Του Δημήτρη Τσαϊλά *
Καθώς ο κόσμος μετατοπίζεται προς μια περίοδο νέων γεωπολιτικών ανταγωνισμών, τα Βαλκάνια δείχνουν ότι δεν προσαρμόζονται. Τόσο οι κυβερνήσεις όσο και τα θεσμικά όργανα που τις υπηρετούν, αναγνωρίζουν ότι οι συνθήκες αλλάζουν, και ότι η πολυμερής προσέγγιση πρέπει να αλλάξει επίσης, αλλά μέχρι στιγμής παρά τις όποιες συμφωνίες, δεν γνωρίζουμε ποιά πορεία να ακολουθήσουνε. Πιστεύω ότι στόχος πρέπει να είναι η βοήθεια στις κυβερνήσεις να χαρτογραφήσουν ένα μονοπάτι ασφαλείας και αυτό δεν περνά μόνο μέσα από την ΕΕ ή το ΝΑΤΟ. Όσο για τους διεθνείς θεσμούς, ΕΕ και ΝΑΤΟ απαιτείται να εξισορροπήσουν την προσαρμογή στην πραγματικότητα της ισχύος με τη διατήρηση της ικανότητας του τρέχοντος συστήματος να κινητοποιεί συλλογική δράση και να στηρίξουν τις ζωτικές βασικές αξίες των κρατών.
Σαφώς, έργο όλων μας είναι να «διατηρηθεί η ειρήνη και η ασφάλεια». Όμως η διατήρηση της ειρήνης απαιτεί από όλες τις κυβερνήσεις να λάβουν αποτελεσματικά μέτρα για την πρόληψη και την άρση των απειλών αλλά κυρίως να δράσουν προς την καταστολή εθνικιστικών και αλυτρωτικών τάσεων καθώς και παραβιάσεων των συμφωνιών. Η ατζέντα για την πρόληψη φαίνεται να είναι κοινώς αναγνωρισμένη από την απαίτηση να καταστείλουν τις παραβιάσεις της ειρήνης. Όμως παρά τις όποιες θερμές διπλωματικές δηλώσεις των επικεφαλής της διπλωματίας για επίτευξη συμφωνιών, μάλλον μετά από πολύ σύντομο χρονικό διάστημα φαίνεται μια αναζωπύρωση των εντάσεων και μάλιστα μεγάλης ισχύος.
Αυτός ο ανανεωμένος ανταγωνισμός μεγάλης ισχύος, στην περιοχή των Βαλκανίων αντικαθιστά ταχέως τη συνεργασία που επιτεύχθηκε μετά τον ψυχρό πόλεμο ως το κυρίαρχο πλαίσιο στις διεθνείς υποθέσεις ασφαλείας. Αυτό δεν σημαίνει ακόμα ότι είμαστε κλειδωμένοι σε έναν νέο ψυχρό πόλεμο ή σε έναν συστηματικό ανταγωνισμό. Ωστόσο, η προοπτική της σύγκρουσης των μεγάλων δυνάμεων για την επιρροή επανήλθε, παρακινούμενη από μια επικίνδυνη νέα δυναμική κλιμάκωσης. Ο χώρος και η εμπιστοσύνη στη διπλωματία διαβρώνεται, με τον εθνικισμό να αυξάνει τις εντάσεις. Ακόμη και χωρίς άμεσες συγκρούσεις, οι μεγάλες δυνάμεις απασχολούν όλο το διπλωματικό δυναμικό τους για την επιδίωξη στρατηγικών σκοπών. Τα Βαλκανικά κράτη,επαναδιαβεβαιώνουν τον αντίκτυπο της παγκοσμιοποίησης στην εθνική ασφάλεια, αναγνωρίζοντας την τρωτότητα στα δίκτυα πληροφοριών, στην οικονομική και αμυντική αλληλεξάρτηση, στις κοινές ενεργειακές υποδομές, και όλα μαζί καθίστανται πηγές πολιτικών εντάσεων.
Εξ αιτίας αυτών των περιγραφομένων εντάσεων, με τη συμφωνία των Πρεσπών δεν αναμένεται ναμειωθούν οιεθνοτικές και αλυτρωτικές προκλήσεις των Σκοπίων. Ο βασικός λόγος είναι ότι οι δημιουργοί της συμφωνίας, ερήμην του λαού προσπάθησαν να κάνουν μεγάλα πράγματα, αντί να προσεγγίσουν τις διαφορές βήμα-βήμα. Επιδίωξαν να διαχειριστούν ένα καυτό εθνικό πρόβλημα ονομασίας, μεταξύ Αθηνών-Σκοπίων, που υπέβοσκε μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και προέκυψε από την κατάρρευση της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Και οι νικητές της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, (Γερμανοί και Αμερικανοί), έθεσαν σε εφαρμογή τον μηχανισμό επιβολής των αποφάσεων στις Πρέσπες, τάχα για να εγγυηθούν τα εθνικά σύνορα του νεοσύστατου κράτους των Σκοπίων, με την είσοδό του στο ΝΑΤΟ και αργότερα, στη διευρυμένη ΕΕ. Τα μέλη της συμφωνίας δεσμεύθηκαν όχι μόνο να νικήσουν τη λαϊκή οργή αλλά και να εξουδετερώσουν κάθε απειλή ή κίνδυνο προέλθει από τη διαφωνία των κοινωνιών. Κάτι που μέχρι σήμερα δεν έχει καταφέρει κανείς και δεν είναι ορατό στο εγγύς μέλλον, να επιτύχει.
Τα αίτια πολλά. Πρόκειται για μια, ομολογουμένως, φιλόδοξη ατζέντα. Η ανάληψη μιας τέτοιας υπόσχεσης υπονοεί ότι οι υπογράφοντες απαιτείται να ξοδέψουν όσα διπλωματικά, οικονομικά και στρατιωτικά μέσα χρειαστούν για να το εκτελέσουν. Όμως για πόσο χρονικό διάστημα άραγε θα συμβαίνει αυτό;
Για να δούμε τι αναφέρει η Στρατηγική των Θουκυδίδη και Κλαούζεβιτς
Ο Θουκυδίδης, υποστηρίζει ότι για μια «κομματική επιθυμία» εξαπέλυσαν οι Αθηναίοι εκστρατεία για να εισβάλουν στη Σικελία κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ήταν προετοιμασμένοι να πληρώσουν το οποιοδήποτε τίμημα για να αποκτήσουν το νησί και τα πλούτη του. Και ξόδεψαν αφειδώς όλους τους διατιθεμένους πόρους, χάνοντας ολόκληρο τον εκστρατευτικό στρατό και το στόλο τους σε μια δράση εναντίον της πόλης-κράτους των Συρακουσών.Στη σημερινή εποχή οι αξιωματούχοι Αθηνών και Σκοπίων για τη δική τους «κομματική επιθυμία» εξάντλησαν την πολιτική τους υπεροχή.
Ο Κλαούζεβιτς, δηλώνει ότι η αξία του «πολιτικού σκοπού» δηλαδή του στόχου για τον οποίο μια κοινωνία αποφασίζει να αντιπαρατεθεί» πρέπει να καθορίσει τις θυσίες που πρέπει να γίνουν γι’ αυτήν την αντιπαράθεση τόσο σε διάθεση πόρων όσο και σε διάρκεια». Με άλλα λόγια, μια κοινωνία για να επιθυμεί να επιτύχει τους πολιτικούς στόχους της κυβέρνησης, πρέπει να είναι διατεθειμένη να πληρώσει γι’ αυτούς. Είναι σπάνιο φαινόμενο οι πολιτικοί ηγέτες να προβάλλουν μια δική τους επιθυμία ως πολιτικό τους σκοπό, όπως έκαναν οι ηγέτες των Αθηνών και Σκοπίων.
Ο Κλαούζεβιτς πάλι, περιγράφει στην περίφημη εξίσωση του, το «μέγεθος του κόστους» ως το ποσοστό με το οποίο οι ηγέτες δαπανούν τους διπλωματικούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς πόρους για τους πολιτικούς του σκοπούς, και τη «χρονική διάρκεια» δηλαδή πόσο καιρό θα προβαίνουμε σε δαπάνες. (Κόστος) χ (χρόνο) = η συνολική τιμή του διακυβεύματος.Εδώ λοιπόν είναι η παγίδα, αν ο σκοπός περιλαμβάνει την ανασύνταξη της Βαλκανικής τάξης, και αν οι νικητές θέλουν η νέα διάταξη να είναι μακράς διαρκείας, η διάρκεια της προσπάθειας είναι άπειρη εξ ορισμού. Άρα για να έχει νόημα η εξίσωση του Κλαούζεβιτς, οι διαπραγματευτές έπρεπε να θέσουν πολύ χαμηλότερους στόχους. Και θα έπρεπε να κρατήσουν το μέγεθος των δαπανών σε μέτρια κατάσταση. Τότε τα πράγματα μπορεί να λειτουργούσαν σε μακρύτερη διάρκεια και ίσως καλύτερα. Επειδή όμως ενήργησαν τελείως διαφορετικά, η συμφωνία μάλλον θα παραγκωνιστεί, όταν οι επόμενες ηγεσίες καταγγείλουν τη Συμφωνία των Πρεσπών και οι εγγυήσεις θα αποδειχτούν υπερβολικά ανεξέλεγκτες για να τους σταματήσουν.
Κλείνοντας αυτή την ανάλυση, θυμηθείτε πως ο μελετητής Κίσινγκερ στο έργο του «Διπλωματία», αναφέρει για το συνέδριο της Βιέννης, πως με απόφαση των ευρωπαίων ηγετών ανέλαβαν μια διαρκή ειρήνη μετά τους ναπολεόντειους πολέμους. Για τον Κίσινγκερ, υπάρχουν δύο στοιχεία σε μια διαρκή περιφερειακή ή παγκόσμια τάξη. Πρώτον, οι διαπραγματευτές πρέπει να εγκαθιδρύσουν ισορροπία δυνάμεων για να αποτρέψουν τους αμφισβητίες. Μια τέτοια ισορροπία, λέει, «μειώνει τις ευκαιρίες για χρήση δύναμης» για να παραμείνει η συμφωνία. Και δεύτερον, οι ανταγωνιστές της αντιπαραθέσεως στην “μετά του μετά” τάξης, πρέπει να προωθήσουν «μια κοινή αίσθηση δικαιοσύνης» που «μειώνει την επιθυμία κατάργησης της συμφωνίας».
Προειδοποιεί πάλι ο Κίσινγκερ: «Μια διεθνής τάξη που δεν θεωρείται δικαία θα αμφισβητηθεί αργά ή γρήγορα.» Γι’ αυτό μην ξεκινάτε μια αντιπαράθεση εκτός αν είστε διατεθειμένοι να αντέξετε το κόστος της διατήρησης της συμφωνίας, και σκεφτείτε από πριν τη φύση αυτής της συμφωνίας. Διαφορετικά, τα αποτελέσματα θα αποδειχθούν θνησιγενή, ανεξάρτητα από το κόστος του προσωρινού θριάμβου σας.
** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια