Sponsor

ATHENS WEATHER

Είναι ανάγκη να μεταρρυθμίσουμε την Πολιτική Εθνικής Ασφαλείας


Του Δημήτρη Τσαϊλά, Υποναυάρχου ε.α. *

Όταν η ιστορία αποδεικνύει ότι οι συγκρούσεις μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος είναι φαινομενικά αναπόφευκτες, τι πρέπει να κάνουμε; Τι ακριβώς συμβαίνει ανάμεσα στις δύο γειτονικές συμμαχικές δυνάμεις, οι οποίες φαίνεται να είναι κλειδωμένες σε μια αντιπαλότητα; Ποια είναι η στάση των ελλήνων ηγετών απέναντι στην ανερχόμενη ναυτική ισχύ της Τουρκίας; Θα αποδεχτούμε την Τουρκία να γίνει τελικά ηγεμονεύουσα δύναμη;

Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κατανοήσουμε για το τι συμβαίνει στη σχέση μεταξύ της Ελλάδος και της Τουρκίας είναι ότι η συνολική σχέση καθοδηγείται από μια δυναμική του παιγνίου μηδενικού αθροίσματος (όπου το όφελος του ενός είναι ίσο με την απώλεια του άλλου), στο οποίο μια περιφερειακή δύναμη όπως η Τουρκία επηρεάζει την Ελλάδα, με όλες τις φυσικές και προβλέψιμες συνέπειες αυτού.

Η Τουρκία ως μεγαλύτερη χώρα, αισθάνεται ισχυρότερη και ταυτόχρονα αισθάνεται αδικημένη από τη γεωγραφία, λόγω της κυριαρχίας των ελληνικών νησιών του ανατολικού Αιγαίου και των 14 νησιών του συμπλέγματος Καστελλόριζου-Μεγίστης, και ως εκ’ τούτου, περιορισμένη από την Ελλάδα, οπότε εστιάζεται στη θάλασσα αναζητώντας ζωτικό χώρο που δεν της ανήκει. Προσπαθεί δε, να ερμηνεύσει τους κανόνες του  διεθνούς δικαίου της θαλάσσης με ανατολίτικη νοοτροπία (τα δικά σου, δικά μου και τα δικά μου, δικά μου) για να ξεπεράσει τα κυριαρχικά δικαιώματα μας, αμφισβητώντας ακόμη και την κυριαρχία ορισμένων (ο αριθμός αυτών εξαρτάται από το ποιος το επικαλείται) ελληνικών νήσων. Ο Ελληνισμός είναι συνηθισμένος στην κυριαρχία των θαλασσίων χώρων του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου που του διασφαλίζονται από το δίκαιο της θαλάσσης και τις διάφορες διεθνείς ή διμερείς συνθήκες, και αισθάνεται διαταραγμένος από μια αυξανόμενη και κακότροπη Τουρκία. Εφ’ όσον συμβαίνει αυτό, τότε ο ανταγωνισμός αυτός εξαπλώνεται σε όλη τη σχέση, δημιουργώντας εστίες εντάσεων, που πιθανόν να κλιμακωθούν σε θερμά επεισόδια και τελικά να καταλήξουν σε συγκρούσεις ή ακόμη και πόλεμο με ανυπολόγιστες ζημίες.

Οι ελληνικές κυβερνήσεις μέχρι σήμερα κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η σχέση της Τουρκίας ως συμμάχου στο ΝΑΤΟ έχει διαταραχτεί, και προσπαθούν να αξιοποιήσουν αυτή τη διαταραχή όσο μπορούν προς όφελος του ελληνισμού, σε κάθε γεωστρατηγικό χώρο. Αυτό σημαίνει προς ώρας, πρώην στρατηγικοί εταίροι της Τουρκίας, όπως το Ισραήλ και η Αίγυπτος είναι πλέον στρατηγικοί αντίπαλοί της, και εταίροι του ελληνισμού. Αυτό είναι απλά ένα παράδειγμα ενός υποκείμενου φαινομένου, χωρίς όμως να μειώνει την τουρκική στρατηγική αξία για τη συμμαχία τουλάχιστον.

Τον τελευταίο καιρό η αυξανόμενη εχθρότητα, μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας προέρχεται περισσότερο από τις τουρκικές ικανότητες που έχει αποκτήσει παρά την τουρκική συμπεριφορά. Να το πούμε λίγο διαφορετικά: Η αναζήτηση της Τουρκίας για «πολιτική ηγεμονία και υπεροπλία στη θάλασσα» αποτελεί μια υπαρξιακή απειλή για την ανεξαρτησία όχι μόνο των γειτονικών της κρατών αλλά κυρίως για την ύπαρξη του Ελληνισμού. Αυτό είναι ξεκάθαρο καθώς η βελτιούμενη ικανότητα της τουρκικής σκληρής ισχύος, πιστεύεται ότι είναι και ο βασικός παράγοντας, αυτής της έντασης. Μόλις η Τουρκία πετύχει την αεροναυτική υπεροχή, αυτό θα σημάνει αυτόματα, ανεξάρτητα από τις τουρκικές προθέσεις, αντικειμενική απειλή για την Ελλάδα και θα ήταν ασυμβίβαστο με την ύπαρξη του ενιαίου χώρου του Ελληνισμού (Ελλάδος-Κύπρου).

Αυτός είναι και ο βασικότερος λόγος που η Ελλάδα πρέπει να μεταρρυθμίσει την Πολιτική Εθνικής Ασφαλείας και τη στάση της χρήσης σκληρής ισχύος της. Έχουμε απομακρυνθεί από το είδος της αποτροπής που επιβάλλεται από ένα ναυτογενές έθνος για τη στήριξη των εθνικών μας συμφερόντων και του ζωτικού μας θαλασσίου χώρου. Δεν καταφέραμε να συμβαδίσουμε με την αλλαγή της παγκόσμιας πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής πραγματικότητας, ιδιαίτερα τα τελευταία δέκα χρόνια που βρεθήκαμε σε οικονομική ύφεση και κρίση. Μια νέα όμως Πολιτική Εθνικής Ασφαλείας που να συνδέει τη χρήση βίας με σαφείς και άμεσες απειλές για την εθνική μας ασφάλεια και επιβίωση θα μας έδινε το χρόνο και τους πόρους για να εκσυγχρονίσουμε την αμυντική μας στάση για την επόμενη τουλάχιστον εικοσαετία.

Οι προοπτικές για τη χρήση βίας έχουν αλλάξει ταχύτερα από ό, τι σκεφτόμασταν στην πολεμική σχεδίαση μας. Τα λάθη του παρελθόντος και η μεταβαλλόμενη φύση του πολέμου πρέπει να ληφθούν πλέον υπόψη με σκοπό να διορθωθούν τάχιστα. Μια νέα διάσταση της απειλής της εθνικής ασφάλειας έχει εξελιχθεί στο θαλάσσιο χώρο των συνόρων όλου του Ελληνισμού και απαιτείται στρατηγική σκέψη και προσήλωση, που θα πρέπει να ενσωματωθεί σε μια ολοκληρωμένη εγχώρια Αμυντική Στρατηγική στηρίζοντας, όχι μόνο τη Ναυπηγοεπισκευαστική ικανότητά μας, αλλά ταυτόχρονα και την εγχώρια αμυντική βιομηχανία.

Είναι κανόνας ότι, οι οικονομικές πραγματικότητες συνδέονται άμεσα με τις στρατιωτικές δαπάνες. Η Ελλάδα δεν μπορεί πλέον να αντέξει οικονομικά την ανυπαρξία σκέψης με στρατιωτικές εξαγορές. Οι καταχρήσεις του παρελθόντος, όπου οι πολιτικοί πίεζαν για στρατιωτικό εξοπλισμό που οι ένοπλες δυνάμεις  δεν ήθελαν ή δεν χρειαζόντουσαν, και γίνονταν αποδεκτές ως μέρος ενός παιχνιδιού εξαγοράς εκτός ελέγχου, αντιμετωπίζουν πλέον μια έντονη οικονομική πραγματικότητα. Δεν μπορούμε να τις αντέξουμε.

Τι χρειάζεται να γίνει;

Πρώτον, η τρέχουσα στρατηγική και η πολιτική πρέπει να αλλάξουν με την επιστροφή στην αξιόπιστη αποτροπή του πολέμου.

Αυτό απαιτεί μια επίμονη, και σκόπιμη αλλαγή στην αμυντική νοοτροπία. Να δούμε αξιόπιστα και με ρεαλισμό την εθνική μας άμυνα ως το “εργαλείο” ανάμεσα στα όργανα ισχύος του έθνους. Να δηλώσουμε επίσημα τις κόκκινες γραμμές. Όταν ο πόλεμος δηλώνεται με τη δέουσα διαδικασία, δεν αφήνει τίποτα αμφιλεγόμενο. Οι Έλληνες δεν χρειάζεται να “οδηγηθούν” για μια δίκαιη, ηθική χρήση ισχύος.

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν βάλει πολύ νερό στο κρασί τους για δεκαετίες, με κατευναστικές πολιτικές. Η στρατιωτική ισχύς πρέπει και θα είναι πάντα ένα κρίσιμο όργανο της διπλωματίας μας. Να κατέχει ένα τεράστιο, έμφυτο στρατιωτικό αντίκτυπο στους υπολογισμούς φίλων και αντιπάλων. Η «επίδειξη ισχύος» έχει χρησιμότητα επειδή συνδέει το σύνολο των δυνατοτήτων μας με πολιτικο-στρατιωτικές καταστάσεις.

Μια σαφώς διαρθρωμένη νέα Πολιτική Εθνικής Ασφάλειας που αναγνωρίζει αυτό, είναι μια καλή αρχή για να ξεκινήσουμε. Η πραγματοποίηση ενός αμυντικού προϋπολογισμού και των ευρύτερων στρατιωτικών πολιτικών και στρατηγικών σύμφωνα με το εν λόγω Πολιτική Εθνικής Ασφαλείας θα είναι το επόμενο βήμα.

Δεύτερον, πρέπει να αντιμετωπίσουμε τη νέα εποχή.

Οι παλαιές έννοιες, που βασίζονταν σε μια ισορροπία δυνάμεων που εξαρτώνταν από μια επισφαλή αποδοχή της λογικής με βάση τις θεωρίες και τις “σκάλες” της κλιμάκωσης, είναι ξεπερασμένες. Οι πιθανοί παίκτες έχουν αλλάξει, τα όπλα δεν είναι τα ίδια, και τα πιθανά σενάρια είναι σημαντικά διαφορετικά από το παρελθόν. Μια απειλή για την αμοιβαία αυτοκτονία είναι πλέον πειστική μεταξύ των εθνικών κρατών, και δεν σημαίνει τίποτα στους αδίστακτους παράγοντες. Πρέπει να εφαρμοστούν νέα σχέδια και πολιτικές και νέες αντιλήψεις, πριν αντιμετωπίσουμε την όποια συμπλοκή μας. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε ποιο θα είναι το μέγεθος αυτής της συμπλοκής, καθώς οι συνδυασμοί και οι παραλλαγές αυξάνονται σταθερά, αλλά μπορούμε να είμαστε πολύ πιο προετοιμασμένοι από ό, τι είμαστε τώρα.

Τρίτον, πρέπει να προσαρμόσουμε και να εκσυγχρονίσουμε τη δομή των δυνάμεών μας για να εξυπηρετήσουμε μια ενημερωμένη ελληνική προσέγγιση για τη χρήση βίας προσαρμοσμένη στον τρόπο που κατανοούν οι Έλληνες και θα στηρίξουν την απόφαση ακόμη και για πόλεμο. Έχουμε μια ισχυρή βάση από την οποία θα ξεκινήσουμε. Ο εκσυγχρονισμός και η προσαρμογή στη νέα Πολιτική Εθνικής Ασφαλείας μπορεί να γίνει με λογικό ρυθμό. Βασικά, πρέπει να αξιοποιήσουμε ό, τι έχουμε, ενώ παράλληλα να οικοδομούμε και διαμορφώνουμε τις δυνάμεις με σύνεση και ορθολογισμό.

Η ικανότητα κινητοποίησης πρέπει να επανεξεταστεί και να ενισχυθεί καθώς οι δυνατότητες και οι προθέσεις για χρήση στρατιωτικής ισχύος αυξάνονται. Αυτό συνεπάγεται όχι μόνο νέες προσεγγίσεις στις αποθεματικές δυνάμεις και τις δυνάμεις της εθνοφρουράς, αλλά και μια νέα αντίληψη για «πυρήνες» μόνιμων ενεργών δυνάμεων που θα λειτουργούν κυρίως για την εκτέλεση επιχειρήσεων.

Αυτή η νέα Πολιτική Εθνικής Ασφαλείας, απαιτεί πρώτα και κύρια μια αλλαγή στην πολιτική συμπεριφορά, απαιτεί την ευρύτερη συνεννόηση και συναίνεση. Είναι αλήθεια ότι θα υπάρξουν περιπτώσεις όπου δεν θα μας αρέσουν τα αποτελέσματα της ενίσχυσης της στρατηγικής κουλτούρας και οι διεθνιστές ιδεοληπτικοί θα βιαστούν να πούμε ότι ο ουρανός πέφτει, αλλά πρέπει να μάθουμε να το αντιμετωπίζουμε.

* Ο Δημήτρης Τσαϊλάς είναι Υποναύραχος ΠΝ ε.α. 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στη “Μακεδονία” της Κυριακής 18 Αυγούστου 2019

** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια