Γράφει ο Χρήστος Ράπτης
Το αποτέλεσμα των εκλογών της 7ης Ιουλίου, υπό μία έννοια, ήταν ένας πραγματικός άθλος του Τσίπρα, αφού κατάφερε μέσα σε ένα εξαιρετικά αρνητικό πολιτικό περιβάλλον να κρατήσει το κόμμα του ζωντανό.
Το 31,5% του δίνει τη δυνατότητα σε ένα βάθος χρόνου να αναδιοργανώσει τον ΣΥΡΙΖΑ, να τον ανανεώσει στελεχιακά και να διατυπώσει ένα προγραμματικό πλαίσιο που θα μπορούσε να τον βάλει στο μέλλον σε τροχιά επιστροφής στην εξουσία. Στις δημοκρατίες, η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της κανονικότητας. Αυτά στη θεωρία. Γιατί στην πράξη, τα πράγματα για τον Τσίπρα είναι, κατά την γνώμη μου, πιο σύνθετα.
Κατ' αρχάς, γιατί ο Μητσοτάκης, τον οποίο ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ υποτίμησαν βαριά (δεν ήταν οι μόνοι...), δείχνει ότι θα κυβερνήσει με τελείως διαφορετικούς όρους απ' ό,τι είχε προεξοφλήσει προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ. Οι θεωρίες περί της ανάλγητης Δεξιάς που θα επέστρεφε για να φτωχοποιήσει και να «εκδικηθεί» την κοινωνία αποδεικνύονται εντελώς ανακριβείς. Ο Μητσοτάκης όχι μόνο δεν επιστρέφει ως «εκδικητής της πλουτοκρατίας», αλλά, αντιθέτως, αναζητά περισσότερο δημοσιονομικό χώρο για να διευρύνει τα κοινωνικά μέτρα που θα ανακουφίσουν τις ευάλωτες κατηγορίες των πολιτών. Η «13η σύνταξη» -ή καλύτερα το επίδομα- θα διατηρηθεί, η μείωση του ΕΝΦΙΑ ανακουφίζει τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα, ενώ η σταδιακή μείωση της φορολογίας που ανακοίνωσε δημιουργεί αισιοδοξία στον κόσμο.
Ψυχανεμίζομαι ότι θα υπάρξουν κι άλλα μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση. Μπορεί να «τρώει από τα έτοιμα», όπως λέει ο Τσίπρας, ωστόσο δεν φαίνεται να θέλει να φτωχοποιήσει τους Έλληνες, όπως μου είπε λίγο μετά τις εκλογές ένας κορυφαίος υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι νομίζω η πρώτη φορά μεταπολιτευτικά που ένας πρωθυπουργός ο οποίος δεν υποσχέθηκε προεκλογικά σχεδόν τίποτε, κάνει παροχές σε ένα περιβάλλον δύσκολο, αφού η πολιτική αλλαγή του Ιουλίου δεν έλυσε και τα δημοσιονομικά προβλήματα της χώρας. Όσο αλήθεια είναι ότι ο Τσίπρας δεν άφησε καμένη γη (που πράγματι δεν άφησε), άλλο τόσο αλήθεια είναι ότι ο Μητσοτάκης δεν σκοπεύει να κυβερνήσει «ταξικά». Δεν είναι, άλλωστε, κορόιδο, ούτε διακατέχεται από αυτοκαταστροφικό ιδεασμό.
Όσο, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ θα συνεχίζει να διαβάζει τον Μητσοτάκη λάθος μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της προκατάληψης, τόσο θα του δίνει πολιτικό χώρο για να εδραιώσει την κυριαρχία του. Και όσο τον διαβάζει λάθος, τόσο ο αντιπολιτευτικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έχει απήχηση στην κοινωνία. Αν ο Κυριάκος καταφέρει, σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα, να υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις που έχει προαναγγείλει, μεταξύ των οποίων και οι ιδιωτικοποιήσεις, θα βρίσκει δημοσιονομικό χώρο για να ασκεί κοινωνική πολιτική, διευρύνοντας την απήχησή του στην κοινωνία.
Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα στο οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ διαβάζει λάθος την κυβέρνηση είναι η ασφάλεια. Προφανώς ο ΣΥΡΙΖΑ πίστευε ότι ο Χρυσοχοΐδης θα έπαιρνε τους σιδηρολοστούς, θα ανέβαινε στα χάμερ και θα άνοιγε όσα κεφάλια έβρισκε μπροστά του, στα Εξάρχεια ή στα πανεπιστήμια. Μέγα λάθος. Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη κινείται μεθοδικά, ψύχραιμα και προσπαθεί να απενεργοποιήσει το πρόβλημα της παραβατικότητας με τρόπο θεσμικό και χωρίς τραμπουκισμούς. Η αλήθεια είναι ότι η Αθήνα μπαίνει σιγά σιγά σε μια κανονικότητα και οι πολίτες της αισθάνονται, και με βάση τις δυνατότητες της ΕΛ.ΑΣ., την παρουσία της αστυνομίας.
Άφησα τελευταίο το κυριότερο πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ, που συνδέεται με τα προηγούμενα και τον οδηγεί συνολικά στις αλλεπάλληλες αυτές λανθασμένες αναγνώσεις της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας μετεκλογικά. Ρώτησα προ ημερών έναν άλλον υπουργό της κυβέρνησης Τσίπρα αν «θα καταφέρουν να σκοτώσουν το κομμουνιστικό DNA του ΣΥΡΙΖΑ». Η απάντηση που μου έδωσε ήταν εξόχως αποκαλυπτική. «Το κομμουνιστικό DNA μας εμπόδισε να εφαρμόσουμε μνημόνια;» απάντησε, αφοπλιστικά, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι επιβεβαίωνε την υποψία μου. Θυμήθηκα αυτό που έλεγε ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ: «Μαύρη γάτα, άσπρη γάτα, δεν έχει καμία σημασία το χρώμα, αρκεί να πιάνει τα ποντίκια». Με λίγα λόγια, χωρίς να το καταλάβει έλεγε ότι μπορούμε και κομμουνιστές να μείνουμε και την εξουσία να διαχειριζόμαστε. Και να μην αλλάξουμε και να μη βουλιάξουμε.
Γι’ αυτό, προσωπικά, πιστεύω ότι το να αλλάξει ο Τσίπρας το κόμμα του θα είναι τόσο δύσκολο όσο να σπρώξει ένα βουνό. Η αλήθεια είναι ότι μόνο αυτός, λόγω του μεγάλου ταλέντου του, μπορεί να το καταφέρει, αλλά θα χρειαστεί χρόνο για να μεταλλάξει τον ΣΥΡΙΖΑ. Αν, εννοείται, τα καταφέρει. Θα χρειαστούν αποστρατείες, συγκρούσεις υπαρξιακού χαρακτήρα και χρόνος. Κυρίως να απαλλαγεί από τις ιδεοληψίες τις δικές του και του ΣΥΡΙΖΑ. Όσο πιο γρήγορα το κάνει, τόσο πιο σύντομα θα ξαναμπεί σε τροχιά εξουσίας. Για να κερδίσει και πάλι τη μεσαία τάξη, θα χρειαστεί να απομακρύνει τους φανατικούς κάθε είδους, πολλούς τους έχει στο περιβάλλον του που αντιμετωπίζουν με τρόμο τη μετατόπιση προς το Κέντρο. Η επόμενη, όμως, σύγκρουση θα γίνει στο Κέντρο και αν ο Μητσοτάκης πετύχει στοιχειωδώς, ο Τσίπρας θα κινδυνεύσει να χάσει την επαφή με αυτό που αποκαλούμε μοντέρνο, δηλαδή με το μέλλον.
Αυτό, κατά τη γνώμη μου, το πολιτικό στοίχημα είναι εξόχως συναρπαστικό. Για τον ίδιο τον Τσίπρα και για τη χώρα. Η Ελλάδα, που μετά από μια μεγάλη παρένθεση δοκιμασιών έφτασε στα όρια της καταστροφής, έχει ανάγκη από μια μοντέρνα κυβέρνηση και μια μοντέρνα αντιπολίτευση. Και κυρίως στοιχειώδεις συναινέσεις στα μεγάλα θέματα της κοινωνίας.
ΥΓ.: Ο ίδιος υπουργός που προεξοφλούσε τη φτωχοποίηση της κοινωνίας από τον Μητσοτάκη πίστευε ότι θα τη μετέτρεπε μετεκλογικά και σε ένα απέραντο ειδικό δικαστήριο. Στη συνέντευξη Τύπου στη Θεσσαλονίκη, ο πρωθυπουργός φάνηκε ότι αφήνει τους διχασμούς πίσω του.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια