Ζούμε χρόνια πυκνότατων ιστορικών συμβολισμών: Αυτές τις μέρες γιορτάζουμε την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και το ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου. Σε δυο, μόλις χρόνια, θα κληθούμε να γιορτάσουμε τα 200 χρόνια από την κήρυξη της Εθνεγερσίας του 1821. Την επόμενη χρονιά, το 2022, κλείνουμε 100 χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή, όταν η «Μεγάλη Ιδέα» της χειραφέτησης του συνόλου Ελληνισμού, ενταφιάστηκε τραγικά οδηγώντας στην απώλεια του ενός απ’ τους δυο μας πνεύμονες –του Ανατολικού– που έδινε πνοή στον ελληνικό Πολιτισμό ήδη από την αυγή της αρχαιότητας.
Και δυστυχώς είναι το παρόν που αναδεικνύει τη σημασία αυτών των ιστορικών συμβολισμών: Ο Ελληνισμός του 21ου αιώνα, μετά από μια 10ετία σαρωτικής κρίσης που οδήγησε στην δραστική κοινωνική, οικονομική, και δημογραφική αποδυνάμωση του Ελλαδικού και Κυπριακού κράτους, βιώνει αυτή την περίοδο την γεωπολιτική μετεξέλιξη της κρίσης.
Όλοι έχουμε κατανοήσει ότι βρισκόμαστε ενώπιον υπαρξιακών προκλήσεων. Έχει φροντίσει γι’ αυτό ο Ταγίπ Ερντογάν με τις καθημερινές απειλές για την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λοζάνης, την Κυπριακή ΑΟΖ, τις προκλήσεις στο Αιγαίο, και βέβαια, τον τρόπο που μεταχειρίζεται τις μεταναστευτικές ροές με ανοιχτό πλέον στόχο την αλλοίωση του πληθυσμού της Ελλάδας, αλλά και τον εκβιασμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η μεθοδικότητα της πολιτικής του έχει τρομάξει σύσσωμη την πολιτική ηγεσία του ελληνισμού, που χαμένη μέσα σε έναν τυφλό κοσμοπολιτισμό, γαλουχημένη στα Αμερικάνικα κολέγια και τα πανεπιστημιακά ιδρύματα του εξωτερικού, δεν διαθέτει καν την συγκρότηση για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που τίθενται από την ίδια την γεωπολιτική θέση της χώρας. Ακόμα, έχει σαστίσει και όλους τους Ευρωπαίους ηγέτες, με την αμηχανία τους να γίνεται φανερή σε κάθε επεισόδιο των εκβιασμών που τους απευθύνει ο Τούρκος πρόεδρος.
Το «σχέδιο» του νέο-οθωμανισμού είναι ξεκάθαρο: Οι ιθύνοντες του καθεστώτος συνέλαβαν την παγκοσμιοποίηση με «τουρκικούς όρους». Έσπευσαν να εκμεταλλευτούν φαινόμενα που συνδέονται άρρηκτα μαζί της, την απομείωση της ισχύος των εθνικών κρατών, την μετανάστευση, ακόμα, την ανάδυση ενός πολυπολικού κόσμου και το συνακόλουθο «κενό ελέγχου» που αυτή προκάλεσε στις ζώνες υψηλής έντασης του πλανήτη, όπως είναι τα Βαλκάνια, η Μέση Ανατολή, η Βόρειος Αφρική και η Κεντρική Ασία, για να υλοποιήσουν το δικό τους αυτοκρατορικό όνειρο: Την επαναφορά της Τουρκίας στις περιοχές που άλλοτε όριζε ή επηρέαζε αποφασιστικά η Οθωμανική Αυτοκρατορία, με τους όρους του 21ου αιώνα βέβαια, δηλαδή την εγκαθίδρυση σφαιρών πολιτικής, οικονομικής, στρατιωτικής, αλλά και πολιτιστικής/δημογραφικής επιρροής. Με αυτό το εγχείρημα, ο Ερντογάν αποσκοπεί να επαναφέρει την χώρα του στο στάτους της παγκόσμιας δύναμης που απολάμβανε η Οθωμανική Αυτοκρατορία όταν είχε φτάσει στις πύλες της Βιέννης – το απώτατο όριο της επέκτασής του προς τη Δύση, το οποίο αρέσκεται συχνά να αναφέρει.
Απολύτως χαρακτηριστικά τα όσα συνέβησαν με την τουρκική εισβολή στη Βόρεια Συρία. Ο πολυπολικός κόσμος συνεπάγεται την αλλαγή των συσχετισμών που είχαν εγκαθιδρύσει οι Μεγάλες Δυνάμεις στη Μέση Ανατολή, γεγονός που σφραγίζεται από την εγκατάλειψη της πολιτικής άμεσων επεμβάσεων από τις ΗΠΑ και την στροφή στην «πολιτική δι’ αντιπροσώπων». Σε αυτά τα πλαίσια ο Ερντογάν αναδεικνύεται σε προνομιακό συνομιλητή επί του Συριακού για όλους τους πόλους ισχύος: κατ’ εξοχήν τους Ρώσους και τους Αμερικάνους. Αρχικώς, αποπειράθηκε ο ίδιος την αποδόμηση της Συρίας, με την ανοιχτή στήριξη και χρηματοδότηση του Ισλαμικού Κράτους. Εν συνεχεία –μετά την ματαίωση αυτού του εγχειρήματος– θα ανακρούσει πρύμναν και θα καταστεί, σε συμμαχία με τη Ρωσία και εμμέσως με τον άξονα Ρωσίας-Άσαντ-Ιράν, και μετέπειτα σε συνεννόηση με τις ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ, ρυθμιστής των εξελίξεων στην περιοχή.
Προφανώς, επιδιώκει να αποτρέψει την ίδρυση ενός κουρδικού κράτους στον Συριακό Βορρά, ή ακόμα και την κατάκτηση διευρυμένης αυτονομίας από τους Κούρδους, εξελίξεις που θα πυροδοτούσαν έναν νέο κύκλο αφύπνισης του κουρδικού κινήματος και στην Τουρκία: Γιατί το κουρδικό αποτελεί σήμερα το σημαντικότερο πρόβλημα που τον εξαναγκάζει σε εσωστρέφεια, απομακρύνοντάς τον από την ταχύτερη προώθηση της αυτοκρατορικής του πολιτικής.
Εφ όσον το λύσει, θα στραφεί –ήδη στρέφεται– προς τα ζητήματα εκείνα που εμποδίζουν την Ανατολική Μεσόγειο να καταστεί ‘τουρκική θάλασσα’, όπως επαναλαμβάνει διαρκώς, δηλαδή το Κυπριακό και το ζήτημα του Αιγαίου.
Υπάρχει βέβαια και το ζήτημα της Θράκης, και συνακόλουθα, όλης της Βόρειας Ελλάδας, που τον εμποδίσει να αναλάβει ενεργητικότερη βαλκανική πολιτική.
Ο Ελληνισμός, επομένως, βρίσκεται άμεσα στο στόχαστρό του. Και το πιο επικίνδυνο δεν είναι τι επιδιώκει αυτός, αλλά ότι εμείς είμαστε εγκλωβισμένοι σε μια πολιτική διαρκών παραχωρήσεων και κατευνασμού, που εδώ και τρεις δεκαετίες έχει καταστεί «δεύτερη φύση» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, πράγμα που συνεπάγεται –για να μην κοροϊδευόμαστε– εγκατάλειψη κάθε αποτρεπτικής, διπλωματικά και στρατιωτικά, προσπάθειας της Ελλάδας. Και αυτό αποτελεί τον κανόνα, για τις αντιλήψεις όχι μόνο των εκάστοτε Υπουργών, αλλά και πολλών Ιδρυμάτων και Πανεπιστημιακών Σχολών που ιδρύθηκαν υποτίθεται για να υποστηρίξουν με το επιστημονικό τους βάθος την εθνική στρατηγική της χώρας καθώς και μεγάλου μέρους των ΜΜΕ. Πέρα από την άσχημη θέση στην οποία βρίσκονται η ελληνική οικονομία και κοινωνία, το μεγάλο πρόβλημα έγκειται στο τι πραγματικά προτίθεται να κάνει η ηγεσία της, και το πόσο προετοιμασμένη είναι η ελληνική κοινωνία για τη ριζική αλλαγή του κλίματος εθνικής παραίτησης που κυριαρχεί από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 – δηλαδή του εθνομηδενισμού.
Η Ελλάδα από την θέση της διαθέτει σημαντικότατη γεωπολιτική αξία. Ωστόσο το να μην θέλει το ελληνικό κράτος να την υπερασπιστεί, «αρκεί» για να μεταβάλει αυτό το δώρο σε… κατάρα. Γιατί η διεθνής πολιτική απεχθάνεται το κενό, το οποίο σπεύδει να εκμεταλλευτεί η Τουρκία, με ολέθριες συνέπειες για την ίδια την ύπαρξη του Ελληνισμού στον 21ο αιώνα.
Προφανώς δε η έλλειψη ενεργητικής πολιτικής από την πλευρά της Ελλάδας κινδυνεύει να ακυρώσει ή να υποβαθμίσει και τις οποιεσδήποτε συμμαχίες και αντίθετα να μας αφήσει έκθετους και ουσιαστικά μόνους μπροστά στην τουρκική επιθετικότητα. Ήδη η στάση των Αμερικανών στη Συρία όχι μόνο αποδεικνύει το πόσο σχετική σημασία έχει η αμερικανική «κάλυψη», αλλά οδηγεί σε δεύτερες σκέψεις το Ισραήλ, που αρχίζει να «ξανασκέφτεται» την πολιτική της αντιπαράθεσης με την Τουρκία και τη συμμαχία με Ελλάδα και Κύπρο.
Εάν οι Έλληνες δεν κατανοήσουν άμεσα πως βρίσκονται εν κινδύνω και δεν αναθεωρήσουν τη συνολική τους στρατηγική, επικεντρώνοντας στην εθνική επιβίωση, δεν θα έχουν καμία τύχη. Και μπροστά σε αυτή την πρόκληση, πρέπει να κινητοποιήσουμε και τους ιστορικούς συμβολισμούς: Χρειαζόμαστε ένα νέο «1909», που σε συνθήκες ομοψυχίας ανέλαβε να απαντήσει στην καταστροφής του 1897, προωθώντας ένα ευρύ πρόγραμμα εθνικού και αμυντικού εκσυγχρονισμού, και οδηγώντας στους νικηφόρους βαλκανικούς πολέμους του 1912. Και προφανώς το μήνυμα της 28ης Οκτωβρίου, όταν ταπεινώσαμε την ιταλική «υπερδύναμη», πρέπει να σταλεί ακέραιο στην επεκτατική νέο-οθωμανική Τουρκία.
Υ.Γ. Την Τρίτη 29/10/2019, 7.30 μ.μ. , θα πραγματοποιηθεί από το Κίνημα Άρδην εκδήλωση στο Πολιτικό Κέντρο Αλέξανδρος (Εθνικής Αμύνης 1) για τον Τουρκικό Επεκτατισμό και το μέλλον του Ελληνισμού, με ομιλητές τους: Γ. Καραμπελιά, Β. Καρακωστάνογλου (πρόεδρο του Περιφερειακού Συμβουλίου Κεντρικής Μακεδονίας), Η. Κουσκουβέλη (καθηγητή Διεθνών Σχέσεων, πρ. Πρύτανη Πα.Μα.Κ,) και Γ. Ρακκά (πολιτικό επιστήμονα).
* Συγγραφέας – εκδότης και δημοτικός σύμβουλος Αθήνας.
Απο την εφημερίδα “Μακεδονία” 26.10.19
** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια