Γερουσιαστές και ακαδημαϊκοί, εν ενεργεία κυβερνητικοί αξιωματούχοι, πρώην διπλωμάτες, στρατιωτικοί και επικεφαλής -υποτίθεται ανεξάρτητων- ερευνητικών κέντρων επιμένουν, από τις ΗΠΑ όπου βρίσκονται, να βαφτίζουν το κρέας ψάρι και τον Ερντογάν… αξιόπιστο σύμμαχο
Ακόμη και τώρα, έπειτα από όσα - κατά συρροή επεισοδιακά – έχουν προηγηθεί τα τελευταία περίπου… 60 χρόνια, παρά τις απανωτές διαψεύσεις (προσδοκιών) και τις αρνήσεις (συνεργασίας), παρά τα πισώπλατα μαχαιρώματα, τις αυθαίρετες διώξεις-ομηρείες σε βάρος συνολικά δεκάδων Αμερικανών πολιτών και την άφθονη αντιδυτική λάσπη, υπάρχουν κύκλοι στην Ουάσιγκτον που επιμένουν να επενδύουν στο αφήγημα μιας «στρατηγικά πολύτιμης» και «απαραίτητης για τα δυτικά συμφέροντα» Τουρκίας, μιας Τουρκίας που θα πρέπει να κρατηθεί ικανοποιημένη… με κάθε κόστος.
Τουρκία και ΗΠΑ «δεν μοιράζονται κοινά συμφέροντα ή αξίες», έγραφε στον αντίποδα ο Στίβεν Κουκ, senior fellow (ανώτερος επιστημονικός συνεργάτης) του αμερικανικού Council on Foreign Relations, πίσω στα τέλη του 2018, στον απόηχο τότε της απελευθέρωσης του Αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον, περιγράφοντας την Τουρκία ως δύναμη «ανταγωνιστική» στις ΗΠΑ και τους Τούρκους ηγέτες ως πολιτικούς που «απεχθάνονται την αμερικανική ηγεμονία».
Αρχές Μαρτίου του 2003, με το ισλαμοσυντηρητικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) τότε ακόμη «φρέσκο» στην εξουσία της γείτονος, η τουρκική βουλή αποφασίζει να μην επιτρέψει στους Αμερικανούς να χρησιμοποιήσουν το τουρκικό έδαφος ως «βάση» διέλευσης για τις επικείμενες στρατιωτικές επιχειρήσεις τους ενάντια στο Ιράκ. Το τουρκικό «όχι» φέρεται να «προκαλεί σοκ» στην κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους του νεότερου, όχι μόνο επειδή η Τουρκία τυγχάνει σύμμαχος των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ αλλά και επειδή, όπως διαρρέεται, η ηγεσία του AKP φέρεται να τα είχε προηγουμένως συμφωνήσει παρασκηνιακά με την Ουάσιγκτον, προσδοκώντας μάλιστα και κάμποσα… δισεκατομμύρια δολάρια από τις ΗΠΑ ως αντάλλαγμα για τη χρήση του τουρκικού εδάφους από τα αμερικανικά στρατεύματα.
Αντιαμερικανισμός και προβοκάτσιες
Κρίνοντας εκ των υστέρων, με δεδομένο πια το φιάσκο της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ, η άρνηση εκείνη των Τούρκων μπορεί να μοιάζει σε έναν βαθμό… δικαιωμένη, αν και υποκριτική. Υποκριτική γιατί η Τουρκία από τη μία πλευρά «έριχνε πόρτα» στους Αμερικανούς ενώ από την άλλη «άνοιγε την πόρτα» στα δικά της τουρκικά στρατεύματα για να εισβάλουν στο Βόρειο Ιράκ. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός παραμένει: όταν οι Αμερικανοί την χρειάστηκαν το 2003, η Άγκυρα τους γύρισε την πλάτη.
Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 2003, Τούρκοι στρατιώτες συλλαμβάνονται από τις δυνάμεις των ΗΠΑ στο Βόρειο Ιράκ έχοντας στην κατοχή τους όπλα, χειροβομβίδες, εκρηκτικά και χάρτες του Κιρκούκ με κυκλωμένα μάλιστα πάνω στους χάρτες σημεία κοντά στο κτήριο του τοπικού κυβερνείου. Οι Τούρκοι θα απελευθερωθούν έπειτα από περίπου τρεις ημέρες, έχοντας όμως προηγουμένως περάσει από ανάκριση ωσάν… εχθροί. Οι «κακές γλώσσες» λένε ότι αποστολή των Τούρκων ενόπλων που συνελήφθησαν ήταν να προκαλέσουν… χάος στην περιοχή, δολοφονώντας τον νεοεκλεγέντα κυβερνήτη… για να δώσουν έτσι την αφορμή στην τουρκική κυβέρνηση να επέμβει με πρόσχημα την αποκατάσταση της τάξης.
Ακριβώς δέκα χρόνια μετά, το 2013, το ισλαμοσυντηρητικό τουρκικό κατεστημένο βρίσκεται, συνεπικουρούμενο από τους εθνικιστές, να αναζητά στην άλλη άκρη του Ατλαντικού τους «υποκινητές» πίσω από το αντικυβερνητικό Κίνημα του Γκεζί και τις αποκαλύψεις για τα σκάνδαλα της οικογένειας Ερντογάν. Η πλευρά Ερντογάν θα φτάσει μάλιστα στο σημείο να φωτογραφίσει ως πιθανό «προβοκάτορα» ακόμη και τον τότε πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Άγκυρα, Φράνσις Ρικιαρντόνε.
Το καλοκαίρι του 2016 ο τουρκικός αντιαμερικανισμός πραγματοποιεί δυναμική επιστροφή στο προσκήνιο, με αφορμή την απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου, μια απόπειρα την οποία στελέχη της τουρκικής κυβέρνησης σπεύδουν να «χρεώσουν» στις ΗΠΑ.
Αυθαίρετες διώξεις και ομηρείες
Σε αυτό το πλαίσιο, τον Οκτώβριο του 2016, η Τουρκία στέλνει στη φυλακή ως «τρομοκράτη» έναν Αμερικανό πάστορα ονόματι Άντριου Μπράνσον. Ο ίδιος ο Ερντογάν θα καλέσει στην πορεία τους Αμερικανούς να «ανταλλάξουν» τον Μπράνσον με τον εξόριστο στις ΗΠΑ Τούρκο ιμάμη Φετουλάχ Γκιούλεν, επιβεβαιώνοντας έτσι ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για μια υπόθεση ομηρίας με εκβιαστική πολιτική στόχευση. «Έχετε έναν Τούρκο πάστορα στα χέρια σας. Εμείς έχουμε τον δικό σας πάστορα. Ας τους ανταλλάξουμε», θα πει ο Ερντογάν… ανοιχτά. Ο Μπράνσον τελικώς θα απελευθερωθεί τον Οκτώβριο του 2018, έπειτα από δύο χρόνια. Εν τω μεταξύ οι ΗΠΑ θα έχουν επιβάλει κυρώσεις για τη συγκεκριμένη υπόθεση στην Τουρκία αλλά και σε εν ενεργεία Τούρκους υπουργούς ειδικότερα (όπως ήταν οι Δικαιοσύνης Αμπντουλχαμίτ Γκιουλ και Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού), πράγμα που είχαν να κάνουν από τη δεκαετία του 1970. Η περίπτωσή του Μπράνσον, ωστόσο, είναι μόνο μία μεταξύ πολλών.
Ο επίσης Αμερικανός Σερκάν Γκιολγκέ θα περάσει σχεδόν τρία χρόνια στις τουρκικές φυλακές, από το 2016 έως και το 2019, κατηγορούμενος και εκείνος ως «τρομοκράτης». Ο λόγος για έναν άνθρωπο, πατέρα δύο παιδιών, που εργαζόταν ως επιστήμονας στη NASA στις ΗΠΑ, προτού συλληφθεί ως «τρομοκράτης» κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών του διακοπών στην Τουρκία.
Όσο για τον Μετίν Τοπούζ, τον Τούρκο εργαζόμενο στο προξενείο των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη που βρίσκεται προφυλακισμένος στην Τουρκία ήδη από το 2017, εκείνος καταδικάστηκε μόλις πριν από ολίγες ημέρες σε φυλάκιση 8 ετών και 9 μηνών. Και να σκεφτεί κανείς ότι οι Μπράνσον, Γκιολγκέ και Τοπούζ είναι μόνο κάποιοι από τους συνολικά δεκάδες Αμερικανούς, Τουρκο-Αμερικανούς και Τούρκους υπαλλήλους αμερικανικών αποστολών που έχουν συλληφθεί τα τελευταία χρόνια στην Τουρκία ως «τρομοκράτες».
Αλλά και ευρύτερα, εάν ανατρέξει κανείς στις εξελίξεις των τελευταίων επεισοδιακών ετών, θα δει τους Τούρκους:
Να κάνουν μπίζνες με τη Ρωσία, σε πείσμα των αμερικανικών αντιδράσεων (βλέπε αγορά ρωσικών S-400).
Να συμπρωταγωνιστούν σε δίκτυα που παραβιάζουν τις αμερικανικές κυρώσεις σε βάρος του Ιράν (βλέπε υποθέσεις Halkbank και Μεχμέτ Χακάν Ατίλα), υπονομεύοντας έτσι συνολικά την πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Τεχεράνη. «Το Ιράν και η Τουρκία συντονίζουν ολοένα και περισσότερο τις πολιτικές τους στη Μέση Ανατολή καθώς συνεργάζονται σε πολλά θέματα», γράφει ο Σεθ Φράντζμαν στην Jerusalem Post.
Να ξυλοκοπούν ειρηνικούς Αμερικανούς πολίτες έξω από την οικία του Τούρκου πρέσβη στην Ουάσιγκτον το 2017.
Να ενισχύουν τους δεσμούς τους με την Χαμάς.
Να αναβαθμίζουν τις προκλήσεις τους κατά των γειτόνων (Ελλάδας, Κύπρου) και να απειλούν να μετατρέψουν την Αγία Σοφία σε τέμενος, αψηφώντας τις επίσημες αμερικανικές ενστάσεις.
Να στηρίζουν τους τζιχαντιστές στη Συρία (την εποχή που η Δύση πολεμούσε ενάντια στους τζιχαντιστές).
Nα πολεμούν τους Κούρδους (την εποχή που η Δύση βασιζόταν στους Κούρδους για να ανακόψει την προέλαση των τζιχαντιστών).
Και να επιτίθενται κατά τρόπο δριμύ στα σχέδια της κυβέρνησης Τραμπ για τη Μέση Ανατολή, είτε πρόκειται για το ειρηνευτικό «όραμα» Peace to Prosperity, είτε για τη μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ.
Σημαντική σημείωση: Το παρόν κείμενο δεν εξετάζει το περιεχόμενο των αμερικανικών επιλογών παρά μόνο το γεγονός ότι η τουρκική ηγεσία έχει κατ’ επανάληψη βρεθεί απέναντι από τις ΗΠΑ σε σειρά ανοιχτών μετώπων.
Κι όμως, έπειτα από όλα αυτά, υπάρχουν ακόμη κύκλοι στις ΗΠΑ που επιμένουν να παρουσιάζουν την Τουρκία ως «πολύτιμη», όπως προκύπτει άλλωστε και μέσα από το πλούσιο σε αποκαλύψεις βιβλίο του πρώην Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου, Τζον Μπόλτον, που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τον τίτλο «The Room Where It Happened». Το ότι οι αποκαλύψεις του Μπόλτον έχουν ενοχλήσει την τουρκική πλευρά είναι σαφές. Για του λόγου το αληθές, αρκεί μια ματιά στα όχι ένα, ούτε δύο αλλά… οχτώ tweets μέσα από τα οποία ο διευθυντής Επικοινωνίας του Ερντογάν, Φαχρετίν Αλτούν, επιχείρησε στις 24 Ιουνίου να αποδομήσει το βιβλίο του Μπόλτον ως «παραπλανητικό και μονόπλευρο».
Recent publication of a book authored by a high-level former U.S. official includes misleading, one-sided and manipulative presentations of our leader President Erdogan’s conversations with the US President Donald Trump.— Fahrettin Altun (@fahrettinaltun) June 24, 2020
Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ παρουσιάζεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου να κάνει όλα τα χατίρια του Ερντογάν: γλιτώνοντας την Τουρκία από τις επαπειλούμενες αμερικανικές κυρώσεις (για την αγορά των ρωσικών S-400) και παρεμβαίνοντας στο έργο της αμερικανικής δικαιοσύνης υπέρ της τουρκικής τράπεζας Halkbank που διώκεται στις ΗΠΑ επειδή παραβίασε τις αμερικανικές κυρώσεις κατά του Ιράν. Άλλοι Αμερικανοί αξιωματούχοι, όπως ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ για τη Συρία, Τζέιμς Τζέφρι, εμφανίζονται επίσης να προωθούν τις τουρκικές θέσεις στην Ουάσιγκτον, διακινώντας για παράδειγμα χάρτες με τη βορειοανατολική Συρία «κομμένη και ραμμένη» στα μέτρα των τουρκικών δυνάμεων κατοχής.
Ποιοι είναι, όμως, οι μεγαλύτεροι φίλοι της Τουρκίας σήμερα στην Ουάσιγκτον;
Γκλεν Χάουαρντ: Ο πρόεδρος του αμερικανικού ερευνητικού κέντρου Jamestown Foundation έχει υποστηρίξει, μεταξύ άλλων, ότι «η επιμονή της Τουρκίας να αποκτήσει ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή». Στις 19 Ιουνίου ο ίδιος εμφανίστηκε στοv κρατικό τουρκικό τηλεοπτικό σταθμό TRT World υποστηρίζοντας ότι η Τουρκία «κάνει το σωστό» στο μέτωπο της Λιβύης την οποία και «βοηθά» («Turkey is doing the right thing and helping Libya»). Σημειωτέον ότι ο Γκλεν Χάουαρντ, ο οποίος έχει πάρει μέρος και σε εκδηλώσεις της τουρκικής ΜΚΟ Turkish Heritage Organization προωθώντας την αμερικανοτουρκική φιλία, είχε εργαστεί παλαιότερα και στο πλευρό του ακαδημαϊκού και πάλαι ποτέ Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι. Για την ιστορία, ήταν ο Μπρεζίνσκι που πίσω στα τέλη της δεκαετίας του 1990, μέσα από το βιβλίο του με τον τίτλο «Η Μεγάλη Σκακιέρα», είχε εξάρει τον ρόλο της Τουρκίας όχι μόνο ως «γεωστρατηγικού παίκτη» αλλά και ως «γεωπολιτικού άξονα».
Τζέιμς Τζέφρι: Άλλοτε πρέσβης των ΗΠΑ στην Τουρκία (την περίοδο 2008-2010) και νυν (από το 2018) ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ για τη Συρία, ο 74χρονος Τζέιμς Τζέφρι φέρεται να ξεχωρίζει ως ένας από τους μεγαλύτερους φίλους της Τουρκίας στην Ουάσιγκτον. Κι όχι μόνο της Τουρκίας γενικώς αλλά και ειδικώς του κυβερνώντος ισλαμοσυντηρητικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Ρίτσαρντ Ούτζεν: Ανώτερο στέλεχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, με μακρά θητεία στη Μέση Ανατολή (είχε περάσει και από το Γραφείο Αμυντικής Συνεργασίας των ΗΠΑ στην Άγκυρα ODC-T,) ο Ρίτσαρντ Ούτζεν εμφανίζεται να είναι φίλα προσκείμενος στο καθεστώς Ερντογάν. Λέγεται, μάλιστα, πως πίσω στην Τουρκία εκείνος είναι γνωστός και με το παρατσούκλι «μπατζανάκης» ή «Αμερικανός μπατζανάκης» καθώς τυγχάνει παντρεμένος με Τουρκάλα ο πατέρας της οποίας μάλιστα προέρχεται από τα σώματα ασφαλείας.
Λίντσεϊ Γκράχαμ: Ο 65χρονος Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής από τη Νότια Καρολίνα πήρε μέρος στις 24 Ιουνίου σε webinar διοργανωθέν από το τουρκικό λόμπι Turkey-U.S. Business Council – TAİK, με τον τίτλο «Ώρα για τους συμμάχους να είναι σύμμαχοι: Η τουρκοαμερικανική παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα», προβάλλοντας την ιδέα ότι η Τουρκία θα μπορούσε να αντικαταστήσει την Κίνα ως εμπορική και εφοδιαστική επιλογή για τις ΗΠΑ στη μετά-την-πανδημία-του-κορονοϊού εποχή, ή τουλάχιστον να περιορίσει την εξάρτηση των ΗΠΑ από το Πεκίνο. Λέγεται πως το Turkey-U.S. Business Council είχε προσεγγίσει τον Γκράχαμ και στο πρόσφατο παρελθόν, μέσω της εταιρείας Mercury Public Affairs, με την ιδέα η Τουρκία να αρχίσει να λειτουργεί ως «πύλη» για την προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων στην Αφρική. Σημειωτέον ότι από τη Mercury, μια εταιρεία παροχής υπηρεσιών lobbying που είχε βρεθεί στο μισθολόγιο της τουρκικής κυβέρνησης, έχει περάσει ως λομπίστας και ο πάλαι ποτέ συνεργάτης του Ντόναλντ Τραμπ, Μπράιαν Λάνζα. Όσο για τον Λίντσεϊ Γκράχαμ, εκείνος προ μηνών χαρακτήριζε την Τουρκία «πολύ σημαντική σύμμαχο» ενώ παράλληλα προωθούσε και μια σειρά από τουρκικά αιτήματα όπως είναι για παράδειγμα η επανεισδοχή της Τουρκίας στο πρόγραμμα συμπαραγωγής των F-35 και η αποφυγή επιβολής επιπλέον αμερικανικών κυρώσεων για τους S-400.
Ντέιβιντ Βίτερ: Πρώην βουλευτής και γερουσιαστής με το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων, ο 59χρονος Ντέιβιντ Βίτερ από τη Λουιζιάνα ήταν ο συντονιστής στο webinar που διοργάνωσε το Turkey-U.S. Business Council - TAİK στις 24 Ιουνίου για την ενίσχυση των αμερικανοτουρκικών δεσμών με ομιλητή τον Λίντσεϊ Γκράχαμ. Μέσα από ένα παρόμοιου τύπου webinar του Turkish Heritage Organization τον περασμένο Μάιο, υπενθυμίζεται πως ο απόστρατος Αμερικανός ναύαρχος Τζέιμς Σταυρίδης είχε και εκείνος πλέξει το εγκώμιο της Τουρκίας. Το όνομα του Βίτερ έχει όμως συνδεθεί και με την προσπάθεια μιας αμερικανικής εταιρείας, της Louisiana Natural Gas Exports Inc., να κάνει μπίζνες με την τουρκική κυβέρνηση στον χώρο του υγροποιημένου φυσικού αερίου.
Μάθιου Μπράιζα: Ο πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στο Αζερμπαϊτζάν και άλλοτε (όπως φημολογείται) προστατευόμενος της πρώην υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Κοντολίζα Ράις, είχε προκαλέσει αίσθηση τον Αύγουστο του 2018, όταν είχε υποστηρίξει, τότε μέσα από τις σελίδες της Washington Post, ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να χάσουν την Τουρκία». Τακτικός ομιλητής στις τηλεοπτικές εκπομπές τόσο του TRT World όσο και του Turkish Heritage Organization, ο Μάθιου Μπράιζα έχει όμως βρεθεί παράλληλα και στα διοικητικά συμβούλια τουρκικών εταιρειών όπως είναι για παράδειγμα η Turcas Petrol και η Lamor Turkey. Ο ίδιος έχει περάσει επίσης τόσο από το Jamestown Foundation του Γκλεν Χάουαρντ αλλά και τη γνωστή αμερικανική δεξαμενή σκέψης του Atlantic Council.
Kαι ο «ύποπτος» ρόλος του Atlantic Council
Φρέντερικ Κεμπ: Πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Atlantic Council, ο Φρεντ Κεμπ έχει εμφανιστεί κατά καιρούς να προωθεί την Τουρκία ως χώρα «πολύτιμη» για τις ΗΠΑ. Η τουρκική έκδοση του βιβλίου του με τον τίτλο «Berlin 1961» κυκλοφόρησε στη γείτονα με τη συνδρομή τουρκικών εταιρειών όπως είναι η Doğan Egmont και η Çalık Holding (διευθύνων σύμβουλος της οποίας είχε διατελέσει άλλοτε και ο γαμπρός του Ερντογάν και νυν υπουργός Οικονομικών της Τουρκίας, Μπεράτ Αλμπαϊράκ). Η Çalık Holding ξεχωρίζει, όμως, και ως ένας από τους πολλούς εκ Τουρκίας ορμώμενους σπόνσορες του Atlantic Council. Μεταξύ αυτών βρίσκει κανείς και άλλες τουρκικές εταιρείες: για παράδειγμα την κρατική Τουρκική Εταιρεία Πετρελαίου (TPAO) που δρα ωσάν σύγχρονος πειρατής στην Ανατολική Μεσόγειο, την Halkbank κ.ά. Μόνο τους τελευταίους δυόμιση μήνες, το Atlantic Council έχει διοργανώσει online εκδηλώσεις με κεντρικούς ομιλητές τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου (στις 14 Απριλίου), τον Τούρκο προεδρικό εκπρόσωπο Ιμπραχίμ Καλίν (στις 30 Απριλίου), και τον Τούρκο αντιπρόεδρο Φουάτ Οκτάι (στις 29 Μαΐου).
Εντύπωση προκαλεί ωστόσο και η… ζέση με την οποία το Atlantic Council έχει – μέσα από ένα μπαράζ δημοσιευμάτων – ασκήσει κριτική στην Αίγυπτο του Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι για όσα λαμβάνουν χώρα στη Λιβύη (δημοσιεύματα 1, 2, 3), αφήνοντας παράλληλα στο απυρόβλητο τις επεκτατικές κινήσεις της Τουρκίας.
Η Τουρκία έχει, όμως, και άλλους «φίλους» σήμερα στην Ουάσιγκτον, φίλους υψηλά ιστάμενους, όπως έχει άλλωστε σημειώσει ο γράφων και σε παλαιότερα άρθρα του για το Εθνος, τον Νοέμβριο («Τραμπ - Ερντογάν: Τα μυστικά ραντεβού και οι τέσσερις άνθρωποι που τους ενώνουν») και τον Οκτώβριο του 2019 («Αυτοί είναι οι σημαντικότεροι φίλοι της Τουρκίας σήμερα στην Ουάσιγκτον»).
Μεταξύ αυτών, ξεχωρίζουν ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ (που έχει δηλώσει άλλωστε «μεγάλος οπαδός» του Ερντογάν) και ο γαμπρός του, Τζάρεντ Κούσνερ (που διατηρεί ανοιχτούς διαύλους με τον γαμπρό του Ερντογάν, Μπεράτ Αλμπαϊράκ), ο πρώην Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Τραμπ, Μάικλ Φλιν (που παρουσίαζε το καθεστώς Ερντογάν ως «πηγή σταθερότητας» λειτουργώντας ο ίδιος ως έμμισθος υπάλληλος του τουρκικού λόμπι), ο λομπίστας Μπράιαν Μπάλαρντ, ο προσωπικός δικηγόρος του Τραμπ Ρούντι Τζουλιάνι κ.ά.
«Ο πρόεδρος Τραμπ μας έχει ακούσει πολύ περισσότερο από κάποιες από τις προηγούμενες (σ.σ. αμερικανικές) κυβερνήσεις», θα σημείωνε από την πλευρά του ο διευθυντής Επικοινωνίας του Ερντογάν, Φαχρετίν Αλτούν, στις 24 Ιουνίου...
Γιώργος Σκαφιδάς
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια