Γράφει ο Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος
Οι μεγάλες διεθνείς μεταβολές μπορεί κάποια στιγμή να «καταπιούν» τη χώρα, αν αυτή περιμένει αδρανής τα μελλούμενα.
Πολιτικοί αναλυτές σε δυτικές πρωτεύουσες τονίζουν τα τελευταία χρόνια τον κίνδυνο «αποσύνθεσης» μίας Ευρωπαϊκής Ενωσης που έχει μετατραπεί σε έναν απρόσωπο διοικητικό οργανισμό, όπου μη εκλεγμένες γραφειοκρατικές ελίτ διασφαλίζουν πρώτιστα την κίνηση μίας «γερμανικής Ευρώπης». Οι συνέπειες αυτής της κατάστασης είναι πλέον στους πάντες ορατές. Η προτροπή του Χέλμουτ Σμιτ το 2013 να διορθωθούν το ταχύτερο «τα λάθη και οι παραλείψεις που διαπράχθηκαν στο Μάαστριχτ», με τροποποιήσεις της Συνθήκης, δεν εισακούστηκε από τους «ισχυρούς» της ΕΕ. Σήμερα, λοιπόν, η Αθήνα συνομιλεί με τους εταίρους της, με δεδομένο ότι το ενοποιητικό όραμα της Κοινότητας των Ευρωπαίων είναι σβηστό και ότι οι ανισότητες μεταξύ ευρωπαϊκών χωρών έχουν προκαλέσει πολιτικούς κραδασμούς, με άγνωστες ακόμα τις ακραίες συνέπειές τους, σε μια σειρά χώρες, και μεγάλα κοινωνικά προβλήματα ακόμη και στο εσωτερικό των ισχυρότερων χωρών.
Οι ελληνικές ηγεσίες δεν θα έπρεπε να αντιλαμβάνονται στο εξής την Ε.Ε. αποκλειστικώς ως ένα πεδίο στο οποίο εξελίσσεται το οικονομικό δράμα της Ελλάδας σε «συνεργασία» με τους Ευρωπαίους δανειστές της και με ικεσίες για επενδύσεις. Τα όσα οι ειδικοί αναλυτές προβλέπουν για τον κόσμο και ειδικότερα για την Ευρώπη των αμέσως επόμενων δεκαετιών καιρός είναι να προβληματίσουν σοβαρά την Αθήνα. Οσοι ασχολούνται από θεσμικές θέσεις με το αναπτυξιακό μέλλον της Ελλάδας και με τις προοπτικές της στο διεθνές γεωπολιτικό και οικονομικό στερέωμα θα αστοχούν αν δεν υπολογίζουν πως κάθε σοβαρή εξέλιξη στη σκηνή της ευρωπαϊκής «παγκοσμιοποίησης» αφορά και τη δική μας χώρα.
Δεν μπορεί, λοιπόν, να αγνοούνται προβλέψεις, όπως, για παράδειγμα, αυτές του πρώην οικονομικού συμβούλου δύο Αμερικανών προέδρων, Λάρι Σόμερς, που υποστήριζε ήδη το 2018 ότι σε ένα κοντινό μέλλον η οικονομία της Κίνας θα ισούται με αυτήν των ΗΠΑ και ότι σε 30 χρόνια θα είναι διπλάσια από την αμερικανική. Οταν όλες οι διεθνείς προβλέψεις φέρνουν την Ευρώπη να συνθλίβεται σε ένα όχι μακρινό μέλλον, με συρρικνωμένα τα μεγέθη της, στο δίπολο ΗΠΑΚίνας και με ενισχυμένο τον ρόλο της Ρωσίας, η Αθήνα δεν μπορεί να αδρανεί. Η Ελλάδα δεν είναι, βεβαίως, σημαντικός «παίκτης» στις διεθνείς σκακιέρες. Αλλά όλες οι μεγάλες διεθνείς εξελίξεις και οι θολές, ημιτελείς «στρατηγικές» της Ε.Ε. κτυπούν και τη δική της πόρτα - ήδη άρχισε να γίνεται αντιληπτό αυτό. Συνεπώς, δεν μπορεί να πορεύεται στο εξής η βαλκανική Ελλάδα της ευρωζώνης χωρίς μελέτες σχεδίων στην προοπτική μίας παρακμάζουσας ευρωπαϊκής πορείας. Οι μεγάλες διεθνείς μεταβολές μπορεί κάποια στιγμή να «καταπιούν» την Ελλάδα, αν αυτή περιμένει αδρανής τα μελλούμενα.
Οι πολίτες της χώρας μας διαβάζουν τα στοιχεία διεθνών αναλυτών, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι το 2050 τα ευρωπαϊκά έθνη θα αποτελούν το 7% του παγκόσμιου πληθυσμού (έως το 1950 ήταν το 20%) και ότι το ευρωπαϊκό μερίδιο στο παγκόσμιο εθνικό προϊόν μειώνεται διαρκώς και θα κινείται κοντά στο 10% (από 30% που ήταν το 1950). Διαβάζουν, επίσης, ότι το 2050 κάθε ευρωπαϊκό έθνος ξεχωριστά θα είναι μόλις ένα κλάσμα εκατοστιαίας μονάδας! Σε αυτό το ευρωπαϊκό «πανόραμα» του μέλλοντος, ποια θέση άραγε να επιφυλάσσει η μοίρα της Ιστορίας στη μικρή, εσωστρεφή Ελλάδα μας, που την τελευταία 40ετία έλκεται από τη σαγήνη του παγωμένου πολιτικού χρόνου και τρομάζει με τα δύσκολα και τα «έκτακτα»;
Η περίοπτη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας, ως χώρας ευρωπαϊκής και ΝΑΤΟϊκής, με ανοικτούς οικονομικούς και στρατιωτικούς διαδρόμους, που επικοινωνούν με την Κεντρική Ευρώπη μέσω των Βαλκανίων και των ελληνικών θαλασσών, προσελκύει σημαντικούς «τρίτους» εντόνως «ενδιαφερόμενους» για το μέλλον της. Το ζήτημα είναι να μην προσδιοριστεί το μέλλον της Ελλάδας από τους εντός και εκτός Ευρώπης «τρίτους», με την Αθήνα να ικετεύει Ευρωπαίους και Αμερικανούς για οικονομική «στήριξη» και να αναζητεί στρατηγικές «προστασίες» από εταίρους και συμμάχους - κάτι που θα ήταν ολέθριο για τη χώρα μας.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια