρώτο χρόνο προσπάθησε να προωθήσει μεταρρυθμίσεις που συγκεντρώνουν την αποδοχή της ευρείας πλειοψηφίας και δεν δημιουργούν συγκρούσεις με μεγάλες κοινωνικές κατηγορίες. Προσπαθεί να δημιουργήσει το ψηφιακό κράτος, να μεταρρυθμίσει την παιδεία, να επαναφέρει την αίσθηση της ασφάλειας και της δημόσιας τάξης.
Το στρατηγικό σχέδιο που διαφαίνεται πίσω από αυτές τις κινήσεις είναι η περιφερειακή άλωση του λαϊκίστικου μετώπου της οπισθοδρόμησης, με πιθανό στόχο τη μακροπρόθεσμη αλλαγή των συσχετισμών στην κοινωνία.
Δεν ιδιωτικοποιείται η ΔΕΗ αλλά σπάει σε μικρότερα κομμάτια όπως οι θυγατρικές των δικτύων τα οποία ιδιωτικοποιούνται. Με τους ιδιώτες να έχουν κάθε χρόνο και μεγαλύτερο μερίδιο στην παραγωγή και εμπορία ηλεκτρικής ενέργειας και τη ΔΕΗ να συρρικνώνεται το "βαθύ" κράτος της ΓΕΝΟΠ αποτελεί σκιά της ισχύος του παρελθόντος. Το ίδιο έγινε με την ΟΜΕ-ΟΤΕ και άλλες κραταιές "παρακρατικές" συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Ο κίνδυνος αυτής της στρατηγικής είναι η εκτόνωση και η απονεύρωση της διάθεσης για μεταρρυθμίσεις με αποτέλεσμα την αφομοίωση και το τέλμα... Από την άλλη πλευρά και η κατά μέτωπο σύγκρουση όποτε επελέγη απέτυχε.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια